Με τα μάτια στραμένα πάντα προς τον ουρανό. Εκεί όπου τα σμήνη των γερανών περνούν σε σχηματισμό βέλους. Πότε να τρέχει αλαφιασμένη μέσα στο χιονισμένο τοπίο κυνηγώντας το τρένο, για να καταλήξει να σώσει ένα τρίχρονο αγοράκι από τις ρόδες ενός τζιπ. Πότε ντυμένη στ’ άσπρα ανάμεσα στους στρατιώτες να αναζητά τον αγαπημένο της.

Αυτές οι εικόνες της Τατιάνας Σαμοΐλοβα θα μείνουν για πάντα χαραγμένες, ασπρόμαυρες, στη μεγάλη οθόνη της μνήμης. Στην ταινία του Μιχαήλ Καλατόζοφ «Οταν περνούν οι γερανοί», με ένα τραγούδι (του Ιάν Φρέντελ) που έγραψε στην ελληνική μουσική ιστορία χάρη στην απόδοση το 1977 από τον Γιάννη Ρίτσο, με τη φωνή της Μαργαρίτας Ζορμπαλά (και σε πολλές άλλες εκδοχές, όπως για παράδειγμα με τη Χαρούλα Αλεξίου).

Αυτή η μορφή, της Σαμοΐλοβα, χαμένη στις φωτοσκιάσεις και το όνειρο, αυτές οι εικόνες είναι εκείνο που μας έχει μείνει από το μεγάλο κύμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού στον ρωσικό κινηματογράφο, που άγγιξε για χρόνια και τις ελληνικές καρδιές και καθήλωσε και τα ελληνικά μάτια –συχνά δακρυσμένα.

Ενα κίνημα που «όφειλε να συμβάλει στην ιδεολογική μεταμόρφωση και την εκπαίδευση των εργατών σύμφωνα με το πνεύμα του σοσιαλισμού», πάντα όμως ως «μια φιλαλήθης και ακριβής αναπαράσταση της πραγματικότητας». Ποιητική, θα προσθέταμε.

Η καρδιά της γοητευτικής Σαμοΐλοβα, καλλιτέχνιδας του λαού όπως και ο πατέρας της ηθοποιός Εβγκένι Σαμοΐλοφ και ιέρειας του σοσιαλιστικού ρεαλισμού στο σινεμά, σταμάτησε να χτυπά στα 80ά της γενέθλια, χθες, βάζοντας μια (γενναία, σχεδόν οριστική) τελεία στο κεφάλαιο αυτό –συμβολικά έστω. Οχι μόνο διότι έκλεισε για πάντα τα μάτια του ένα σύμβολο του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, αλλά και επειδή μαζί με τη Σαμοΐλοβα σίγησαν και οι τελευταίοι απόηχοι από τον σπαρακτικό συχνά, συγκινητικό και στρατευμένο (και στη συγκίνηση!) κινηματογραφικό ρεαλισμό που γέννησε ιερά τέρατα της Εβδομης Τέχνης, ακόμη και κάτω από την μπότα του Στάλιν.

Από τον μετρ Μαξίμ Γκόρκι και τον ιδεολογικό ιθύνοντα νου Αντρέι Ζντάνοφ, που κλήθηκαν και επισήμως το 1934 να βάλουν τέλος στα του παρελθόντος και να προετοιμάσουν το «λαμπρό μέλλον» του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, το ιδεολογικό οικοδόμημα είχε αρχίσει να χτίζεται στη μεγάλη οθόνη μέσα από θρυλικά πλάνα: του πρωτοπόρου Τζίγκα Βερτόφ στον «Ανθρωπο με την κινηματογραφική μηχανή», του Φρίντρικ Ερμλερ στον «Μεγάλο πολίτη», του Ουκρανού Αλεξάντρ Ντοβζένκο με τη βωβή «Γη» (με απέραντα οργωμένα χωράφια κάτω από συννεφιασμένους ουρανούς) και «Το οπλοστάσιο», αλλά και του Γκριγκόρι Κόζιντσεφ με τη «Νέα Βαβυλώνα» και τον θρυλικό αξεπέραστο «Αμλετ» του (με τον μεγάλο Ινοκέντι Σμοκτουνόφσκι και τη μουσική του άλλου μεγάλου και κυνηγημένου από το καθεστώς Ντμίτρι Σοστακόβιτς).

Είναι όμως τα θρυλικά πλάνα του «Θωρηκτού Ποτέμκιν» του –σημαντικότερου όλων –Σεργκέι Αϊζενστάιν που θα στοιχειώνουν πάντα τις μνήμες όσων τα είδαν. Και θα συγκινούν το παγκόσμιο κοινό θυμίζοντας ότι αυτός ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός δεν πέρασε, γιατί η συγκίνηση καθόρισε πολλές νύχτες μας και τροφοδότησε πολλά δάκρυα για να σβήσει έτσι απλά, με την τελευταία ανάσα της Σαμοΐλοβα.