Συμπληρώθηκαν την Πέμπτη εκατό χρόνια από τη γέννηση του Αλμπέρ Καμύ στο Μοντοβί τής τότε γαλλικής Αλγερίας. Αν και πέθανε μόλις 47 χρονών σε αυτοκινητικό δυστύχημα μαζί με τον εκδότη του Μισέλ Γκαλιμάρ, o Καμύ πρόφτασε να βάλει τη σφραγίδα του στη λογοτεχνία του 20ού αιώνα

Ο Θεός να μας φυλάει από τις ενδιαφέρουσες εποχές. «Ο Ξένος» του Αλμπέρ Καμύ –το βιβλίο που έχτισε τη φήμη του –εκδόθηκε μεσούντος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Ιούλιο του 1942. Η περίφημη «Πανούκλα» του, τον Ιούνιο του 1947, μόλις δυο χρόνια μετά τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας, και το δοκίμιό του «Ο Επαναστατημένος Ανθρωπος» στα τέλη του 1951, προκαλώντας οξύτατη δημόσια διαμάχη που επέφερε τη ρήξη των σχέσεών του με τον Ζαν-Πολ Σαρτρ και τη συντακτική ομάδα του περιοδικού «Les Temps Modernes» –με τον Πόλεμο της Κορέας στο φόρτε του, τον Τρίτο Κόσμο να ξεσηκώνεται με αίτημα την ανεξαρτησία του και τον Ψυχρό Πόλεμο να έχει διαιρέσει τον πλανήτη σε αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Ετσι κι αλλιώς, όμως, η εποχή ήταν ενδιαφέρουσα και για χίλιους άλλους λόγους καθώς η ανθρωπότητα επιβιβαζόταν στο πλοίο της ανάπτυξης, οι θεσμοί του Μπρέτον Γουντς άρχιζαν να λειτουργούν, το Σχέδιο Μάρσαλ ανοικοδομούσε τις καθημαγμένες από τον Πόλεμο χώρες, οι ιδεολογικές διαμάχες γύρω από τη φύση του σοβιετικού πειράματος καλά κρατούσαν και εντέλει ήταν αδύνατο να είσαι διανοούμενος ή καλλιτέχνης χωρίς να παίρνεις θέση για όσα γίνονταν γύρω σου. Η κριτική σκέψη είχε τη δυνατότητα να ανθίσει σ’ ένα υπέδαφος ελπίδας.

Και μόνο το γεγονός ότι ο Καμύ γεννήθηκε στην Αλγερία καθιστά τη ζωή του ενδιαφέρουσα. Μας το κάνει σαφές το πληρέστατο και καλά τεκμηριωμένο βιβλίο του Ολιβιέ Τοντ –η καλύτερη ίσως βιογραφία που έχει γραφεί για τον Καμύ. Επρόκειτο για μια χώρα αποικιοποιημένη έναν αιώνα πριν και κατ’ ουσίαν ενσωματωμένη διοικητικά και πολιτικά στη Γαλλία, μια χώρα όπου οι έποικοι είχαν έρθει για να μείνουν, κάτι που αντανακλάται ακόμα σήμερα στις καλές υποδομές, την άρτια πολεοδόμηση αλλά και τους οικισμούς που ξεπήδησαν μες στην έρημο, στα νότια της χώρας. Με κλίμα και γεωφυσικά χαρακτηριστικά παρόμοια με αυτά της απέναντι γαλλικής μεσογειακής ακτής, με φτηνό εργατικό δυναμικό και άφθονους φυσικούς πόρους, με αεράτες πόλεις και αρχαιολογικούς χώρους, η Αλγερία ικανοποιούσε όλες τις φαντασιώσεις για μια καλή, ελευθεριάζουσα ζωή στην υποτροπική ζώνη, μακριά –και όμως ταυτόχρονα πολύ κοντά –από τα άγχη της μητρόπολης. Μάλιστα οι γάλλοι έποικοι είχαν τόσο γερά ριζώσει εκεί που μέσα σε λίγες δεκαετίες είχαν δομηθεί εντός τους –κατά ειρωνικό τρόπο –ταξικές ανισότητες πολύ μεγαλύτερες από ό,τι στις άλλες, μακρινότερες αποικίες.

Σε μια φτωχή οικογένεια μεγάλωσε και ο Αλμπέρ Καμύ, ορφανός μάλιστα κατά το ήμισυ, καθώς ο επιστάτης σε μια αμπελουργία πατέρας του είχε σκοτωθεί υπηρετώντας τη μητέρα πατρίδα στα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Παρ’ όλα αυτά ο Αλμπέρ θα επωφελείτο της πολύ καλής παιδείας που παρεχόταν στην ιδιότυπη αυτή αποικία, θα ξεκινούσε το γράψιμο νωρίς, θα μάθαινε να εκτιμά την ομορφιά και τα δώρα της ζωής, θα εντρυφούσε στους κλασικούς, θα έγραφε τη διατριβή του με θέμα «Μεταφυσική του Χριστιανισμού και του Νεοπλατωνισμού» πραγματευόμενος τις σχέσεις μεταξύ ελληνικής και χριστιανικής παράδοσης με ειδική αναφορά στον Πλωτίνο και τον Αυγουστίνο, θα μελετούσε τον Επίκουρο και τους Στωικούς.

Οταν θα βρεθεί στο Παρίσι το 1940, έχει ήδη μια μικρή συγγραφική και θεατρική καριέρα πίσω του («Η καλή και η ανάποδη», «Οι γάμοι», «Ο Μινώταυρος» κ.ά.), όμως είναι «Ο Ξένος» που θα τον κάνει διάσημο, καθώς πέφτει σαν κεραυνός εν αιθρία σε μια Γαλλία ταπεινωμένη, περιφρονημένη και διεθνώς απομονωμένη λόγω της γερμανικής κατοχής και της Κυβέρνησης του Βισί. Η αίσθηση αναζήτησης του εαυτού που αναδίδει το βιβλίο, το ζήτημα του φόνου, η κατανόηση του αλλότριου, η διάζευξη ταυτότητας και της ετερότητας, η εξέγερση μπρος σ’ ένα αδιάφορο σύμπαν, αλλά και πλείστες όσες άλλες διαστάσεις του καινοτομικού, υπαρξιακού αυτού έργου έχουν αναλυθεί σε εκατομμύρια σελίδες και δεν είναι εύκολο να προσθέσει κανείς κάτι ουσιώδες. Το βέβαιο είναι ότι ο εμβληματικός «Ξένος» αντανακλά το σύνολο της προβληματικής του συγγραφέα του από αισθητική σκοπιά ενώ νοηματοδοτεί τους κυριότερους προβληματισμούς του για την ενότητα τέχνης και ζωής και για την ενσωμάτωση της φιλοσοφίας σ’ ένα έργο τέχνης, όπως θα αναλύονταν στον «Επαναστατημένο Ανθρωπο» αλλά και στις ομιλίες του στη Σουηδία όταν παρέλαβε το Νομπέλ τον Δεκέμβριο του 1957. Χρόνια μετά, στην περίφημη «Πανούκλα» του, θα συνόψιζε την προβληματική του στον εξής διάλογο:

– Με λίγα λόγια, είπε με απλότητα ο Ταρού, αυτό που μ’ ενδιαφέρει είναι να μάθω πώς γίνεται κανείς άγιος.

– Μα εσείς δεν πιστεύετε στον Θεό.

– Ακριβώς. Μπορεί ο άνθρωπος να γίνει άγιος χωρίς Θεό; Αυτό είναι το μόνο συγκεκριμένο πρόβλημα που μ’ ενδιαφέρει σήμερα.

Φαίνεται πως ο Καμύ ήθελε να αγιοποιηθεί μέσα σ’ έναν παράλογο, χωρίς νόημα κόσμο. Γι’ αυτό εναντιώθηκε εγκαίρως στη σταλινική βία, πολέμησε με πάθος την ανελευθερία του σοσιαλιστικού ρεαλισμού αλλά και το ανέφικτο του ρεαλισμού στην τέχνη, συμπαρατάχθηκε με τον Αρθουρ Κέσλερ και τον Τζορτζ Οργουελ, αναρωτήθηκε προγραμματικά για τη σχέση δικαιοσύνης και ελευθερίας διαισθανόμενος το τραγικό ανέφικτο της συνύπαρξής τους.

Διαγραμμένος από το Αλγερινό ΚΚ, ήδη από τον Μεσοπόλεμο, περιθωριοποιήθηκε αργότερα από τη γαλλική αριστερή διανόηση κατηγορούμενος ότι έβαζε στην ίδια ζυγαριά τις σοβιετικές «παρεκκλίσεις» και τα σταλινικά «λάθη» με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό και τις αδικίες που είχε εγκαθιδρύσει παγκοσμίως η Δύση. Κατηγορήθηκε επίσης έντονα για το γεγονός ότι, παρά τις κοινωνικές ευαισθησίες του, δεν ετοποθετείτο ρητά υπέρ της ανεξαρτησίας της Αλγερίας στον μακρύ πόλεμο που είχε ξεσπάσει ήδη από το 1954, προωθώντας μάλλον μια ομοσπονδιακού τύπου συμβίωση αυτοχθόνων και εποίκων. Ας σημειωθεί ότι είχε καταδικάσει απερίφραστα τις τρομοκρατικές μεθόδους των εξεγερμένων την ίδια εποχή που ο Ζαν-Πολ Σαρτρ, συμπαρατασσόμενος με τον Φρανζ Φανόν, αποθέωνε την αυτοπραγμάτωση των «Κολασμένων της Γης» μέσω του φόνου του αποικιοκράτη αφέντη. Είχε τρόπον τινά διαισθανθεί το λουτρό αίματος που θα ακολουθούσε επί δεκαετίες, με αποκορύφωμα τον αλγερινό εμφύλιο και την ισλαμική τρομοκρατία. Αλλά το χειρότερο αμάρτημα στα μάτια των παρεπιδημούντων στην Αριστερή Οχθη τα χρόνια εκείνα είναι ότι ο Καμύ ήταν από τους πρώτους που είδε στην ανελευθερία και τις μαζικές εκκαθαρίσεις του Ανατολικού Μπλοκ την κληρονομιά –καλύτερα, τον γενετικό κώδικα, θα λέγαμε σήμερα –της ίδιας της μαρξιστικής θεωρίας. Με άλλα λόγια, εκτιμούσε ιδιαιτέρως τον Μαρξ ως στοχαστή αλλά διόλου ως προφήτη, και τον έβλεπε ως κάποιον του οποίου οι προβλέψεις μεταβαλλόμενες σε πολιτικό πρόταγμα είχαν εγκαθιδρύσει νομοτελειακά την Κόλαση επί της Γης υποσχόμενες τον Παράδεισο.

Το παράλογο της ανθρώπινης ύπαρξης που είχε καταγγείλει με τον «Μύθο του Σισύφου» και άλλα έργα του θα τον χτυπούσε σαν χρονικό προαναγγελθέντος θανάτου μόλις στα σαράντα επτά του χρόνια. Πώς θα εξελίσσονταν οι απόψεις και το έργο του αν ζούσε μερικές δεκαετίες ακόμη; Δεν ξέρω. Διαισθάνομαι, πάντως, ότι πέρα από το πιθανό πικρό αίσθημα δικαίωσης που θα ένιωθε ως συνέπεια της κατάρρευσης της Σοβιετικής Αυτοκρατορίας αλλά και του μετέπειτα θριάμβου της τρομοκρατίας, ο Αλμπέρ Καμύ στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης θα αισθανόταν δικαιωμένος για την περίφημη εκείνη ρήση του η οποία αναφερόταν στην αυτοκτονία ως μια δυνάμει χειρονομία που συνιστά το έσχατο φιλοσοφικό ερώτημα.