Προσεγγίζοντας τη Μύκονο, το τουριστικό σκάφος «Rafael Dream» προδόθηκε από τις μηχανές του. Επλεε ακυβέρνητο, με τους ανέμους των επτά μποφόρ να το σπρώχνουν στα βράχια. Στο χειριστήριο βρισκόταν ο 54χρονος τότε Αντώνης. Στα δύο πατώματα του σκάφους, στις καμπίνες και στην κουζίνα έκρυβε 57 κούρδους πρόσφυγες. Ηταν η δεύτερη διακίνηση στην οποία συμμετείχε. Ενα παράνομο ταξίδι που οδήγησε στις 14 Ιουνίου του 2001 σε ναυάγιο με νεκρούς και αγνοουμένους.

Ο χειριστής του σκάφους αφού αρχικά διέφυγε με φουσκωτό συνελήφθη στην Αθήνα, δικάστηκε και φυλακίστηκε. Εδώ και δύο χρόνια έχει αφεθεί ελεύθερος και ζει σε μια μικρή γκαρσονιέρα που νοικιάζει στη Χίο, τον τόπο καταγωγής του. Αρκετοί στο νησί γνωρίζουν για το παρελθόν του, αν και αποφεύγει να μιλάει ανοιχτά γι’ αυτό. Μόνο στους συγκρατουμένους του διηγούνταν την ιστορία του. Την ίδια ιστορία που δέχτηκε να πει και στα «ΝΕΑ».

«Μετάνιωσα. Παρασύρθηκα από το χρήμα. Δεν αξίζει τον κόπο όσα και να πάρεις, ό,τι προβλήματα και να ‘χεις, να μπλέξεις σε τέτοιες καταστάσεις», λέει ο 67χρονος σήμερα. Ζήτησε να μη δημοσιευθεί το αληθινό του όνομα και το πρόσωπό του, αλλά ηχητικό αρχείο με αλλοιωμένη τη φωνή του έχει αναρτηθεί αριστερά του κειμένου στην ιστοσελίδα των «ΝΕΩΝ».
Από το 1997 μέχρι και το ναυάγιο του Αντώνη το 2001 οι διακινητές είχαν εγκαταλείψει 14.000 ανθρώπους σε βραχονησίδες και ερημικές ακτές του Αιγαίου. Τότε οι ελληνικές Αρχές δεν κρατούσαν στατιστικά στοιχεία με τους μετανάστες που πέθαιναν προσεγγίζοντας τη Δύση. Η οργάνωση Νεολαία Ενάντια στον Ρατσισμό στην Ευρώπη υπολόγιζε εκείνη την περίοδο τους νεκρούς στο Αιγαίο ή στα χερσαία σύνορα σε 200. Σήμερα το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Αμνηστίας υπολογίζει σε τουλάχιστον 136 τους μετανάστες που πνίγηκαν στο Αιγαίο από τον Αύγουστο του 2012. Σε εξέλιξη βρίσκεται και η έρευνα από το Ναυτοδικείο Πειραιά για τις συνθήκες θανάτου 12 μεταναστών στο Φαρμακονήσι. Οι επιζήσαντες κατηγορούν το Λιμενικό για επαναπροώθηση στην Τουρκία και πρόκληση ναυαγίου. Το Λιμενικό Σώμα αρνείται τις κατηγορίες.
Ο Αντώνης μπαρκάρισε πρώτη φορά στα 15 του. Δούλεψε σε φορτηγά πλοία που μετέφεραν κάρβουνο, καλαμπόκι και σιτάρι. Εκανε και έξι μήνες πάνω σε γκαζάδικα. Βγήκε στη σύνταξη στα 49 του έτη, αξιοποιώντας νομοθεσία της εποχής που επέτρεπε τη συνταξιοδότηση ανεξαρτήτως ηλικίας σε όσους είχαν συμπληρώσει 23 χρόνια σε πλοία με ελληνική σημαία. Τότε, έπαιρνε 113.000 δραχμές τον μήνα. Παντρεμένος, χωρισμένος και με παιδιά, αποφάσισε να μεταναστεύσει με τα χρήματα που είχε στη Βενεζουέλα.

«Εμεινα εκεί λίγα χρόνια και δούλευα ψυκτικός. Πήγαινα καλά, μέχρι το 1999 και τις μεγάλες πλημμύρες» λέει. Στη φυσική καταστροφή που έπληξε τότε τη χώρα της Νότιας Αμερικής σπίτια καταποντίστηκαν και χιλιάδες άνθρωποι πνίγηκαν στη λάσπη. «Εχασα τα πάντα. Επεσαν τα βουνά. Ούτε τον δρόμο βρήκα που πήγαινε στο μαγαζί μου. Μετά αυξήθηκε και η εγκληματικότητα. Δεν μπορούσα να επιβιώσω και επέστρεψα στην Ελλάδα» αναφέρει ο χιώτης ναυτικός.

ΟΙ ΑΠΩΛΕΙΕΣ. Βρήκε δουλειά στο Πασαλιμάνι. Φρόντιζε το σκάφος έλληνα εφοπλιστή για λίγες ώρες καθημερινά και μηνιαία αμοιβή 50.000 δραχμές. Εκεί τον προσέγγισαν οι μεσάζοντες, ένας Ελληνας και ένας Αλβανός, όπως θυμάται. Εψαχναν κάποιον με δίπλωμα σκάφους. Πέρα από αυτούς, παρόμοιες δουλειές κανόνιζαν Ρώσοι, Ρουμάνοι και Πακιστανοί. «Δεν τους ήξερα προσωπικά. Ερχονταν κάθε τόσο, ρωτούσαν διάφορα για το κότερο, για εμένα. Ψάρεψαν να δουν ποιος είμαι και τι κάνω και ύστερα από τρεις εβδομάδες αμόλησαν το μυστικό» λέει. Του έδωσαν δύο εκατομμύρια δραχμές μπροστά για να παραλάβει μετανάστες από την Τουρκία και του υποσχέθηκαν άλλο 1,5 εκατομμύριο με την παράδοσή τους.

Το ποσό ήταν το ίδιο, λέει ο Αντώνης, ανεξαρτήτως του αριθμού των μεταναστών. Οσοι αναλάμβαναν τη μεταφορά ποτέ δεν ταξίδευαν μόνοι. Ο καπετάνιος είχε πάντα στο πλευρό του έναν βοηθό ο οποίος έπαιρνε ένα εκατομμύριο δραχμές. Δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους εκ των προτέρων. Οι επικεφαλής φρόντιζαν να βάζουν αγνώστους στα δύο πόστα.

ΟΙ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ. Τον Μάρτιο του 2000 ο Αντώνης έκανε την πρώτη του μεταφορά. Νοίκιασε ιστιοπλοϊκό, παρέλαβε 25 ανθρώπους από την Τουρκία, ανάμεσά τους δύο παιδιά και τέσσερις γυναίκες, και τους άφησε στην Αθήνα. Στη διαδρομή δεν τον ενόχλησε κανείς. «Φοβόμουν μη με πιάσουν. Αλλά δεν υπήρχαν τότε πολλά λιμενικά σκάφη. Αργότερα εξοπλίστηκαν με καταδιωκτικά. Και στην Τουρκία δεν νοιάζονταν. Ηθελαν να διώξουν τους Κούρδους από το έδαφός τους» λέει. Ο άνθρωπος στον οποίο παρέδωσε το σκάφος με τους μετανάστες δεν ήταν εκείνος με τον οποίο είχε κλείσει τη συμφωνία. Μαζί κανόνισαν όμως την επόμενη μεταφορά.
Στο δεύτερο ταξίδι, έναν χρόνο αργότερα, παρέλαβε 57 ανθρώπους από την Τουρκία. Το σκάφος ήταν αυτήν τη φορά γιοτ με δύο πατώματα που έδενε συνήθως στον Φλοίσβο. Η αμοιβή ίδια. Μέχρι τη Μύκονο πήγαιναν καλά, ώσπου έσβησαν λόγω βλάβης οι δύο μηχανές. «Πρώτο μέλημα ήταν να προσαράξω σε έναν κόλπο να δω τι πρόβλημα είχαμε. Δεν ειδοποίησα το Λιμενικό γιατί φοβόμουν τη φυλακή, θα πήγαινα μέσα κατευθείαν» αναφέρει. Ο καιρός τον οδηγούσε προς τη βραχονησίδα Χταπόδια. «Οταν έχει θάλασσα έρχονται κατά πάνω σου κάτι κύματα θηρία, γύρω στα τέσσερα – πέντε μέτρα. Σε ένα απότομο κατέβασμα δεν άντεξε το αγκυροβόλιο, έσπασε και προσάραξα στα βράχια» προσθέτει ο 67χρονος.
Σύμφωνα με τη δική του εκδοχή για τα γεγονότα που ακολούθησαν, ήρθε με φουσκωτό κάποιος να τον βοηθήσει καθώς ο επικεφαλής της διακίνησης δεν απαντούσε στην Αθήνα. Τον άφησαν στον Αϊ-Γιάννη της Μυκόνου και από εκεί έφυγε με το πλοίο της γραμμής για Πειραιά. Η Ασφάλεια τον βρήκε και τον συνέλαβε σε σπίτι συγγενικού του προσώπου στην Καλλιθέα. Την επομένη «ΤΑ ΝΕΑ» έγραψαν ότι έως τα μεσάνυχτα είχαν ανασυρθεί νεκροί έξι άνθρωποι, πέντε άντρες και μία γυναίκα από το σημείο του ναυαγίου. Αλλοι τέσσερις αγνοούνταν. Το σκάφος τους είχε τσακιστεί στα βράχια και οι μετανάστες προσπάθησαν να φτάσουν στη βραχονησίδα κολυμπώντας. Οσοι διασώθηκαν κρατήθηκαν αρχικά στο Λιμεναρχείο και έπειτα παρέμειναν φρουρούμενοι στο ξενοδοχείο Ανω Μερά. Ο βοηθός τού Αντώνη συνελήφθη από το Λιμενικό. Δεν ήταν η πρώτη φορά που και αυτός συμμετείχε σε διακίνηση μεταναστών.

Παρότι δηλώνει ότι έχει μετανιώσει για τις πράξεις του, ο Αντώνης υποστηρίζει και σήμερα ότι όταν εγκατέλειψε το σκάφος δεν άφησε πίσω του πνιγμένους. «Εγώ 57 πήρα, 57 μέτρησα» τονίζει. «Δεν πήρα ποτέ λεφτά από αυτούς. Δεν εκμεταλλεύτηκα κανέναν. Ελεγα φτωχούς ανθρώπους κουβαλάω. Πληρωνόμουν από εκείνους που με έστελναν. Με αυτούς δεν είχα να κάνω τίποτα, άσχετα αν εκείνοι έπρεπε να πληρώσουν άλλους. Οπως και να το κάνεις αυτό που έκανα ήταν παράνομο. Κακώς έγινε. Ηταν η συγκυρία. Βρέθηκα στην ανάγκη».

ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ. Καταδικάστηκε σε 10ετή κάθειρξη η οποία έγινε 25ετής έπειτα από αίτηση του εισαγγελέα Σύρου για αναίρεση ποινής. Εκανε φυλακή στη Χίο και στη Χαλκίδα. Θυμάται ότι στη Χίο 17 συγκρατούμενοί του είχαν καταδικαστεί για διακίνηση μεταναστών. Δεν ήταν όλοι «γνώστες της δουλειάς» όπως λέει. «Θυμάμαι ότι υπήρχε και κάποιος που δούλευε στα πλοία ως μάγειρας και όταν προσπάθησε να μεταφέρει κόσμο έκανε κύκλους σε Τζια και Κύθνο ψάχνοντας τον δρόμο για την Αθήνα» προσθέτει.
Κατάφερε με τα χρόνια να προσαρμοστεί στη φυλακή. «Ημουν ναυτικός και είχα μάθει στη μοναξιά. Αυτό με βοήθησε. Είχα μάθει στην κλεισούρα» σημειώνει. Σήμερα, υποστηρίζει ότι δεν έχει καταφέρει να ενταχθεί στην κοινωνία. Για τα επόμενα δέκα χρόνια πρέπει να εμφανίζεται στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής του. Τον έχουν εγκαταλείψει, όπως υποστηρίζει, φίλοι και σχέσεις. «Εδώ, η Χίος είναι μικρό μέρος» λέει. «Ο ένας με τον άλλο τα μιλάνε. Ξέρουν την ιστορία μου».

Οι αμοιβές έμειναν ίδιες

Στα 13 χρόνια που πέρασαν από τότε που ο συνταξιούχος χιώτης ναυτικός μετέφερε παράνομα μετανάστες από την Τουρκία στην Ελλάδα δεν έχουν αλλάξει πολλά στα δρομολόγια των διακινητών. Οι κολπίσκοι όπου αποχαιρετούν και υποδέχονται τους μετανάστες μετατοπίζονται ανάλογα με το πού σφίγγει ο κλοιός των λιμενικών περιπολιών. Τα ποσά που λαμβάνουν οι χειριστές των σκαφών είναι σχεδόν τα ίδια. Η απειρία κάποιων διακινητών είναι και σήμερα σε ορισμένες περιπτώσεις εμφανής. Και στις θάλασσες εξακολουθούν να πνίγονται άνθρωποι.

Στις 15 Νοεμβρίου 2013 το ταχύπλοο «Αλκυόνη» αναποδογύρισε στην Πάλαιρο Αιτολοακαρνανίας προτού αναχωρήσει για Ιταλία. Δώδεκα άνθρωποι πνίγηκαν τότε στο Ιόνιο. Οι ντόπιοι που γνωρίζουν τους έλληνες διακινητές που συνελήφθησαν λένε ότι δεν είχαν σχέση με τη θάλασσα. Φαίνεται άλλωστε από το γεγονός ότι προκάλεσαν τη μετατόπιση φορτίου της βάρκας που οδήγησε ανθρώπους

στον πνιγμό.

Αλλά και ο τρόπος που προσέγγισαν τον οδηγό τους ήταν παρόμοιος με εκείνον που ακολούθησαν με τον Αντώνη οι μεσάζοντες στο Πασαλιμάνι. Ο παλαιστίνιος F.S., οδηγός της βάρκας στην Πάλαιρο, δήλωσε κατά την ανάκρισή του μετά το δυστύχημα ότι τον είχαν πλησιάσει μετανάστες από Τυνησία και Μαρόκο στην Αθήνα, στο καφενείο όπου σύχναζε. Του έταξαν 5.000 ευρώ για να μεταφέρει κόσμο στην Ιταλία, περίπου όσα έπαιρνε το 2000 και ο Αντώνης.