Μια εξέταση αίματος που γίνεται σε πέντε λεπτά και αξιολογεί την κινητικότητα του πιο συνηθισμένου τύπου λευκών αιμοσφαιρίων μπορεί να ανιχνεύει ακόμη και τις πιο ήπιες μορφές άσθματος σε ασθενείς που δεν έχουν καν συμπτώματα όταν πηγαίνουν στον γιατρό, αναφέρουν αμερικανοί επιστήμονες.
Οπως γράφουν στην επιθεώρηση «PNAS», η εξέτασή τους βασίζεται σε ένα ειδικό αντιδραστήριο που επινόησαν, το οποίο ανιχνεύει την κινητικότητα των ουδετερόφιλων λευκοκυττάρων.
Τα ουδετερόφιλα αποτελούν τον μεγαλύτερο πληθυσμό λευκών αιμοσφαιρίων στον οργανισμό και είναι τα κύτταρα του ανοσοποιητικού τα οποία πρώτα απ’ όλα μεταναστεύουν στο τμήμα του σώματος που έχει πρόβλημα εξαιτίας της εμφάνισης φλεγμονής, όπως συμβαίνει στο άσθμα.
«Ανιχνευτές»
«Τα ουδετερόφιλα μοιάζουν με τους σκύλους-ανιχνευτές, διότι κινητοποιούνται μόλις αντιληφθούν τις χημικές “οσμές” που εκπέμπει μια μόλυνση ή φλεγμονή και σπεύδουν στο σημείο όπου έχει εμφανιστεί για να συμμετάσχουν στην αντιμετώπισή της» εξήγησε ο επικεφαλής ερευνητής δρ Ντέιβιντ Μπιμπ, καθηγητής Βιοϊατρικής Μηχανικής στο Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν – Μάντισον.
Ανάλογα με την ταχύτητα μετακίνησης των ουδετερόφιλων, ο δρ Μπιμπ και οι συνεργάτες του κατόρθωσαν να διαχωρίσουν τους πάσχοντες από άσθμα από ομάδα υγιών εθελοντών και από ομάδα πασχόντων από αλλεργική ρινίτιδα.
«Ανακαλύψαμε ότι η μετανάστευση των ουδετερόφιλων μπορεί να αποτελέσει αξιόπιστο δείκτη της παρουσίας ή της απουσίας άσθματος σε έναν ασθενή» δήλωσε ο δρ Μπιμπ. Και συνέχισε: «Είναι μία από τις πρώτες μελέτες που αποδεικνύουν ότι η μέθοδος αυτή είναι αποτελεσματική και έχει πρακτική αξία».
Ο δρ Μπιμπ και οι συνεργάτες του δημιούργησαν ένα χημικό διάλυμα και ένα ειδικό λογισμικό στο οποίο μπορούν να καταγράψουν τη μετανάστευση των ουδετερόφιλων σε μία σταγόνα αίμα μέσα σε πέντε λεπτά.
Στη συνέχεια δοκίμασαν τη μέθοδό τους σε 23 πάσχοντες από άσθμα, 11 πάσχοντες από αλλεργική ρινίτιδα και 11 υγιείς εθελοντές για να καταγράψουν τις διαφορές στην ταχύτητα της μετανάστευσης μεταξύ τους.
Οπως διαπίστωσαν, τα ουδετερόφιλα των πασχόντων από άσθμα μετανάστευαν πολύ πιο αργά απ’ ό,τι εκείνα των άλλων εθελοντών, ενώ η ταχύτητα μετανάστευσης της τάξης των 1,55 μικρομέτρων το λεπτό (σ.σ.: το ένα μικρόμετρο ισούται με ένα εκατομμυριοστό του μέτρου) έχει ποσοστό ακριβούς διάγνωσης 96% για το άσθμα.
Πάσχει το 8,6% των Ελλήνων
Το άσθμα είναι μια πολύ συχνή πνευμονοπάθεια. Μελέτη που είχε πραγματοποιήσει προ διετίας η Ομάδα Ασθματος της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το 8,6% του γενικού πληθυσμού πάσχει από αυτό, με τη συχνότητά του να είναι ιδιαιτέρως αυξημένη σε Αττική, Πελοπόννησο, Ηπειρο και Κρήτη, όπου προσβάλλει το 10%-15% των κατοίκων.
Η μελέτη στην οποία είχαν συμμετάσχει 2.632 εθελοντές όλων των ηλικιών απ’ όλη τη χώρα είχε επίσης δείξει ότι η συχνότητα του άσθματος αυξάνεται με την ηλικία και από 3,79% που είναι στα παιδιά ηλικίας έως 9 ετών φθάνει στο 11,76% στους ηλικιωμένους άνω των 70 ετών.
Τα κύρια συμπτώματα του άσθματος είναι περιοδικός βήχας που διαρκεί πάνω από 8 εβδομάδες, συρίττουσα αναπνοή (οι ασθενείς την ονομάζουν «γατάκια», «σφύριγμα στο στήθος»), σφίξιμο στο στήθος και δυσκολία στην αναπνοή. Τα συμπτώματα αυτά μπορεί να εκδηλώνονται καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους ή να έχουν εποχικό χαρακτήρα, κυρίως κατά τη διάρκεια της άνοιξης ή/και του φθινοπώρου, ενώ χαρακτηριστικό γνώρισμά τους είναι ότι συχνά εκδηλώνονται τη νύχτα, ιδίως τις πρώτες πρωινές ώρες.
Η διάγνωση
Η διάγνωση της νόσου βασίζεται στο ιστορικό του ασθενούς και κυρίως στη χαρακτηριστική συμπτωματολογία του ενώ τεκμηριώνεται με τη σπιρομέτρηση (εξέταση της αναπνοής) πριν και μετά τη χορήγηση φαρμάκων που προκαλούν βρογχοδιαστολή.
Ωστόσο, ο δρ Μπιμπ υποστήριξε ότι οι εξετάσεις βασίζονται – τουλάχιστον εν μέρει – στο να έχει ο ασθενής συμπτώματα προτού απευθυνθεί στον γιατρό, ειδάλλως μπορεί να χρειασθούν ειδικές δοκιμασίες που «προκαλούν» την εμφάνιση άσθματος.
Η νέα εξέταση, όμως, είναι πολύ πιο απλή και εύκολη από αυτό κατέληξε.
Η θεραπεία του βρογχικού άσθματος περιλαμβάνει γενικά και ειδικά μέτρα. Στα γενικά ανήκουν λ.χ. η αποφυγή των αλλεργιογόνων και της έκθεσης σε ερεθιστικούς παράγοντες, όπως το κάπνισμα, ενώ στα ειδικά συμπεριλαμβάνονται φάρμακα που συνήθως δίνονται με τη μορφή εισπνοών (όπως κορτικοστεροειδή και βρογχοδιασταλτικά).