Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, στοχαστής, κριτικός και θεωρητικός της πολιτικής σκέψης και της τέχνης, στο αυτοβιογραφικό του αφήγημα «Τα παιδικά χρόνια στο Βερολίνο το 1900» (εκδ. Αγρα) αφιερώνει ένα κεφάλαιο ειδικά στο τηλέφωνο. Το κουδούνισμά του, που διέκοπτε τον μεσημεριανό ύπνο των μεγάλων, οι συνδιαλέξεις-νυχτερινοί θόρυβοι μιας γέννας ήταν στοιχεία που συνόδευσαν «τη βασιλική του είσοδο σε χώρους φωτισμένους και λαμπερούς μιας γενιάς της οποίας έγινε η παρηγοριά της». Για εκείνη την εποχή της σύνδεσης με τα τηλεφωνικά κέντρα ο Μπένγιαμιν γράφει πως ο πατέρας του στρεφόταν οργισμένος εναντίον της μανιβέλας, πάνω από την οποία ανάλωνε πολλά λεπτά της ώρας.

Σήμερα, που μπορούμε να μεταφέρουμε στο έξυπνο τηλέφωνό μας όλη τη ζωή μας, συνδεδεμένη με τη λίστα των επαφών μας, το σύμπαν της μουσικής μας, τις εικόνες από στιγμές που θέλουμε να μείνουν στο πρώτο επίπεδο της μνήμης μας, συμβαίνει κάτι ηθελημένα αναχρονιστικό. Κάνουμε στροφή στον χρόνο, κοιτάζουμε στο παρελθόν, ψαχουλεύουμε τα αντικείμενα της αίγλης του, τα ανασύρουμε και τα κάνουμε πρωταγωνιστές της σύγχρονης επικοινωνίας, της ψυχαγωγίας μας.

Οι πρώτες ενδείξεις βγαίνουν από εκείνη την κατηγορία του βιομηχανικού σχεδιασμού που η ετικέτα της τα συγκεντρώνει στην ομάδα των «ντιζάιν γκάτζετ». Η νοσταλγία για τις παλιές τηλεφωνικές συσκευές συνέδεσε στη θέση ηχείων των κινητών τηλεφώνων μας τα πολύχρωμα ακουστικά που το παράταιρα μεγάλο σχήμα τους δείχνει υπερβολικό. Τα αρχεία JPG είναι οι διάδοχοι της φωτογραφίας τυπωμένης σε σκοτεινό θάλαμο και μετέπειτα των στιγμιαίων Polaroid. Ομως, σε μια στιγμή συναισθηματικής μας εξάρτησης από τρόπους ζωής του παρελθόντος, η τεχνολογία της ψηφιακής φωτογραφίας μπήκε μέσα σε μια αναλογική φωτογραφική μηχανή-σύμβολο των φωτορεπόρτερ της δεκαετίας του ’50. Αντίστοιχα, τα αρχεία ήχου mp3, οι τεχνολογίες LED ντύνονται με τις vintage γραμμές των προπατορικών συσκευών από τις οποίες ξεκίνησε τον περασμένο αιώνα το ταξίδι της νεωτερικότητας και του μοντέρνου τρόπου ζωής. Ο όρος vintage χαρακτηρίζει τα αντικείμενα του 20ού αιώνα, ρούχα, αυτοκίνητα, δίσκους βινυλίου που προηγούνται της δεκαετίας του ’90. Το σύγχρονο ντιζάιν τα χρησιμοποιεί στα αντικείμενα υψηλής τεχνολογίας ως σημεία αναφοράς, για να διατηρήσει τη μνήμη από άλλες εποχές.

Ετσι, ένα πληκτρολόγιο αφής για οθόνη iPad δεν είναι αρκετό για να γράψει κανείς εύκολα και γρήγορα ένα κείμενο. Μια γραφομηχανή του ’20, με πλήκτρα βαριά και μελωδικά στο τέλος της σειράς, συνδέεται, λοιπόν, με το iPad, προσφέροντας στον κάτοχο του αντικειμένου την ψευδαίσθηση του ρόλου ενός συγγραφέα-ντετέκτιβ.

Την εποχή του Μεσοπολέμου τα βαριά έπιπλα από ξύλο καρυδιάς φιλοξενούσαν ηλεκτρικά ραδιόφωνα, διακοσμώντας αστικά διαμερίσματα και αριστοκρατικές κατοικίες της Ευρώπης που ζούσε την εμπειρία του μοντέρνου βίου και αφουγκραζόταν το ξέσπασμα του πολέμου. Οι συχνότητες των ραδιοκυμάτων μετέδιδαν ανακοινωθέντα πολεμικών επιχειρήσεων, πρωθυπουργικά διαγγέλματα, μελωδίες βαλς, μουσικές δωματίου, αλλά και τσάρλεστον. Αυτή την ατμόσφαιρα φιλικών συγκεντρώσεων, διακοπτόμενων από έκτακτα γεγονότα, ανακαλούν οι κατασκευαστές των σύγχρονων συσκευών mp3 και σχεδιάζουν φορτιστές σε σχήμα παλιού ραδιοφώνου.

Η αύρα των πρώτων τηλεοράσεων των 60s αλλά και τα παιχνίδια στα σφαιριστήρια της εποχής επιστρέφουν στα σύγχρονα γκάτζετ των γαλλικών εταιρειών. Η τάση ρετρό-τέκνο την οποία παρουσιάζουν υποστηρίζουν ότι προσθέτει λίγη φαντασία στην καθημερινότητα. Και κάτι το εκκεντρικό από μια εποχή όπου το στυλ μετρούσε περισσότερο από την απόδοση.

Η μόδα του vintage χάι-τεκ εμφανίστηκε το 2012, με τις ραδιοφωνικές συσκευές και τις φωτογραφικές μηχανές. Ο καταναλωτής επιθυμεί να βρει σε ένα αντικείμενο τη γοητεία του παρελθόντος, ταυτόχρονα με την υπόσχεση για μελλοντικές εμπειρίες.

Η τάση του ρετρό-τέκνο στις συσκευές ντιζάιν απηχεί μια διευρυμένη τάση επαναφοράς της μνήμης κοινωνικών συνηθειών. Και συμπληρώνει την τάση της ανακύκλωσης, επανάχρησης υλικών, διαχείρισης φυσικών πόρων, μέριμνας για το περιβάλλον, κριτικής της αλόγιστης κατανάλωσης. Ετσι και στην Ελλάδα του κρίσιμου παρόντος γεννήθηκαν ομάδες νέων δημιουργών με καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα ανοιχτά σε πολλές κατευθύνσεις. Μουσικοί παραγωγοί όπως οι Imam Baildi ανακατασκευάζουν λαϊκές επιτυχίες των 60s, αφού πρώτα τις αναμείξουν και τις επεξεργαστούν σε μια ηλεκτρονική κονσόλα ήχου με άλλες μουσικές, έθνικ ή εγχώριες, ποπ ή παραδοσιακές. Το αποτέλεσμα είναι αυτό που δείχνει και το μέτρο της επιτυχίας τους κάθε φορά που τα αδέλφια Ορέστης και Λύσανδρος Φαληρέας προσαρμόζουν το παλιό μουσικό κομμάτι για ένα λάιβ σε ανοιχτούς χώρους, καλώντας κι άλλους μουσικούς και τραγουδιστές για να δουλέψουν από κοινού μαζί τους τη σύνθεση του νέου ακούσματος.

Το δίδυμο Ελενα Χαντζή και Μαριλένα Κόντου βρίσκεται πίσω από την ετικέτα Lαv Unused. Αρχιτέκτονας η πρώτη, γραφολόγος η άλλη, ξεκίνησαν να εντοπίζουν vintage ρούχα. Για να κάνουν τη διαφορά από τις άλλες αθηναϊκές ομάδες που οργανώνουν μπαζάρ με μεταχειρισμένα κομμάτια, υποστηρίζουν την τάση «παλιό, αλλά αφόρετο». «Βρίσκουμε παλιά ρούχα καλής ποιότητας, κυρίως στη Ρώμη, αλλά και σε καταστήματα στην Αθήνα από αυτά που κλείνουν. Το σκεπτικό μας είναι να εντοπίζουμε τις καλές ποιότητες χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση σε δεκαετίες, ακολουθώντας την τάση της μόδας κάθε φορά που κάνει αναδρομές σε περασμένα στυλ» εξηγεί η Ελενα Χαντζή. «Είναι κρίμα να υπάρχει απόθεμα ρούχων και να μην το φοράμε και να αγοράζουμε τα σημερινά, κακά σε ποιότητα, αντίγραφά τους. Αν χρειαστεί, κάνουμε μικρές μετατροπές στο μήκος, στα μανίκια ή στα πέτα, για να τα προσαρμόσουμε στο σύγχρονο ύφος, ώστε να μη δείχνουν ξεπερασμένα, αλλά πρωτότυπα όμορφα. Η ιδέα του ονόματός μας και της ορθογραφίας του (άλφα ελληνικό στην αγγλική ονομασία του Αχρησιμοποίητου Ερωτα) δείχνει ότι είμαστε από την Ελλάδα και ότι ήταν μια σκέψη που γεννήθηκε στην κρίση». Τα Lαv Unused δεν έχουν σταθερό σημείο πώλησης, αλλά μετακινούνται σε χώρους της πόλης, από ταράτσες έως άδεια καταστήματα, σαν μικρά γεγονότα με χαρακτήρα σόου μόδας και συνεύρεσης φίλων. «Η ιδέα μας γεννήθηκε μέσα στην κρίση, εξυπηρετεί την ανάγκη μας να ασχολούμαστε με τη μόδα βρίσκοντας όμορφα κομμάτια των 5, 10, 20 ευρώ που έχουν πάνω τους ακόμη την ετικέτα της φίρμας τους».

Η νέα στάση της ελληνικής δημιουργικότητας απέναντι στο παρελθόν βλέπει χωρίς ενοχές συνήθειες και νοοτροπίες ταυτισμένες με την προ-λάιφσταϊλ εποχή. Οι ντιζάινερ Χριστίνα Κοτσιλέλου και Θάνος Καραμπάτσος δουλεύουν με σύμβολα, μνήμες, ήθη και έθιμα για να σχεδιάσουν χρηστικά αντικείμενα, έπιπλα, καθημερινά σκεύη, διακοσμητικά είδη της συλλογής τους Greece is for Lovers. Οπως το νέο τους μικροέπιπλο Got Milk? (Πήρες Γάλα;). Το αρχέτυπο για το σκαμνί από λευκό μάρμαρο με μαξιλάρι από λευκό τρίχωμα κατσίκας και δερμάτινης ζώνης με μεταλλική αγκράφα είναι το ξύλινο χαμηλό σκαμνί που χρησιμοποιούσαν οι κτηνοτρόφοι όταν άρμεγαν τις αγελάδες.

Οι χειρωνακτικές πρακτικές και οι σύγχρονες τεχνολογίες ανακύκλωσης, που ξεκίνησαν οι βραζιλιάνοι αρχιτέκτονες Ουμπέρτο και Λεόν Καμπάνας στο εργαστήριό τους μαζί με φοιτητές αρχιτεκτονικής για τον ανασχεδιασμό του ξενοδοχείου Olympic Palace, ήταν η αφετηρία μιας δημιουργίας επίπλων που συμπληρώνουν τον χαρακτήρα του New Hotel της Φιλελλήνων. Τα έπιπλα προέκυψαν από την επεξεργασία του αποθέματος καθισμάτων του παλαιού ξενοδοχείου του ’60.

Και πρόσφατα, ο αρχιτέκτονας Ανδρεας Αγγελιδάκης επιμελήθηκε τον χώρο εκδηλώσεων και βιβλιοθήκης της 8ης Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης στο Βερολίνο, σχεδιάζοντας έναν χώρο στολισμένο με χειροποίητα, υφαντά παραδοσιακά χαλιά και μια γκραβούρα εποχής. Το Crash Pad, όπως λέει ο ίδιος ο δημιουργός της εγκατάστασης, «αποτελείται από αυθεντικά ελληνικά χαλιά του 19ου αιώνα, αρχαιοελληνικούς κίονες από φελιζόλ σαν αυτούς που διακοσμούσαν τα ελληνικά εστιατόρια της ομογένειας. Είναι ένα σχόλιο που ξεκινά από την αισθητική της Ελλάδας του ’70, τότε που διακοσμούσαν τα σπίτια τους για να φαίνονται παραδοσιακά με μπακίρια και υφαντά. Είναι η εποχή κατά την οποία ξεκίνησε η πετρελαϊκή κρίση και μας οδήγησε στο παρόν της Ελλάδας. Της χώρας που η νεότερή της Ιστορία ξεκίνησε ανάμεσα στα χαλάσματα αρχαίων ερειπίων, όταν οι Ελληνες της Διασποράς συγκατοίκησαν με τους αγρότες πολεμιστές του στρατηγού Κολοκοτρώνη».