Η κρίση βάζει πάγο στα οράματα και συρρικνώνει τα υπερμεγεθυσμένα «εγώ» των μεγάλων αρχιτεκτόνων. Τα δημόσια έργα – ή μάλλον τα έργα κύρους που οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και οι τοπικές αυτοδιοικήσεις είχαν αναθέσει σε μεγάλα γραφεία –σταδιακά σταματούν

Η αµετάκλητη απόφαση της κυβέρνησης Ολάντ να µη διαθέσει περισσότερα ευρώ για το ονειρικό κτίριο της Φιλαρµονικής του Παρισιού που σχεδίασε –κι ακόµη δεν ολοκλήρωσε –ο Ζαν Νουβέλ υπογραµµίζει έντονα τους δύσκολους καιρούς για τους σταρ αρχιτέκτονες.

«Σήμερα, το σύστημα των αρχιτεκτονικών δημόσιων έργων έχει προβλήματα. Το κράτος ή οι τοπικές οργανώσεις δεν έχουν πλέον πόρους για να κάνουν συμφωνίες και αναθέσεις έργων όπως ακόμη συμβαίνει μεταξύ ιδιωτικών επιχειρήσεων. Απέχουμε πολύ από τις ημέρες των μεγάλων έργων του Φρανσουά Μιτεράν, για τα οποία μας φθονούσαν οι άλλες χώρες. Στο παρελθόν η έρευνα μας οδηγούσε σε ένα έργο ποιότητας που ανταποκρινόταν στην ανάθεση του Δημοσίου. Σήμερα η πολιτική πρακτική δεν έχει τέτοιες φιλοδοξίες, ούτε κανείς ενδιαφέρεται για οράματα υπεροχής που θα προβληθούν από ένα αρχιτεκτονικό πρόγραμμα εθνικής σημασίας», είναι η ερμηνεία του Ντομινίκ Περό –του γάλλου αρχιτέκτονα ο οποίος στα 36 του χρόνια το 1989 κέρδισε τον διαγωνισμό για την κατασκευή των νέων εγκαταστάσεων της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. Η εντυπωσιακή σύνθεση των τριών πύργων σαν όρθια ανοιχτά βιβλία έκτασης 300.000 τ.μ. είναι τρεις φορές μεγαλύτερη από το Μπομπούρ των Ρίτσαρντ Ρότζερς και Ρέντσο Πιάνο και το ετήσιο κόστος συντήρησής της επιβαρύνει τους γάλλους φορολογούμενους 180 με 230 εκατ. ευρώ.

Στην αρχιτεκτονική οι υπερβάσεις είναι συνηθισμένες. Αφορούν τους προϋπολογισμούς και τον χρόνο αποπεράτωσης. Και τα αρχιτεκτονικά γραφεία αποδεικνύουν το μέγεθος της φήμης τους με δείκτη την ασυνέπειά τους σε αυτές τις δύο παραμέτρους. Το γραφείο των αρχιτεκτόνων από την Αυστρία Κόοπ Χίμελμπλαου για το ανθρωπολογικό μουσείο της Λυών κατέθεσε το 2001 έναν προϋπολογισμό 60 εκατ. ευρώ. Η κατασκευή του μουσείου θα ολοκληρωθεί στις αρχές του 2014 αλλά το κόστος του έχει φτάσει τα 267 εκατ. ευρώ.

Τα εμβληματικά, υπερβολικά αρχιτεκτονήματα δημόσιου χαρακτήρα εξυπηρετούσαν έως σήμερα τους εκλογικούς στόχους των πρωταγωνιστών της πολιτικής. Αντί να εξασκήσουν την πρακτική του αστικού βελονισμού με πολλαπλές ήπιας μορφής παρεμβάσεις που έχουν επίδραση στον αστικό ιστό, οι δήμαρχοι συνήθως καταφεύγουν σε μια μεγάλη αρχιτεκτονική υπογραφή νομίζοντας ότι αυτή θα τους φέρει ψήφους, υπογραμμίζουν οι σκεπτικιστές παρατηρητές της σύγχρονης πολιτικής.

Μάλιστα η σημερινή υπουργός αθλητισμού της Γαλλίας Βαλερί Φουρνερόν είχε εμποδίσει τους αρχιτέκτονες Ζακ Χέρτζογκ και Πιερ ντε Μερόν να δημιουργήσουν υπόγειες αίθουσες στο κτίριό τους για το Σπίτι του Χορού στη Λυών. Ο ισχυρισμός της βασιζόταν ότι η χρήση τους θα απαιτούσε ανελκυστήρες και ηλεκτρική ενέργεια που θα επιβάρυνε τα λειτουργικά έξοδα με επιπλέον 400.000 ευρώ τον χρόνο. Γι’ αυτό και η διευθύντρια του χορευτικού κέντρου της πόλης συμφώνησε να συμμαζευτούν τα αρχιτεκτονικά σχέδια για να διαθέσει αυτό το ποσό για μια νέα χορευτική παραγωγή.

Η εποχή απαιτεί διαφορετικούς χειρισμούς, επισημαίνει η γαλλική εφημερίδα «Φιγκαρό» για τα μεγάλα δημόσια έργα που παραμένουν ημιτελή σε βάθος χρόνου στη Γαλλία. Η κρίση έσπασε το γυάλινο ταβάνι των καπριτσιόζων αρχιτεκτόνων. Η φήμη τους για τη μνημειώδη σύγχρονη αρχιτεκτονική που υπογράφουν τα έργα τους ανέβασε τις εξαγωγές τεχνογνωσίας και των μεγάλων κατασκευαστικών εταιρειών που συνεργάζονται μαζί τους. Ομως για πόσο καιρό ακόμη η Κίνα και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα θα είναι οι καλοί πελάτες των σταρ της αρχιτεκτονικής;

Ο Ρεμ Κούλχας, ο ολλανδός σταρ αρχιτέκτονας, ο οποίος ανέλαβε τον ρόλο του διευθυντή της 14ης Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας που θα εγκαινιαστεί τον Ιούνιο του 2014, έχει να αντιμετωπίσει στην πατρίδα του τις αντιρρήσεις εκείνων που διαφωνούν με το μεγάλο του έργο στο Ρότερνταμ. Ενα πολυώροφο σύμπλεγμα από ουρανοξύστες που παραδόθηκε την περασμένο μήνα στον δήμο της πόλης.

Το Ντε Ρότερνταμ βρίσκεται στην όχθη του ποταμού Μάας. Είναι τρεις πύργοι από ατσάλι και γυαλί, με ύψος 150 μέτρα, βάρος 230.000 τόνους και χώρους 160.000 τετραγωνικών μέτρων που διατίθενται για γραφεία, διαμερίσματα, εστιατόρια και ένα ξενοδοχείο. Είναι μια «κατακόρυφη πόλη» που ο Κούλχας άρχισε την κατασκευή της τη δεκαετία του ’90, ξεπέρασε την οικονομική κρίση και η ολοκλήρωσή του αποδεικνύει την προσπάθεια του αρχιτέκτονα του Ντε Ρότερνταμ να αντανακλά «τη φιλοδοξία μιας κοινότητας που έχει στο DNA της την ανάγκη του οικοδομείν, από την εποχή της ισοπέδωσής της εξαιτίας των βομβαρδισμών του Ρότερνταμ κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο», αναφέρει η ανακοίνωση του γραφείου του Ρεμ Κούλχας, ΟΜΑ.

Οι πύργοι του Ντε Ρότερνταμ πρόκειται να στεγάσουν 2.000 εργαζόμενους του δήμου. «Είναι το δημιούργημα της συνεργασίας διαφορετικών δημοτικών συμβουλίων που κατόρθωσαν να διατηρήσουν τον αρχικό σχεδιασμό παρά τις οικονομικές δυσκολίες. Πιστεύουμε ότι η αρχιτεκτονική είναι ένα έργο που προορίζεται για το κοινό καλό, όταν πραγματικά οι πόλεις δεν έχουν τα οικονομικά μέσα για κατασκευές. Αυτό λοιπόν είναι ένα παράδειγμα συνεργασίας τοπικών αρχών και κατασκευαστών», δηλώνει ο Ρεμ Κούλχας προς τους δημοσιογράφους στους οποίους παρουσίασε αυτόν τον όγκο κόστους 375 εκατ. ευρώ που χρειάστηκε να περάσουν 16 χρόνια για να ανοικοδομηθεί.

«Το κτίριο είναι ένα μνημείο κυνισμού και ασχήμιας που απηχεί τις ψευδαισθήσεις μεγαλείου που έχει η πόλη του Ρότερνταμ», σχολιάζει στην αγγλική εφημερίδα «Γκάρντιαν» ο Βάλτερ Βανστιπάουτ, καθηγητής Σχεδιασμού στο Πανεπιστήμιο Ντελφτ. Ενώ το Αμστερνταμ προσπαθεί να γεμίσει τους χώρους των κενών γραφείων, το Ρότερνταμ χτίζει όλο και περισσότερο, χωρίς να υπάρχει τόσο μεγάλη ζήτηση. Είναι ένας παραλογισμός τη στιγμή που το 30% του κτιριακού όγκου στην πόλη παραμένει κενό. Ο Ρεμ Κούλχας ανταπαντά πως «ακριβώς το ίδιο συμβαίνει παντού στην Ευρώπη. Τα κτίρια δεν θα είναι για πάντα κενά. Και τα έχουμε σχεδιάσει με τρόπο που να επιδέχονται οποιεσδήποτε αλλαγές. Το περίεργο είναι ότι το συγκεκριμένο κτίσμα μπορεί να δείχνει ψυχρό και σκληρό, αλλά λαμβάνουμε μηνύματα από γιαγιάδες που γράφουν ότι τους αρέσει. Αυτό δεν έχει συμβεί ποτέ ξανά στο παρελθόν».

Μετά την εμφάνιση των αβανγκάρντ αρχιτεκτόνων της δεκαετίας του ’70 Στίβεν Χολ, Μπερνάρ Τσουμί, Φρανκ Γκέρι, Ταντάο Αντο, Ντάνιελ Λίμπσκιντ οι οποίοι εμπλούτισαν τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό με τις θεωρίες για την αποδόμηση, με πρακτικές ψυχανάλυσης, κινηματογραφικής αφήγησης, καλλιτεχνικής δημιουργίας, έφτασε η στιγμή της παγκοσμιοποιημένης αρχιτεκτονικής, όπου οι σταρ σχεδιαστές δημιουργούσαν κτίσματα που απηχούσαν τις απόψεις τους χωρίς να δίνουν σημασία στις ανάγκες του τόπου και των ανθρώπων που θα βίωναν με αυτά τα έργα.

«Η κρίση είναι μία ευκαιρία λοιπόν για να βάλουμε στην αρχιτεκτονική στοιχεία νηφαλιότητας, ουσίας αλλά και ποίησης», λέει ο Ερικ Λαπιέρ, αρχιτέκτονας καθηγητής στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού. Και στο βιβλίο του «Η Αρχιτεκτονική του Πραγματικού» επισημαίνει τα εξής: «Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την έννοια της διάρκειας ενός έργου που πρέπει να διατρέξει τις χιλιετίες. Εξάλλου υποβαθμίζουμε την αρχιτεκτονική σε όρους αστικού μάρκετινγκ που κλιμακώνεται σε έργο – υπερθέαμα. Κάποιες αρχιτεκτονικές μορφές δεν λειτουργούν κατά τη χρήση τους και αρκετές τείνουν να ξεπεραστούν. Επομένως πρέπει να στραφούμε σε κτίρια ποιότητας που δίνουν σημασία στη διάρκεια του μόνιμου χαρακτήρα τους παρά στην προτεραιότητα της μόδας. Σε κτίρια δηλαδή που δεν εξαντλούνται στο πρώτο βλέμμα».