Η πρωθιέρεια του αστικού τραγουδιού Βάνου, που «έφυγε» αυτή την εβδομάδα, δεν ήταν απλώς ακόμη μία φωνή, αλλά το πρόσωπο που πήρε μαζί του μια ολόκληρη εποχή εικόνων και ερμηνευτικών επιδόσεων, από ελαφρολαϊκό μέχρι τζαζ

Εναν χρόνο πριν από τους Ολυµπιακούς Αγώνες της Αθήνας, σε µικροµεσαίο σκυλάδικο της οδού Κωνσταντινουπόλεως γύρω στις τρεις το πρωί (συνοδεία ενός δαιµονισµένου συνθεσάιζερ) η Τζένη Βάνου εµφανιζόταν και ερµήνευε µε κάποια µελαγχολία τη «Σκλάβα» σε µουσική Γιώργου Μουζάκη.

Για έναν περίεργο λόγο, το απείθαρχο κοινό σιωπούσε και η εικόνα έμοιαζε να εγκιβωτίζει μια ολόκληρη εποχή που είχε περάσει ανεπιστρεπτί. Η Τζένη Βάνου που μας άφησε για πάντα την περασμένη Τετάρτη, στα 75 της χρόνια, κατάφερε να την εκφράσει με τον πιο ολοκληρωμένο ερμηνευτικά τρόπο και να γίνει η ιέρειά της. Ποια εποχή;

Μιλούμε για τα ύστερα μεταπολεμικά χρόνια που το λεγόμενο «ελαφρό» τραγούδι, οι δημιουργοί του και οι ερμηνευτές του έγραψαν τη δική τους σελίδα ή, μάλλον, άνθισε το δικό τους κλαδί στο ρευστό τότε (αλλά με κάποιο κώδικα ακόμη) μουσικό τοπίο.

Για να αντιληφθούμε το ειδικό βάρος της Τζένης Βάνου ως ερμηνεύτριας (υψηλή τονική ακρίβεια, σπάνιο μέταλλο, εκφραστικότητα και ψηλές νότες σπουδαίες) –τα τραγούδια που μας άφησε, και πολλά από αυτά αποδείχθηκαν βραδύκαυστα, ακόμα και σήμερα ανακαλύπτονται από το νεότερο κοινό (ακούστε τη διασκευή της μεγάλης επιτυχίας της «Ξέρω δυο μάτια γαλανά» από τους Micro) –χρειάζεται μια αποσαφήνιση.

Η έννοια του ελαφρού δεν έχει ούτε μουσικολογική ούτε κοινωνιολογική τεκμηρίωση. Είναι ένας όρος που αποτυπώνει με μια δόση αυθαιρεσίας μία σειρά συγκερασμών, μιμητισμών και χρωμάτων που τον δεχόμαστε για να συνεννοούμαστε.

Για την ακρίβεια, το ελαφρό αστικό τραγούδι που ξεκινάει από τον Αττίκ, τον Χαιρόπουλο, τον Νίκο Χατζηαποστόλου και άλλους προπολεμικά υπηρετώντας και το θέατρο ή την οπερέτα της εποχής, σημειώνει τους δικούς του μετασχηματισμούς μεταπολεμικά. Είναι ένα τραγούδι, τότε συνοδευτικό, και δεν είναι «το ψωμί και το νερό» για τον κόσμο όπως το ηγεμονικό λαϊκό τραγούδι της εποχής, που ακουμπάει το νεύρο και τις ανάγκες της εποχής.

Εδώ, μεταπολεμικά και με το μπόλιασμα του εκσυγχρονισμού της επιθεώρησης αλλά και μιας μίμησης της δυτικής μουσικής ως αποτέλεσμα και της ανόδου των νέων μικρομεσαίων στρωμάτων, νέοι μαέστροι τότε ή συνθέτες παράλληλα με τη λαϊκή τους κατάθεση (ας θυμηθούμε πως ο ελαφρός συνθέτης Γιάννης Κωνσταντινίδης γράφει ως Κώστας Γιαννίδης λαϊκά τραγούδια όπως «Τα νέα της Αλεξάνδρας») φτιάχνουν ένα, παράλληλο στο λαϊκό ρεύμα, λόγιο είδος βασισμένοι κυρίως στις κλίμακες ματζόρε ή μινόρε (και ποτέ ουσάκ ή χιτζάζ όπως το λαϊκό).

Σε αυτό το φόντο, λίγο πριν από το 1960, η νεαρή τότε Ευγενία Βραχνού συμμετέχει στη χορωδία του συνθέτη Αλέκου Παναγιωτόπουλου και στην ηχογράφηση του κομματιού «Θυμήσου» με τον Νίκο Γούναρη. Εκεί, υπάρχει κάποιος που πρωτοδιακρίνει μέσα στα πολλά κορίτσια το χρώμα, το βιμπράτο, το ταλέντο της μικρής από το Μοσχάτο. Αυτός είναι ο Μίμης Πλέσσας που λίγο αργότερα, στα τότε ραδιοφωνικά «Κυριακάτικα Πρωινά» που έκανε μαζί με τον κονφερανσιέ και στιχουργό Γιώργο Οικονομίδη και τη Ρένα Ντορ, της προτείνει να πάει στην Κρατική Ραδιοφωνία.

Η Ευγενία Βραχνού μετονομάζεται από τον επίσης ελαφρό μαέστρο και συνθέτη Γεράσιμο Λαβράνο και ως Τζένη Βάνου πια βρίσκεται να συμπράττει με τον Κώστα Γιαννίδη (ή Γιάννη Κωνσταντινίδη όπως είπαμε) στο πιάνο, τον Μίμη Πλέσσα αλλά και με τη μεταπολεμική χορεία των ελαφρολαϊκών Μουζάκη, Μωράκη, Καπνίση. Εδώ, προσθέστε τη σύμπραξή της με τον Τώνη Μαρούδα το 1959 και το Τρίο Μορένο στο κομμάτι «Κάπου υπάρχει η αγάπη μου». Για να ξετυλιχθεί κάπως το μπλεγμένο μουσικό κουβάρι τάσεων, συμπράξεων σε μια κοινωνία που διέσωζε μια προφορικότητα και ακόμη υπήρχαν κάποια προϊντερνετικά στεγανά, ας δούμε κάτι:

Σημειώνεται τότε ένα παράλληλο μουσικό εγχείρημα στο φόντο μιας Ελλάδας που ψάχνει τα κομμάτια της κατά τη δεκαετία του ’50, όταν το λαϊκό τραγούδι γνωρίζει τα χρυσά του χρόνια. Αυτό της τζαζ (με πρόδρομο ήδη από τα μέσα του ’40 τον Γιάννη Σπάρτακο).

Με πρωτεργάτη, πάντα, τον Μίμη Πλέσσα και τον κιθαρίστα Τίτο Καλλίρη (που έφυγε προσφάτως) ήδη τότε παρουσιαζόταν το μοντέρνο Κουαρτέτο τους στον Ραδιοσταθμό Αθηνών, ενώ μετά το 1960 (και παράλληλα με τη συνθετική πληθωρική παρουσία του Πλέσσα σε κινηματογραφικά ή στη δισκογραφία) αρχίζουν πιο πυκνά οι πρώτες τζαζ ηχογραφήσεις στη χώρα με μια πλειάδα τραγουδιστριών όπως η Μαίρη Λω, η Ζωή Κουρούκλη, η Νάνα Μούσχουρη και, βέβαια, η Τζένη Βάνου.

Ετσι, η μικρή από το Μοσχάτο που τραγουδάει σχεδόν κρυφά από τον πατέρα της αρχίζει μια ξέφρενη πορεία που συμπυκνώνει πολλές από τις αντινομίες της εποχής. Ας σκεφτούμε πως εκεί, στα μέσα του ’60, έχουμε την άνοδο των μικροαστικών στρωμάτων και τις πρώτες μεταβολές των συλλογικών συμπεριφορών. Εχουμε μια πρώιμη στροφή στον καταναλωτισμό, ως απόηχο και ενός μιμητισμού που μετακενώνει ο κινηματογράφος. Και έχουμε μια άναρχη ανοικοδόμηση και μια πρώτη προοπτική για το διαιρεμένο ακόμη από τον Εμφύλιο πλήθος.

Εκεί στα μέσα του ’60 έχει συντελεστεί ήδη η «επανάσταση του έντεχνου» με τον «Επιτάφιο» του Μίκη Θεοδωράκη, ενώ ο Τάκης Β. Λαμπρόπουλος αποφασίζει να διώξει τους λαϊκούς συνθέτες από την ηγεμονική Columbia ποντάροντας στους νέους έντεχνους δημιουργούς. Παράλληλα και βαθμιαία τα παλιά ταβερνάκια ή νυχτερινά κέντρα τύπου Τζίμη του Χοντρού, Τριάνα, Φαληρικόν, δίνουν σιγά σιγά τα ηνία στις μεγάλες πίστες, που αναδύονται εκφράζοντας και μια συνολική μεταβολή στη νύχτα: Νεράιδα, Φαντασία, Δειλινά, καλάθια με λουλούδια και τα πρώτα θεμέλια μιας μαζικής νυχτερινής διασκέδασης.

Οι ελαφρολαϊκοί μαέστροι παίρνουν την πρωτοκαθεδρία από τους μπουζουξήδες στα προγράμματα της νύχτας και το μεταπολεμικό συμπαγές λαϊκό δείχνει να υποχωρεί ή να μετασχηματίζεται και αυτό, εκεί, στα τέλη του ’60 (ήδη ο Καζαντζίδης έχει αποσυρθεί από τη νύχτα το 1965).

Σε αυτό το μεταίχμιο η Τζένη Βάνου που τραγούδησε πρώτη φορά μπροστά σε κοινό το 1964, όταν με το κομμάτι του Πλέσσα «Τώρα» αποσπά το Α’ βραβείο στο Φεστιβάλ Ελαφράς Μουσικής της Θεσσαλονίκης, καταφέρνει να εξελιχθεί σε ηγεμονικό πρόσωπο του γεφυρώματος των δύο κόσμων ή ενός νέου υβριδικού ρεύματος, που ενοποιεί στοιχεία και από το λαϊκό και από το μεταπολεμικό ελαφρό. Δεν είναι τυχαίο ότι μερικά από τα πιο εμβληματικά σουξέ της νέας νύχτας είναι δικά της: «Χίλιες βραδιές», «Αν είναι η αγάπη αμαρτία», «Σταγόνα σταγόνα». Παράλληλα τα ντουέτο της με τον Γιάννη Βογιατζή και οι διαδοχικές επιτυχίες της κάνουν τη Νάνα Μούσχουρη να πει: «Αν είχα τη φωνή της Τζένης θα είχα πετύχει ακόμη περισσότερα στην καριέρα μου» (η Βάνου θα την αντικαταστήσει στο «Τζάκι» της Ρηγίλλης με μεγάλη επιτυχία), ενώ στις αρχές του ’70 πια η Βάνου αφήνει πίσω με άνεση τη χορεία των άλλων ελαφρολαϊκών τραγουδιστριών όπως η Ζωίτσα Κουρούκλη, η Κλειώ Δενάρδου, η Νάντια Κωνσταντοπούλου (πολλές από αυτές θα τις βρούμε στις αλήστου μνήμης «γιορτές» της χούντας στο Καλλιμάρμαρο) γεμίζοντας την καλοκαιρινή Νεράιδα.