Οταν σκεφτόμαστε τι ιστορίες μπορεί να εμπνεύσει η συγγραφή ή η ανάγνωση ενός βιβλίου, ο νους μας πάει πάντοτε στο λογοτεχνικό βιβλίο. Αυτό είναι άδικο από μια άποψη, γιατί το λογοτεχνικό βιβλίο είναι βέβαια μόνο μία από τις πολλές κατηγορίες βιβλίων, για πολύ κόσμο μάλιστα όχι η σημαντικότερη. Ωστόσο ο συνειρμός είναι αναπόφευκτος. Στο βασίλειο του γραπτού λόγου, το προνόμιο να φτερώνει τη φαντασία, να ικανοποιεί εκείνη την πανάρχαια ανάγκη των ανθρώπων για ιστορίες ανήκει κατεξοχήν, αν και όχι αποκλειστικά, στη λογοτεχνία.

Αλλά πώς βλέπουν οι λογοτέχνες αυτό το προνόμιο; Τι ιστορίες θα ενέπνεε στους ίδιους το πάθος ενός ανθρώπου για τη λογοτεχνία; Αυτό το θέμα θα μπορούσε, και λογικά θα έπρεπε, να είναι ένα ζωηρό ερέθισμα για τους μυθοπλάστες συγγραφείς. Ηταν πάντως το δικό μου ερέθισμα για να διαβάσω τούτο τον συλλογικό τόμο.

Εχουμε, λοιπόν, εδώ 24 συγγραφείς, όσα και τα γράμματα του αλφάβητού μας, να καταθέτουν ο καθένας το προϊόν της έμπνευσής του. Λίγα τα γνωστά ονόματα ανάμεσά τους, αυτό όμως δεν μας αποθαρρύνει (αν και, ελλείψει εξηγήσεων του επιμελητή, προκαλεί ορισμένες απορίες). Περίπου οι μισοί είναι κάτω των 45 ετών (η κάποια απροσδιοριστία ως προς το ποσοστό οφείλεται στο ότι μερικές αλλά και μερικοί απέφυγαν αιδημόνως να δηλώσουν τη χρονολογία γέννησής τους στα κατά τα άλλα λεπτομερή βιογραφικά τους). Ευπρόσδεκτη και πολλά υποσχόμενη, πάντως, αυτή η ευρεία συμμετοχή νέων και νεότερων φωνών, αφού η φαντασία ευδοκιμεί ιδιαίτερα στο κλίμα της νιότης. Σημαντική και η εκπροσώπηση των γυναικών –10 από τους 24 συγγραφείς –πράγμα επίσης ευοίωνο, μεταξύ άλλων επειδή οι γυναίκες διαμορφώνουν, ως φαίνεται, μια πιο προσωπική και μύχια σχέση με τη λογοτεχνία.

Οπως ήταν αναμενόμενο, τα περισσότερα διηγήματα του τόμου αναπτύσσουν το θέμα από την οπτική γωνία ενός συγγραφέα. Αναμενόμενο όμως δεν σημαίνει οπωσδήποτε και ευκταίο. Το άγχος της λευκής σελίδας, η αγωνιώδης πάλη με τις λέξεις, τα φαντάσματα που ο συγγραφέας πασχίζει να τιθασεύσει στο χαρτί ή στον υπολογιστή, τα διλήμματα των εναλλακτικών επιλογών, η ανησυχητική αυτονόμηση του κειμένου ήδη καθώς γράφεται κ.λπ., κ.λπ., όλα αυτά είναι σύμφυτα με τη λογοτεχνική δημιουργία, αλλά δεν αφορούν παρά μόνο τους συγγραφείς. Μόνον αν τοποθετηθούν σε μια διαφορετική προοπτική, π.χ. με την ειρωνική σχετικοποίηση ή, αντίθετα, με την αναγωγή σε ένα υπαρξιακό δράμα ανώτερης τάξης, μπορούν να πουν στον αναγνώστη κάτι ενδιαφέρον. Μια τέτοια προοπτική δεν υπάρχει στα δείγματα που έχουμε εδώ. Στα περισσότερα η συγγραφική πράξη παρουσιάζεται ως ιδεοληψία, παράνοια, παραίσθηση, λόξα που καλούμαστε να συμπαθήσουμε, άδηλο για ποιον λόγο. Το αποτέλεσμα είναι ότι, κόντρα φυσικά στις προθέσεις των δημιουργών, οι συγγραφείς ήρωές τους δίνουν την εντύπωση πως είναι μάλλον ψώνια παρά δραματικά πρόσωπα.

Η εικόνα από τη σκοπιά του δέκτη της λογοτεχνίας δεν είναι πολύ καλύτερη. Βιβλία που στοιχειώνουν έναν αναγνώστη ή μια αναγνώστρια, φράσεις που οδηγούν σε μια εμμονική βιβλιογραφική αναζήτηση της πηγής τους, ανύπαρκτοι συγγραφείς που κατακυριεύουν τη ζωή των πιστών, αλλά κατά φαντασίαν αναγνωστών τους, μυθιστορήματα και διηγήματα που γίνονται υλικό για τους εφιάλτες ενός νευρασθενούς ή και υποδείγματα για ένα έγκλημα. Μόνο δύο διηγήματα, τα «Βιβλιοφιλία» της Μαρίας Καρδάτου και «Τα Λαλάκια» του και επιμελητή της έκδοσης Νίκου Χρυσού, εξιστορούν την ανάπτυξη μιας ομαλής, ευτυχισμένης σχέσης με το διάβασμα, χωρίς ωστόσο να ολισθαίνουν σε απλουστεύσεις και γλυκερότητες.

Θα σημειώσω, πάντως, κάτι που με ξάφνιασε αρκετά: η γυναικεία συμμετοχή στον τόμο περιλαμβάνει περισσότερες αποστασιοποιημένες ή ακόμη και κριτικές προσεγγίσεις στο θέμα της βιβλιοφιλίας (εξαλλαγμένης σε βιβλιομανία) από ό,τι η ανδρική, ανατρέποντας έτσι την «υπόθεση εργασίας» μου. Υπόθεση επιπόλαιη άλλωστε, όπως βλέπω τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα. Διότι για τις γυναίκες το βιβλίο, όπως και σχεδόν κάθε άλλο πράγμα, δεν γίνεται φετίχ. Οι γυναίκες, όσο και αν λένε ότι διαβάζουν για να ξεχνιούνται, διαβάζουν πάντοτε με το ένα μάτι στραμμένο στη ζωή (τους). Με αυτή συσχετίζουν τα τεκταινόμενα στις σελίδες και με αυτήν ως κύριο κριτήριο προσδιορίζουν τη σημασία ενός βιβλίου (για τις ίδιες). Η βιβλιοφιλία δεν αποτελεί από μόνη της αξία γι’ αυτές, πράγμα που νομίζω ότι φανερώνει μια κατά βάση υγιή στάση.

Αν τώρα κάνουμε μια γενική αισθητική αποτίμηση αυτής της συλλογής, θα απογοητευτούμε. Πολύ λίγα από τα διηγήματα στέκουν ψηλότερα από το επίπεδο του μέτριου. Δεν ξέρω τι έφταιξε πιο πολύ: το ισχνό ταλέντο, η αμηχανία απέναντι στο θέμα, η πένθιμη σοβαροφάνεια της πλειονότητας των συμμετεχόντων συγγραφέων ή κάτι άλλο; Εκτός από τα δύο διηγήματα που προανέφερα, ξεχωρίζω και το «Σελιδοδείκτης από μαλλιά» της Ελενας Μαρούτσου, ίσως το λογοτεχνικά πιο ενδιαφέρον του τόμου. Πρόκειται για ένα απολαυστικό παιχνίδι ερωτικών υπαινιγμών, αμφισημιών, φωτοσκιάσεων και παρεξηγήσεων ανάμεσα σε έναν καθηγητή και μια μαθήτριά του, το οποίο απηχεί ευτράπελα και από την ανάποδη την ιστορία της Σαλώμης και του Ιωάννη Βαπτιστή στο σχετικό έργο του Οσκαρ Ουάιλντ. Αλλά στην τελευταία αράδα η συγγραφέας τα χαλάει με μια ανούσια έκπληξη που, καθώς είναι η τελευταία εντύπωση, επιβάλλεται άδικα σε ό,τι έχει προηγηθεί.

Η μελαγχολική σκέψη που έκανα κλείνοντας τον τόμο ήταν ότι, στο σύνολό του, ελάχιστη αγάπη για τα βιβλία και τη λογοτεχνία θα ενέπνεε σε έναν τυχαίο, περιστασιακό αναγνώστη. Για να μην πω ότι θα δικαίωνε την αδιαφορία του γι’ αυτή την ενασχόληση.