Δεν είναι λίγες φορές που ο δημοσιογραφικός λόγος αναφέρεται στο 2004 σαν τη χρονιά που η Ελλάδα ανέβηκε ψηλά (στο βάθρο, στον Ολυμπο, στον ουρανό κ.λπ.). H συλλογική μνήμη έχει ταυτίσει το 2004 με δύο μεγάλα αθλητικά γεγονότα: την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος Ποδοσφαίρου και τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα. Είναι ακόμη μία χρονιά υψηλής ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας που ωθούσε διευρυμένα κοινωνικά στρώματα σε κατανάλωση πολυτελείας και νυχτερινής διασκέδασης. Είναι επίσης μία χρονιά που φαινόταν ότι σημαντικά θέματα γύρω από την εθνική και θρησκευτική ταυτότητα (Ιμια, αναγραφή θρησκεύματος στις ταυτότητες) αλλά και οικονομικά προβλήματα (σκάνδαλο Χρηματιστηρίου) που είχαν προκαλέσει σοβαρούς τριγμούς και συγκρούσεις είχαν ξεπεραστεί και η χώρα βάδιζε μέσα σε σχετική σύμπνοια στον δρόμο μιας ευρωπαϊκά ανεπτυγμένης χώρας.

Η εποχή εκείνη ήταν για την ελληνική κοινωνία και τη διεθνή κοινότητα το συνώνυμο της εθνικής επιτυχίας ενός outsider. Ηταν όμως και η χρονιά κατά την οποία τα σημάδια της παρακμής και τα πρόχειρα φτιασιδώματα άρχισαν να αποκαλύπτονται. Το 2004 ήταν η κορυφή της μεγάλης κατηφόρας που μας οδήγησε στη σημερινή κρίση.

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ. Οταν στις 4 Ιουλίου 2004 ο Θοδωρής Ζαγοράκης σήκωσε το «τιμημένο» Κύπελλο που επισφράγιζε τον άθλο της ανάδειξης της Ελλάδας σε πρωταθλήτρια Ευρώπης στα γήπεδα της Πορτογαλίας, ήταν σαν να άρχιζε ένα παραμύθι. Ενα παραμύθι που εκτυλίσσονταν στο πεδίο όπου η ελληνική κοινωνία ήδη από τη δεκαετία του ’80 είχε στρέψει μαζικά το ενδιαφέρον της για να συγκριθεί και να αναμετρηθεί με τις προηγμένες χώρες του κόσμου: το πεδίο του αθλητικού και εν γένει δημοφιλούς θεάματος. Το μεθυστικό αυτό παραμύθι συνεχίστηκε με την άρτια οργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, την κατάκτηση 16 μεταλλίων και τελείωσε επί της ουσίας την επόμενη χρονιά με την κατάκτηση του διαγωνισμού της Eurovision από την Ελενα Παπαρίζου. Η αρχή του παραμυθιού πάντως και η εξέλιξή του μέσα στο 2004 είχε ποικίλα διδάγματα.

Η φυσιογνωμία που θα αναδειχθεί καθοριστική για την κατάκτηση της κορυφής της ποδοσφαιρικής Ευρώπης δεν ήταν τόσο κάποιος ποδοσφαιριστής, όπως συνέβη αντίστοιχα στο Ευρωμπάσκετ του 1987 με την περίπτωση του Νίκου Γκάλη. Στην Πορτογαλία ηγετική φιγούρα υπήρξε ο προπονητής, ο οποίος μάλιστα ήταν Γερμανός, ο Οτο Ρεχάγκελ. Στο πρόσωπό του η ελληνική κοινωνία είδε το πρότυπο μιας χαρισματικής ηγεσίας που μπορούσε να λειτουργήσει ενωτικά, να εμπνεύσει και να πειθαρχήσει το «ακατέργαστο» ελληνικό ταλέντο. Η ομάδα εντυπωσίασε πάνω από όλα για την αθλητικότητα, συστηματικότητα και αποτελεσματικότητά της και όχι γι’ αυτό που συνήθως το ελληνικό ποδοσφαιρόφιλο κοινό αναγνωρίζει στις «θεότητές» του: τη μαγεία, την τέχνη, τη μεταφυσική επαφή με την μπάλα. Γι’ αυτόν τον λόγο οι εθνικιστικές κορόνες την περίοδο του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος σε μεγάλο βαθμό εκφράστηκαν σε λελογισμένο επίπεδο, αν αναλογισθεί κανείς το μέγεθος της έκπληξης. Δεν συνέβη όμως το ίδιο το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς στον πρώτο αγώνα που έδωσε η πρωταθλήτρια πια Ευρώπης Ελλάδα με την Αλβανία στα Τίρανα, όπου και ηττήθηκε. Εκεί, αντί της αποκαθήλωσης των πρόσφατων ηρώων της Πορτογαλίας, ρατσιστικός στόχος βίαιων επιθέσεων έγιναν οι αλβανοί μετανάστες που πανηγύρισαν τη νίκη της Εθνικής τους. Στα πλαίσια, άλλωστε, των πιστών φιλάθλων της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου γρήγορα θα πάρει πρωταγωνιστικό ρόλο η Γαλάζια Στρατιά, που μετέπειτα αποδείχθηκε ότι αποτελούσε οργανωτικό βραχίονα της Χρυσής Αυγής.

ΤΟ ΚΟΣΤΟΣ ΤΗΣ ΦΙΕΣΤΑΣ. Η διπλή όψη του νομίσματος, από τη μία η λαμπερή και από την άλλη η θολή ή σαθρή, είχε εμφανισθεί και στο πολυαναμενόμενο γεγονός των Ολυμπιακών Αγώνων, το οποίο η Ελλάδα υποδέχθηκε σε ένα γενικό κλίμα ενθουσιασμού παρά το μεγάλο οικονομικό κόστος που συνεπαγόταν. Στο γεγονός αυτό δεν είχαν επενδύσει μόνο όσοι έβλεπαν τους Αγώνες ως ελληνική πατέντα και αφορμή προβολής της εθνικής ανωτερότητας αλλά και όσοι θεώρησαν την ανάληψή της ως αναπτυξιακή ευκαιρία για την πόλη της Αθήνας και της χώρας ευρύτερα. Τότε άλλωστε και εξαιτίας των καθυστερήσεων που είχαν παρουσιασθεί ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά, πολύ πριν από το Μνημόνιο, η λογική των fast track παρεμβάσεων και νομοθεσιών. Τότε ήταν που για έναν μήνα η πρωτεύουσα μεταμορφώθηκε πράγματι σε φιλόξενη κοσμοπολίτικη μητρόπολη όχι μόνο για τους τουρίστες αλλά και για τους ίδιους τους κατοίκους της. Τότε ήταν που για πρώτη φορά εμφανίσθηκε στην Ελλάδα ένα μαζικό εθελοντικό κίνημα.

Η τελετή έναρξης υπό τη σκηνοθετική μαεστρία του Δημήτρη Παπαϊωάννου σαγήνευσε στην καλλιτεχνική διαφορετικότητά της το παγκόσμιο ενδιαφέρον αλλά και την ελληνική κοινή γνώμη αφού με έναν περίτεχνα ρομαντικό τρόπο παρουσίασε τον μύθο της συνέχειας της ελληνικής εθνικής ταυτότητας στο πέρασμα των αιώνων (ενδιαφέρον βέβαια ότι η τελετή λήξης που έμοιαζε πιο πολύ σε ένα πάρτι ανάμειξης όλων των ελληνικών μουσικών ειδών και καταβολών συνάντησε το μούδιασμα ή και αποδοκιμάστηκε από σημαντικό μέρος της κριτικής).

Σχεδόν ταυτόχρονα όμως ξεσπάει το σκάνδαλο ντόπινγκ των δύο παγκόσμιας κλάσης ελλήνων αθλητών του στίβου, του Κεντέρη και της Θάνου, και το ακόμα σημαντικότερο, η προσπάθεια συγκάλυψής του. Περισσότερο και από τον θρίαμβο των ελλήνων αθλητών που κέρδισαν μετάλλιο στους αγώνες, η εικόνα που στιγμάτισε τη διοργάνωση ήταν η μεγάλη μερίδα του κόσμου στον αγώνα των 200 μέτρων –στην οποία θα έτρεχε ο Κεντέρης –να αποδοκιμάζει τους αθλητές θεωρώντας ότι κάποια παγκόσμια ή αμερικανική συνωμοσία απέτρεψε την Ελλάδα να κατακτήσει ακόμη ένα μετάλλιο. Η πρώτη φούσκα, η «καλή Ελλάδα» που έφερνε επιτυχίες, έσκασε με τον πιο ηχηρό τρόπο και μάλιστα «εντός έδρας». Το τέλος των Ολυμπιακών Αγώνων θα σημάνει επίσης την αρχή της απόλυτης υποβάθμισης του κέντρου και γκετοποίησης ενός μεγάλου μέρους της πρωτεύουσας, ενώ οι δαπανηρές επενδύσεις σε αθλητικούς χώρους και η αίγλη που κέρδισε η χώρα εξαιτίας των πετυχημένων Αγώνων δεν θα γίνουν αντικείμενο αποτελεσματικής διαχείρισης.

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ. Οι αθλητικές εκδηλώσεις που σημάδεψαν το 2004, ακόμη και με τις αρνητικές πτυχές του, δεν σταμάτησαν να αποτελούν ένα σημείο αναφοράς του απόγειου της ελληνικής κοινωνίας στον κόσμο της παγκόσμιας δημοφιλούς και καταναλωτικής κουλτούρας. Πολλοί λιγότεροι βέβαια θυμούνται το γεγονός ότι το 2004 υπήρξε μια πολύ σημαντική αλλαγή στο πολιτικό προσκήνιο στην Ελλάδα. Σε σύγκριση βέβαια με τις πολιτικές ανακατατάξεις που προκάλεσε η σημερινή κρίση, η νίκη της ΝΔ στις εκλογές του Μαρτίου του 2004, δεν αποτελούσε παρά την ομαλή συνέχεια του παραδοσιακού δικομματικού ανταγωνισμού, στον βαθμό μάλιστα που τα δύο κυρίαρχα κόμματα της Μεταπολίτευσης κατέγραψαν αθροιστικά στις εκλογές ποσοστά άνω του 85%.

Ομως, σήμερα μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι το τέλος της δεκαετούς διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ την περίοδο 1993-2004 υπήρξε καταλυτική προς πολλές κατευθύνσεις (παρά το γεγονός ότι το ουσιαστικό τέλος της είχε ήδη προαναγγελθεί από τις εκλογές του 2000). Η ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από τη ΝΔ και τον Κώστα Καραμανλή σηματοδοτεί από τη μια μεριά την ομαλή διαδοχή σε επίπεδο πολιτικής διαχείρισης αλλά από την άλλη αποτελεί την επιτομή της αναδίπλωσης της ελληνικής κοινωνίας σε πιο συντηρητικές επιλογές, τόσο όσον αφορά τον δυτικό της προσανατολισμό και την επιδίωξη μεγάλων εθνικών στόχων (όπως ήταν η ΟΝΕ ή οι Ολυμπιακοί Αγώνες το διάστημα 1996-2004) όσο και τη διάθεσή της να βάλει χρόνια προβλήματα κάτω από το χαλί και να ζήσει ανέμελα τις δυνατότητες που της έδινε ο εύκολος δανεισμός εξαιτίας του ευρώ.

Η πολιτική τομή του 2004 είναι σημαντική γιατί ύστερα από μια δεκαετία σχετικής εξομάλυνσης της μεταπολιτευτικής πόλωσης και προσγείωσης στη ρεαλιστική διαχείριση, σηματοδότησε την αναζωπύρωση της πολιτικής αμφισημίας, η οποία στα λόγια επαιρόταν για αντισυστημικότητα, ταπεινότητα και σεμνότητα ενώ οι ουσιαστικές επιλογές της ήταν στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση. Η πιο αξιομνημόνευτη πολιτική παρέμβαση του Κώστα Καραμανλή το 2004 ως πρωθυπουργού ήταν η φράση του σε βουλευτές της ΝΔ στον Μπαϊρακτάρη για τους λίγους «νταβατζήδες» που κυβερνούν τη χώρα, τους οποίους ποτέ δεν κατονόμασε και φυσικά δεν αντιμετώπισε ανοιχτά. Η παραπολιτική και η συνωμοσιολογία τα επόμενα χρόνια θα γνωρίσουν τεράστια επιρροή, βοηθούσης της ανάπτυξης των διαδικτυακών μέσων, με επίκεντρο συχνά το πρόσωπο ή το περιβάλλον του τότε πρωθυπουργού.

Σε ανάλογο πλαίσιο κινήθηκε και η σημαντικότερη προεκλογική εξαγγελία του Κ. Καραμανλή για την επανίδρυση του κράτους. Αποδείχθηκε ότι αυτό δεν σήμαινε καμία πρόθεση αλλαγής του βασικού ασθενούς της χώρας, της ελληνικής Δημόσιας Διοίκησης, αλλά τη συνέχιση μιας επεκτατικής κρατικιστικής πολιτικής (βολέματος ημετέρων και απόδοσης προσόδων σε μικρές ή μεγάλες συντεχνίες), η οποία έφθασε σε πρωτόγνωρα επίπεδα μετά το 2007. Τότε που η ΝΔ του Κώστα Καραμανλή ξανακερδίζει τις εκλογές εν μέσω πυρκαγιών σε όλη την Ελλάδα και ξεκινάει η εκτόξευση του δημοσιονομικού ελλείμματος.

ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ. Ομως και στην άλλη πλευρά της πολιτικής σκακιέρας το 2004 δρομολόγησε βραδυφλεγείς διεργασίες. Η βελούδινη διαδοχή παραμονές των εκλογών του Κ. Σημίτη από τον Γ. Παπανδρέου στο ΠΑΣΟΚ δεν απέτρεψε τη σίγουρη ήττα του. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι σε δεύτερο χρόνο, μετά την εκλογική ήττα του κόμματος και το 2007, το «δαχτυλίδι της διαδοχής» θα αποτελέσει το υπόστρωμα ανάπτυξης συγκρούσεων και συνωμοσιολογικών θεωριών πάνω στο οποίο θα αναπτυχθεί μια ριζική εσωτερική διχόνοια στο ΠΑΣΟΚ, ισχυρότερη και πιο εχθρική από αυτήν της δεκαετίας του ’90, η οποία –παράλληλα με την οικονομική κρίση που κλήθηκε να διαχειριστεί –αποδεικνύεται καθοριστική για την απόλυτη αποδιάρθρωση του ηγεμονικού κόμματος της Μεταπολίτευσης.

Το 2004 αποτέλεσε χρονιά-σταθμό για την κορύφωση της εθνικής υπερηφάνειας και κοινωνικής ομαλότητας, παρά το γεγονός ότι οι παραδοσιακές αδράνειες και τα ταμπού της Μεταπολίτευσης δεν είχαν ουσιαστικά ηττηθεί. Η Ελλάδα φθάνει στο απόλυτο σημείο μίμησης μιας σύγχρονης δυτικής κοινωνίας και οι πολίτες της μεθούν με την επιτυχία αυτή. Ομως στο τέλος της γιορτής, στο τέλος της εθνικής ανάτασης και της εικονικής συναίνεσης αποκαλύφθηκαν όλα όσα δεν άλλαξαν ποτέ, ενδυναμωμένα, κυρίαρχα και μοιραία στην περιδίνηση της κρίσης που θα ακολουθήσει.

Ο Βασίλης Βαμβακάς είναι λέκτορας στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης