Ενας ζωγράφος που έχει βάλει στόχο του να εξαπατήσει τους ειδικούς. Ενας πατέρας μόνος που χρειάζεται χρήματα για να μεγαλώσει τα παιδιά του. Ενας αποτυχημένος καλλιτέχνης που «εκδικείται» τους κριτικούς τέχνης που τον απέρριψαν και καταφέρνει να καμαρώσει τις δημιουργίες του στους τοίχους μεγάλων μουσείων. Ενας δημιουργός που τόλμησε να εξαπατήσει τον στενότερο συνεργάτη του Χίτλερ. Και ένας διπολικός που όταν δεν νοσηλεύεται σε κλινικές, γυρίζει από μουσείο σε μουσείο ντυμένος ως ιερέας και δωρίζει έργα από την προσωπική του συλλογή. Οι ζωές τους γεμάτες ίντριγκες, πάθη, αγωνία και πολύ, μα πάρα πολύ χρήμα. Το τέλος τους ανάλογο: ανεξιχνίαστες δολοφονίες, αυτοκτονίες, θανατηφόρα εμφράγματα λίγο προτού περάσουν το κατώφλι της φυλακής.

Θα μπορούσαν να είναι οι πρωταγωνιστές μιας κινηματογραφικής κωμωδίας ή μιας περιπέτειας με σουρεαλιστικές πινελιές. Είναι όμως και οι πέντε πρόσωπα υπαρκτά που άφησαν το σημάδι τους στις σκοτεινές σελίδες της Ιστορίας της Τέχνης του 20ού αιώνα. Και τώρα βγαίνουν για πρώτη φορά όλοι στα φώτα της δημοσιότητας ως πρωταγωνιστές της έκθεσης «Με πρόθεση να εξαπατήσουν», που άνοιξε χθες στο μουσείο του Σπρίνγκφιλντ της Μασαχουσέτης και θα ταξιδέψει από το Οχάιο έως την Οκλαχόμα.

Με την πρώτη ματιά οι τοίχοι του μουσείου είναι γεμάτοι με 60 και πλέον έργα Πικάσο και Μοντιλιάνι, Βερμέερ και Ματίς. Μια δεύτερη –πιο προσεκτική –όμως δεν αποκαλύπτει απλώς επιδέξια χέρια, εύστροφα μυαλά που επινοούν διαρκώς νέες λύσεις για να ξεγελάσουν και το πιο έμπειρο μάτι και παρασκήνιο που γοητεύει. Αποκαλύπτει και έναν κόσμο απάτης, μαύρου χρήματος και περιφρόνησης της πρωτότυπης δημιουργίας, καθώς πρόκειται για πλαστά έργα με ελάχιστα ενδιάμεσά τους αυθεντικά ώστε να κάνει ο επισκέπτης τη σύγκριση.

Σελίδα πρώτη τούτης της παράδοξης ιστορίας. Βρισκόμαστε στις αρχές του 20ού αιώνα. Ο Ολλανδός Χαν βαν Μέεγκερεν κάνει όνειρα. Θέλει να γίνει ζωγράφος. Τα πρώτα του βήματα είναι θετικά. Γρήγορα όμως το στυλ του θεωρείται ξεπερασμένο και «κατηγορείται» ότι μιμείται το ύφος των μεγάλων δασκάλων. Ο νεαρός καλλιτέχνης που έχει εθιστεί σε έναν ακριβό τρόπο ζωής στο μεταξύ αποφασίζει να βγάλει τα προς το ζην φτιάχνοντας πλαστούς Βερμέερ. Στην αρχή δεν καταφέρνει να πείσει. Και τότε συλλαμβάνει τη μεγάλη ιδέα. Να δημιουργήσει μια άγνωστη, πρώιμη, περίοδο του Βερμέερ με θρησκευτικά θέματα.

Και αν με το θέμα μπορούσε να ξεγελάσει κάποιους –όχι όμως και τους ειδικούς που τον αντιμετώπιζαν με σκεπτικισμό -, υπήρχε και η τεχνική που μπορούσε να τον προδώσει. Γι’ αυτό ο Χαν βαν Μέεγκερεν επινόησε ένα κόλπο. Ανάμειξε βακελίτη στα χρώματά του ώστε το αποτέλεσμα να μοιάζει με τις παλιές ελαιογραφίες. Υστερα έβαζε τον πίνακα στον φούρνο και μετά τον τύλιγε ώστε να «σπάσει», σημάδι επίσης φθοράς και παλαιότητας. Αποτέλεσμα; Το «Δείπνο στους Εμμαούς» χαρακτηρίστηκε από τον ειδικό στην τέχνη του 17ου αιώνα Αμπραχαμ Μπρέντιους ως «αριστούργημα του Βερμέερ».

Μετά από αυτό δεν ήταν δύσκολο να εξαπατήσει και τον ισχυρότερο άνδρα του Γ’ Ράιχ μετά τον Χίτλερ, τον Χέρμαν Γκέρινγκ, ο οποίος απέκτησε έργο του. Αποτέλεσμα; Μετά το πέρας του πολέμου κλήθηκε να ζωγραφίσει μπροστά σε μάρτυρες ένα πλαστό έργο για να αποφύγει τη σκληρή τιμωρία που θα του επιβαλλόταν επειδή είχε «πουλήσει εθνικό θησαυρό στους ναζί». Τελικά το δικαστήριο τον καταδίκασε σε έναν χρόνο φυλάκιση για απάτη, αλλά λίγο προτού εκτίσει την ποινή του έπαθε δύο καρδιακά επεισόδια και πέθανε.

Σελίδα δεύτερη. Ως «μάστορας της απάτης» έχει μείνει στην Ιστορία ο Ελμίρ ντε Χόρι. Διότι δεν αρκέστηκε στο να αντιγράφει Ματίς και Μοντιλιάνι. Επλασε και ένα ολόκληρο παραμύθι που πουλούσε μαζί με τις δημιουργίες του. Ταπεινής καταγωγής από τη Βουδαπέστη, ο Ελμίρ ήδη σε ηλικία 21 ετών έχει στην πλάτη του καταδίκες για πλαστές επιταγές. Μετά το τέλος του πολέμου διαδίδει ότι κρατήθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Αρχίζει να αντιγράφει τον Πικάσο, όταν αποφασίζει να κάνει μια νέα αρχή στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στη Νέα Υόρκη πουλά όμως ένα μόνο έργο του, οπότε αρχίζει να αντιγράφει τους Ματίς και Μοντιλιάνι και ως «ξεπεσμένος αριστοκράτης» να τα πουλά υποστηρίζοντας ότι προέρχονταν από την προσωπική του συλλογή. Στους πελάτες του συγκαταλέγονται γκαλερί και μουσεία και παρά το ότι αρχίζουν οι διώξεις, εκείνος βλέπει έναν Ματίς του –τον πιο εύκολο καλλιτέχνη να αντιγράψεις, όπως έλεγε ο ίδιος –να εκτίθεται στο Ινστιτούτο Τεχνών του Ντιτρόιτ. Οταν ο κλοιός στενεύει, επιστρέφει στην Ευρώπη. Βλέπει τη ζωή του να γίνεται βιβλίο και ταινία και την ίδια ώρα όλους να ζητούν ένα πλαστό έργο από το χέρι του και όχι ένα πρωτότυπο δικό του, παρά τη φήμη του. Οταν πια μαθαίνει πως θα εκδοθεί από την Ισπανία στη Γαλλία με την κατηγορία της απάτης, αυτοκτονεί με υπνωτικά χάπια.