«Κάναμε αυτό που ποτέ δεν θα έπρεπε να κάνει κάποιος σε ένα σχολείο. Ηρθαμε καθυστερημένοι. Ζητώ συγγνώμη». Ηταν η πρώτη φράση που εκστόμισε ο υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάιερ με το που πήρε τον λόγο στο πάνελ με τους πιτσιρικάδες έλληνες συνομιλητές του, στον τελευταίο σταθμό της επίσκεψής του εδώ. Τους έστησε 20 λεπτά, αλλά τα 150 παιδιά της Γ’ Λυκείου από την Ελληνογερμανική Αγωγή, τη Γερμανική Σχολή και το Μουσικό Λύκειο Παλλήνης τον περίμεναν πολύ υπομονετικά στο αμφιθέατρο της Ελληνογερμανικής. Κάποιοι τσέκαραν και ξανατσέκαραν τα ήδη μουτζουρωμένα και υπογραμμισμένα σε πολλά σημεία χαρτιά τους, όπου είχαν σημειώσει τις ερωτήσεις που είχαν σκεφθεί να του κάνουν. Αλλοι ζητούσαν και βοήθεια από τη φράου Σέφε, την υπεύθυνη διδασκαλίας Γερμανικών στο σχολείο ως προς τη γλωσσική ορθότητα των διατυπώσεών τους. Ολοι άλλωστε δίνουν την εβδομάδα που μας έρχεται τις προφορικές εξετάσεις για το δίπλωμα της Διαρκούς Συνόδου των υπουργών Παιδείας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Deutsches Sprachdiplom der KMΚ) με το οποίο μπορούν να σπουδάσουν σε όποιο γερμανικό πανεπιστήμιο θέλουν. Αρα, η επίσκεψη της «φαιάς εξοχότητας» του Σρέντερ, όπως ήταν κάποτε το παρατσούκλι του Σοσιαλδημοκράτη Σταϊνμάιερ, ήταν μια τέλεια ευκαιρία για εξάσκηση.

Τον ρώτησαν –χωρίς δισταγμό αλλά με ευγένεια –για τα πάντα. Για την ανεργία, τα σκληρά μέτρα, τις αιτίες του γερμανικού οικονομικού θαύματος, τις προκαταλήψεις των συμπατριωτών του απέναντι στους Ελληνες, τα άσχημα σχόλια των γερμανικών ΜΜΕ περί ελληνικής προεδρίας, την Ευρώπη και πάει λέγοντας. Και παρότι είναι επαγγελματίας πολιτικός, ο χερ μινίστερ δεν δίστασε να γίνει και δυσάρεστος…

δυσκολες λυσεις. Στις ερωτήσεις για παράδειγμα για τα σκληρά μέτρα του Μνημονίου και το τεράστιο ποσοστό ανεργίας έφερνε ξανά και ξανά ως παράδειγμα τα μέτρα της Ατζέντας 2010, του σκληρού προγράμματος μεταρρυθμίσεων της αγοράς εργασίας, που είχε εφαρμόσει στη Γερμανία το SPD, για να εξηγήσει ότι δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις. «Αυτό που κάναμε είναι πολύ αντίστοιχο με αυτό που γίνεται οδυνηρά στην Ελλάδα για να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα». Και τόνισε –τι πρωτότυπο;! –ότι ένα ακόμη δάνειο δεν είναι λύση.

Προσπάθησε δε να τους εξηγήσει πώς η Γερμανία κατόρθωσε να γίνει οικονομική υπερδύναμη. Αν και διευκρίνισε ότι δεν μπορεί να γνωρίζει κανείς ποιος είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας επιτυχίας μιας οικονομίας, φρονεί ότι η επιλογή που έκανε πριν από 15 χρόνια να συνεχίσει να παραγάγει τα πάντα, «από αυτοκίνητα μέχρι βίδες» και να μη στραφεί εξ ολοκλήρου στις υπηρεσίες ήταν το κλειδί της επιτυχίας. «Δεν θα μπορούσαμε να ζήσουμε από τις υπηρεσίες των μηχανικών αν δεν υπάρχουν βιομηχανίες να παράγουν κάτι», είπε.

Με αφορμή την ερώτηση της Θεοδώρας αν η σημερινή πολιτική της Ενωσης είναι βιώσιμη, έδωσε και ένα μίνι μάθημα Ιστορίας. Η χρονιά άλλωστε προσφέρεται, μια και η Ευρώπη συμπληρώνει 100 χρόνια από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως επισήμανε. «Είναι σημαντικό να ξέρουμε γιατί δημιουργήθηκε η επιθυμία για συνύπαρξη μεταξύ των λαών της Ευρώπης στη δεκαετία του 1950», εξήγησε. «Οι ελλείψεις μόνο μέσω της συνεργασίας μπορούν τα αντιμετωπιστούν και στα χρόνια των ελλείψεων (σ.σ.: εννοεί τη δεκαετία του 1950) η σκέψη αυτή δεν ανήκε μόνο στους πολιτικούς, την μοιράζονταν και οι λαοί». Σε αντίθεση με σήμερα.

Η μικρή ιστορική αναδρομή τον οδήγησε αναπόφευκτα στην ανάγκη να τονώσει τον ευρωπαϊκό πατριωτισμό αυτών των παιδιών που γεννήθηκαν όχι απλώς μέσα στην Ενωση αλλά λίγο πριν από το ενιαίο νόμισμα. «Η δική μου γενιά είναι αυτή που βίωσε τη στιγμή που καταργήθηκαν τα σύνορα της Ευρώπης και τη στιγμή που με ένα νόμισμα μπορούσαμε να πληρώσουμε σε όλες τις χώρες» είπε και με μια δόση αυτοκριτικής, αναγνωρίζοντας ότι απέναντί του έχει την πρώτη γενιά που βλέπει το ευρωπαϊκό εγχείρημα με σκεπτικισμό, πρόσθεσε: «Πρέπει η γενιά μου να καταβάλει προσπάθειες για να νιώσει η δική σας γενιά ελπίδα για το μέλλον της ΕΕ».

ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ. «Θα πέσω θύμα προκαταλήψεων στη Γερμανία; Εχω ακούσει ότι έλληνες φοιτητές δεν βρίσκουν καν κατάλυμα» τον ρώτησε πολύ σοβαρά ο Θανάσης. Η απάντηση ήταν εξίσου υπεύθυνη. «Είναι καθήκον μου ως υπουργός Εξωτερικών να ενημερώνω τον κόσμο για άλλες χώρες όταν δεν γνωρίζει γι’ αυτές. Οι προκαταλήψεις αυτές είναι αποτέλεσμα παρανοήσεων επειδή δεν γνωρίζουν καλά τι συμβαίνει». Οσο για τα καταλύματα; Δήλωσε ότι δεν το έχει ξανακούσει.

Η συζήτησή τους κράτησε μόλις μία ώρα επειδή διαφορετικά ο υπουργός θα έχανε το αεροπλάνο, όπως του είπαν από τη συνοδεία του. Ετσι, στο τέλος χαιρέτησε εγκάρδια τα παιδιά ελπίζοντας «σε πέντε – έξι χρόνια –αν ξανασυναντηθούμε –να είναι καλύτερα τα πράγματα απ’ ό,τι σήμερα». Για να γίνει πραγματικότητα η ευχή του, αυτά θα πρέπει να έχουν αποφοιτήσει και να εργάζονται και εκείνος θα πρέπει να έχει ασκήσει με επιμονή αυτό που περιέγραψε ως υπουργικό καθήκον: «να εξομαλύνει», δηλαδή, «τις όποιες ανωμαλίες».