Εχει δικαίωμα ένα μέλος της Μουσουλμανικής Μειονότητας της Θράκης να μιλήσει σε ένα συνέδριο που γίνεται στην Ελλάδα στην τουρκική γλώσσα; Ασφαλώς, θα απαντούσε κάθε λογικός άνθρωπος: τόσο για λόγους πρακτικούς, αν για παράδειγμα ο μειονοτικός εισηγητής δεν μιλά ελληνικά, όσο και για λόγους ουσιαστικούς, αφού τα τελευταία χρόνια γίνεται μια προσπάθεια να ανοίξουν δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ των «σύνοικων πληθυσμών». Οχι, απάντησε ο Γιώργος Καλαντζής, γενικός γραμματέας Θρησκευμάτων του υπουργείου Παιδείας, αναγκάζοντας τον μειονοτικό δημοσιογράφο Εβρέν Ντεντέ να εγκαταλείψει την αίθουσα. Το επιχείρημα τόσο του ίδιου όσο και του εκπροσώπου του υπουργείου Εξωτερικών, όπως το εξέθεσαν στους οργανωτές, ήταν ότι δεν είναι δυνατόν να ακουστούν τουρκικά στην αίθουσα! Κι όταν ένας τούρκος εισηγητής μίλησε –φυσικά –στα τουρκικά, η γραμμή άμυνας άλλαξε: φοβηθήκαμε τη διερμηνέα! Μόνο που η τελευταία ήταν πιστοποιημένη από το ίδιο το υπουργείο Εξωτερικών…

Ολα αυτά συνέβησαν σε ένα πολύ ενδιαφέρον κατά τα άλλα συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στις 22 και 23 Νοεμβρίου στην Κομοτηνή με θέμα τη Συνθήκη της Λωζάννης. Παρ’ όλο που έχει περάσει σχεδόν ένας μήνας από τότε, οι αντιδράσεις δεν έχουν σταματήσει. Ο τουρκικός Τύπος μιλά –ορθώς –για σκάνδαλο. Η ελληνική κυβέρνηση τηρεί σιγήν ιχθύος. Κι ένα μέρος της μειονότητας κατηγορεί τους έλληνες διανοούμενους που έλαβαν μέρος στο συνέδριο ότι «έκαναν την πάπια». Λάθος, απαντά ένας εκ των συνέδρων, ο καθηγητής Ηρακλής Μήλλας, σε επιστολή του που δημοσιεύθηκε προχθές στη «Ζαμάν». Ο πρώην Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής Νικηφόρος Διαμαντούρος μίλησε για «απαρτχάιντ». Πολύ επικριτικός ήταν και ο καθηγητής Χρήστος Ροζάκης, ενώ ο ίδιος ο Μήλλας τόνισε ότι το επεισόδιο μας γύρισε πολλά χρόνια πίσω, ότι στον χειρισμό των θεμάτων που αφορούν τη μειονότητα η Ελλάδα αποδεικνύεται εξίσου ανίκανη με τον χειρισμό της οικονομίας και ότι τίποτα δεν μπορεί να προχωρήσει αν η μειονότητα δεν γίνει σεβαστή.

Μα έχει αλήθεια σημασία αν ένας εισηγητής σε ένα συνέδριο μιλά τουρκικά ή ελληνικά; Δεν είναι πολυτέλεια να ασχολούμαστε με τέτοια ζητήματα εν μέσω μιας τόσο μεγάλης κρίσης; Οχι. Επειδή, όπως καταγγέλλει πάντα ο Μήλλας, λίγες ημέρες πριν από το επεισόδιο αυτό η διοίκηση ενός νοσοκομείου της περιοχής είχε απαγορεύσει στους ασθενείς και τους γιατρούς να επικοινωνούν στα τουρκικά. Επειδή, επίσης, ένας ποδοσφαιρικός αγώνας με αντίπαλες ομάδες παιδιών διακόπηκε όταν ο διαιτητής δεν επέτρεψε στα παιδιά να μιλούν μεταξύ τους. Ολα αυτά είναι ολέθρια σημάδια. Δείχνουν μια κοινωνία που δεν έχει διδαχθεί τίποτα από τα λάθη του παρελθόντος, μια κοινωνία που φοβάται, και επιδεικνύει τους φόβους της με επιθετικό τρόπο.

Η άλλη πλευρά δεν αποτελείται βέβαια από αγγέλους, κάθε άλλο. Στον τουρκικό εθνικισμό, όμως, η απάντηση δεν είναι, δεν πρέπει να είναι, ο ελληνικός εθνικισμός. Γιατί το έχουμε ήδη πληρώσει πολύ ακριβά. Και γιατί η Χρυσή Αυγή τρίβει τα χέρια της.