Κομβικό ρόλο στην υπόθεση των κόκκινων δανείων του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου παίζει η υπόθεση της Postcredit, της εταιρείας πιστωτικών καρτών που είχε δημιουργήσει η τράπεζα σε συνεργασία με τον μεγαλοεπιχειρηματία Δ. Κοντομηνά.

ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ. Η υπόθεση ξεκινά το 2008, όταν το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, επί διοίκησης Φιλιππίδη, αποφασίζει να επεκταθεί στην αγορά των πιστωτικών καρτών. Για τον σκοπό αυτόν αποφασίστηκε η απόκτηση της εταιρείας Best Line, συμφερόντων Κοντομηνά. Σύμφωνα με πληροφορίες, η απόφαση ελήφθη με συνοπτικές διαδικασίες, ενώ το τίμημα για το 50% της εταιρείας (μέσω αύξησης μετοχικού κεφαλαίου) ανήλθε σε 18,9 εκατ. ευρώ. Και αυτό παρά το γεγονός ότι –όπως αναφέρεται στο πόρισμα της Εισαγγελίας –οι ορκωτοί ελεγκτές είχαν αποτιμήσει την εμπορική αξία της εταιρείας βάσει της καθαρής της θέσης σε 2,8 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με την εκτίμηση των ελεγκτών η αξία της εταιρείας θα ανερχόταν ανάμεσα στα 18,1 και στα 21,6 εκατ. ευρώ αν συνυπολογίζονταν τα μελλοντικά αποτελέσματα που θα προέκυπταν από τις συνέργειες με το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο.

Δηλαδή το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο πλήρωσε το μέγιστο δυνατό τίμημα –στο οποίο προεξοφλούνταν τα μελλοντικά οφέλη από την εξαγορά –για να αποκτήσει το μισό της εταιρείας. Η συμφωνία προέβλεπε επίσης ότι οι κάρτες του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου θα περνούσαν στην κυριότητα της Postcredit, αλλά και ότι το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο θα αναλάμβανε εξ ολοκλήρου τη χρηματοδότηση της εταιρείας, κάτι που έκανε με ιδιαίτερα χαμηλό επιτόκιο, σε αντίθεση με τα ισχύοντα δεδομένα της αγοράς.

Μάλιστα, με βάση τα όσα προέβλεπε η συμφωνία, το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο αναλάμβανε το σύνολο του πιστωτικού κινδύνου από τις επισφάλειες στις κάρτες, ο οποίος αποδείχθηκε ιδιαίτερα σημαντικός. Από το 14,55% στο τέλος του 2010 οι καθυστερήσεις ανήλθαν στο 26,13% του συνόλου των χορηγήσεων στις 31/5/2012, ενώ ελάχιστα από τα ποσά αυτά εισπράττονταν στη συνέχεια.

Επιπλέον, με βάση τους αρχικούς όρους, η πλευρά Κοντομηνά είχε το δικαίωμα να πουλήσει και το υπόλοιπο 50% των μετοχών της Postcredit στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις και μάλιστα σε τιμή αρκετά υψηλότερη από την αρχική αύξηση μετοχικού κεφαλαίου.

Για τον λόγο αυτόν η εταιρεία DEMCO, συμφερόντων Κοντομηνά, κατέφυγε σε διαιτησία, η οποία με τη σειρά της αποφάνθηκε ότι η τράπεζα θα πρέπει να καταβάλειμεγαλύτερο τίμημααπό αυτό που επιθυμούσε για την απόκτηση των μετοχών της Postcredit που η DEMCO έχει στη κατοχή της. Εντέλει, σύμφωνα με την απόφαση της διαιτησίας, το ποσό που κατέβαλε το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο στη DEMCO ήταν 33,75 εκατ. ευρώ, ενώ η συνολική ζημιά, συμπεριλαμβανομένων και των επισφαλειών από τις πιστωτικές κάρτες, ήταν τουλάχιστον 138,75 εκατ. ευρώ.

Σύμφωνα με δικαστικές πηγές, η προσφυγή αυτή στη διαιτησία, αλλά και οι ιδιαίτερα χαλαροί όροι που υπήρχαν στην αρχική σύμβαση, ήταν η αρχή του νήματος για να κινηθεί η διαδικασία που έφερε στο φως τις παρατυπίες.

Η ΔΙΟΙΚΗΣΗ. Πέραν όμως των οικονομικών συμφωνιών, το πόρισμα της Εισαγγελίας είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικό και ως προς τον τρόπο διοίκησης της εταιρείας. Παρά το γεγονός ότι στο επταμελές Διοικητικό Συμβούλιο της Postcredit τα τέσσερα μέλη ορίζονταν από το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, ουσιαστικά τον έλεγχο της εταιρείας είχε η πλευρά Κοντομηνά. Η Postcredit βρισκόταν στο ίδιο κτίριο με τα γραφεία και την έδρα της DEMCO, ενώ τα στελέχη του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου εμφανίζονταν μόνο όταν υπήρχε ειδικός λόγος. Μάλιστα δεν τους επιτρεπόταν καν η ελεύθερη είσοδος στα γραφεία της εταιρείας, αλλά αντίθετα εισέρχονταν πάντοτε ως επισκέπτες και αφού πρώτα είχαν ειδοποιήσει.

Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά το πόρισμα, «είναι απορίας άξιον πώς το ΤΤ, που ήταν υπεύθυνο σύμφωνα με την ως άνω συμφωνία μετόχων για τις απαραίτητες εκ του νόμου εργασίες σχετικά με τον εσωτερικό έλεγχο, την κανονιστική συμμόρφωση, το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και τη διαχείριση κινδύνων (risk management), δεν είχε, ως ώφειλε, καθημερινή παρουσία, διασφαλίζοντας έτσι την πληρότητα των σχετικών οδηγιών του νόμου και την αρτιότητα των εν λόγω εργασιών».