Το καλοκαίρι είναι ευλογία και κατάρα για τους πάσχοντες από έκζεμα. Οι ξηρές, κόκκινες και εξαιρετικά ενοχλητικές «πλάκες» συχνά υποχωρούν με τη ζέστη και την υγρασία, καθώς και με την αυξημένη έκθεση του δέρματος στον ήλιο.

Ωστόσο πολλοί ασθενείς ντρέπονται να εκθέσουν το δέρμα τους σε κοινή θέα. Ιδίως στην περίπτωση των παιδιών, η λιγοστή καλοκαιρινή ένδυση αρκετά συχνά οδηγεί σε πειράγματα και απομόνωση. Ακόμη και όσοι αισθάνονται άνετα με το μαγιό τους μπορεί να δυσκολευτούν να κάνουν μπάνιο – ιδίως στην πισίνα, όταν έχουν ευαισθησία στο χλώριο που επιδεινώνει την κατάστασή τους.

Τις τελευταίες δεκαετίες η συχνότητα του εκζέματος στη Δύση έχει αυξηθεί κατά δύο έως τρεις φορές και πλέον πάσχει ποσοστό 15%-30% των παιδιών και 2%-10% των ενηλίκων. Η νόσος συνήθως αρχίζει μέσα στα πέντε πρώτα χρόνια της ζωής, αλλά ευτυχώς σε περισσότερα από τα δύο τρίτα των προσβεβλημένων παιδιών υποχωρεί όταν μπουν στην εφηβεία.

Το έκζεμα σχετίζεται με διαταραχή του ανοσοποιητικού συστήματος και είναι συχνότερο στα παιδιά που ζουν στις πόλεις από ό,τι σε όσα ζουν σε αγροτικές περιοχές. Αν και δεν είναι μεταδοτικό, μπορεί να πάσχουν περισσότερα από ένα μέλη της ίδιας οικογένειας, καθώς φαίνεται να έχει γενετική συνιστώσα.

Το έκζεμα συχνά αποκαλείται «ο κνησμός που δεν μπορείς να ξύσεις», αν και μια πιο σωστή περιγραφή θα ήταν «ο κνησμός που δεν πρέπει να ξύσεις», διότι το ξύσιμο επιδεινώνει τις βλάβες και ανοίγει τον δρόμο για μολύνσεις.

Νεώτερα δεδομένα

Αν και δεν υπάρχει τρόπος ίασης από αυτό, οι εξάρσεις σχεδόν πάντοτε περιορίζονται στο ελάχιστο και μερικές φορές αποτρέπονται με την κατάλληλη αγωγή. Νεότερες μελέτες έχουν αναγνωρίσει παράγοντες που σχετίζονται με την ανάπτυξή του και μπορεί να οδηγήσουν σε καλύτερες θεραπείες για τον έλεγχό του.

Οπως έγραψε προσφάτως στην «Ιατρική Επιθεώρηση της Νέας Αγγλίας» (NEJM) ο δρ Τομάς Μπίμπερ, δερματολόγος στο Πανεπιστήμιο της Βόννης στη Γερμανία, το χαρακτηριστικό γνώρισμα του εκζέματος είναι η αλλοίωση του δέρματος που επιτρέπει τη διαφυγή του ζωτικού νερού και τη διέλευση περιβαλλοντικών αλλεργιογόνων (όπως η γύρη και τα ακάρεα της οικιακής σκόνης) στο εσωτερικό του.

Αυτό έχει ως επακόλουθο την εμφάνιση ξηρών πλακών με φλεγμονή που προκαλούν έντονο κνησμό (φαγούρα) και μερικές φορές εκλαμβάνονται λανθασμένα ως ψωρίαση.

Το εκζεματώδες δέρμα παρουσιάζει έλλειψη σε μία φυσική αντιμικροβιακή ουσία που ονομάζεται καθελισιντίνη (είναι ένα αντιμικροβιακό πεπτίδιο), με συνέπεια να είναι ευάλωτο σε μολύνσεις που δύσκολα ελέγχονται.

Περισσότερο από το 90% των πασχόντων από έκζεμα έχουν αποικίες του βακτηρίου χρυσίζων σταφυλόκοκκος στο δέρμα τους, οι οποίες συμβάλλουν στην αλλεργική ευαισθησία και φλεγμονή του δέρματος, ανέφερε ο δρ Μπίμπερ. Το ξύσιμο ενισχύει την ικανότητα αυτού του βακτηρίου να δημιουργεί προβλήματα στο δέρμα.

Οπως, εξάλλου, έδειξε μελέτη του Πανεπιστημίου του Ρότσεστερ υπό τη δρα Αννα ντε Μπενεντέτο, μία προστατευτική πρωτεΐνη που αποκαλείται κλαουδίνη-1 είναι σημαντικά εξασθενημένη στο δέρμα των πασχόντων από έκζεμα, αλλά όχι των ατόμων με υγιές δέρμα ή με άλλες δερματοπάθειες.

Οταν είναι μειωμένη η κλαουδίνη-1, οι «ενώσεις» μεταξύ των δερματικών κυττάρων χαλαρώνουν, με συνέπεια να διευκολύνεται η διέλευση των αλλεργιογόνων και των λοιμογόνων παραγόντων.

Περαιτέρω μελέτες

Αν τα προαναφερθέντα ευρήματα επιβεβαιωθούν από περαιτέρω μελέτες, η ανακάλυψη θεραπειών που θα τις αποκαθιστούν θα βελτιώσουν τον έλεγχο του εκζέματος, εκτιμούν οι ερευνητές.

Εως τότε οι πάσχοντες πρέπει να ακολουθούν κατά γράμμα τις συστάσεις των γιατρών, οι οποίοι συνήθως συνιστούν ένα συνταγογραφούμενο στεροειδές που αλείφεται σε μικρές ποσότητες στο δέρμα, καθώς και καλή ενυδάτωση με ενυδατικές κρέμες ή λοσιόν (δίχως αρώματα, διότι ερεθίζουν το δέρμα) αμέσως μετά το μπάνιο, ώστε να γίνει κατακράτηση νερού στο δέρμα.

Επιπλέον, πρέπει να χρησιμοποιούν ήπια, μη αποξηραντικά σαπούνια, κατά τη δρα Λίσα Α. Μπεκ, δερματολόγο στο Πανεπιστήμιο του Ρότσεστερ. Ωστόσο η εξεύρεση του κατάλληλου προϊόντος για κάθε ασθενή θα απαιτήσει αρκετές δοκιμές, προσθέτει.

Οι πάσχοντες πρέπει, επίσης, να κάνουν μπάνιο αμέσως μετά τις δραστηριότητες που προκαλούν ιδρώτα, καθώς και να λαμβάνουν μέτρα χειρισμού του στρες (και τα δύο μπορεί να προκαλέσουν αναζωπύρωση του εκζέματος). Αν, εξάλλου, έχουν τροφικές αλλεργίες, πρέπει να αποφεύγουν τα υπαίτια τρόφιμα, διότι μερικές φορές εκδηλώνονται σαν έκζεμα.

Οσοι, τέλος, παθαίνουν έκζεμα όταν έρχονται σε επαφή με ερεθιστικά προϊόντα (λ.χ. καθαριστικά) πρέπει είτε να τα αποφεύγουν είτε να τα χρησιμοποιούν φορώντας γάντια.