Η τέχνη δεν άργησε να τροφοδοτηθεί. Εξι χρόνια μετά, το 1979, ο Διονύσης Σαββόπουλος έγραψε το «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο» που συμπεριελήφθη στον δίσκο «Ρεζέρβα». Το τραγούδι, μια πρόζα – αφήγηση με ποιητικό τρόπο – αναπαριστά όλο το σκηνικό με μπόλικο ιδεολογικό φλοιό και προσπάθεια να ανιχνευτεί ο κώδικας του κυνηγημένου, παραβατικού Κοεμτζή. Τα μέρη που το μπουζούκι του Θανάση Πολυκανδριώτη ντύνει το μακρόσυρτο ποίημα του Νιόνιου σχεδόν ζωντανεύουν το φονικό αλλά και τη ζωή του Κοεμτζή, του φτωχοδιάβολου από το Αιγίνιο Πιερίας που θύμιζε κάτι από τα «Παιδιά της ζωής» του Παζολίνι και είχε καταδυθεί στην παραβατικότητα ως διαρρήκτης πολύ πριν κάνει το τρομερό έγκλημα.

Ενα χρόνο μετά, το 1980 ήταν η σειρά του κινηματογράφου να πάρει τη σκυτάλη της αναπαράστασης του φονικού. Ο Παύλος Τάσσιος γύρισε τότε την «Παραγγελιά» αν και η ποιητική άδεια εδώ άνθισε: το φονικό του Κοεμτζή (τον χαρακτήρα του υποδυόταν ο Αντώνης Αντωνίου τον οποίο για καιρό ο κόσμος ταύτισε με τον θύτη) ντύθηκε με τη φωνή της Κατερίνας Γώγου. Στη σκηνή του κακού, λίγοι κατάλαβαν ότι δεν ακούγονταν οι «Βεργούλες», αλλά το «Αντιλαλούνε οι φυλακές» από τον τραγουδιστή Γιώργο Καμπουρίδη. Και η ταινία φώτιζε το σκηνικό με το έντονο ιδεολογικό χρώμα της μεταπολιτευτικής πατίνας. Ο φόνος όμως ήταν φόνος. Και το κακό είχε γίνει. Οταν γνώρισα τον Νίκο Κοεμτζή – φορούσε πάντα γούνινο καπέλο σαν ήρωας του Αϊζενστάιν και πωλούσε την αυτοβιογραφία του στην οδό Αδριανού και στα Δικαστήρια μέχρι που πέθανε το 2011 – μου είπε ότι αυτό που χωρίζει τη λογική από την τρέλα είναι μια τρίχα. Ή, όπως θα έλεγε ο Μπιθικώτσης όταν τον ρώτησαν οι δημοσιογράφοι για το μακελειό: «Πού να σου εξηγώ…».