Ενισχυμένα –και πρωτοφανή για τα μεταπολιτευτικά δεδομένα –ποσοστά φιλοαμερικανισμού ήρθε να καταγράψει πρόσφατη έρευνα. Λίγα χρόνια πριν, το 2004, η αρνητική στάση απέναντι στις ΗΠΑ άγγιζε στην Ελλάδα το 64% (πηγή: ΕΚΚΕ 2004). Σήμερα, σύμφωνα με την έρευνα της Κάππα Research («Το Βήμα», 18/8/2013), περίπου 40% των Ελλήνων επιθυμεί η χώρα μας «να έχει σχέσεις» με τις ΗΠΑ, ενώ το ποσοστό αυτό περιοριζόταν στο 12% το 2010. Την ίδια στιγμή μόλις 11,6% των ερωτωμένων τάσσεται υπέρ των σχέσεων με την εταίρο μας στην ΕΕ, Γερμανία.

Αξίζει επίσης να συγκριθούν ο μεσσιανισμός και η έκρηξη αισιοδοξίας, που κυριάρχησαν στον δημόσιο λόγο, κατά τη συνάντηση Σαμαρά – Ομπάμα με το αρνητικά φορτισμένο κλίμα που επικράτησε κατά την επίσκεψη της Ανγκελα Μέρκελ στην Αθήνα (Οκτώβριος 2012) αλλά και την πρόσφατη επίσκεψη Σόιμπλε (Ιούλιος 2013). Η παρουσία των γερμανών αξιωματούχων στην ελληνική πρωτεύουσα πυροδότησε μια έξαρση αντιγερμανισμού, που εκφράστηκε μέσα από εικόνες και σύμβολα του ναζισμού και της γερμανικής κατοχής. Παράλληλα, έγκυρες έρευνες κοινής γνώμης, όπως το Ευρωβαρόμετρο, ανιχνεύουν την ανάδυση αντιευρωπαϊκών τάσεων σε μια άλλοτε φιλοευρωπαϊκή χώρα.

Η κρίση επηρέασε, μεταξύ των άλλων, την έκφραση και το περιεχόμενο του ελληνικού εθνικισμού. Την εθνική αισιοδοξία των αρχών της δεκαετίας του 2000, με την είσοδο στην ΟΝΕ, τον στόχο της «ισχυρής Ελλάδας» και τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, διαδέχθηκε μια μη αναμενόμενη διάψευση των προσδοκιών και μια διάχυτη εθνική απαισιοδοξία. Η ρήξη στο επίπεδο της εθνικής αυτοεικόνας οδήγησε στην αναζήτηση και στην κατασκευή νέων αφηγήσεων με ποικίλα κίνητρα, όπως η νομιμοποίηση πολιτικών, η άσκηση αντιπολίτευσης, η κινητοποίηση συλλογικοτήτων και, εντέλει, η απόπειρα να δοθεί μια πειστική εξήγηση. Οι απαντήσεις στο ερώτημα «ποιος φταίει;» πολώθηκαν μεταξύ του «εμείς» και των «ξένων», διαμορφώνοντας διαφορετικές αφηγήσεις για το έθνος σε ρόλο είτε θύτη είτε θύματος, κινούμενες μεταξύ της εθνικής ενοχής και της εθνικής θυματοποίησης.

Στο πλαίσιο αυτό, η θεωρία περί γερμανού εχθρού έκανε δυναμικά την εμφάνισή της στον πολιτικό λόγο, στα ΜΜΕ αλλά και στις καθημερινές συζητήσεις, ενώ αποδείχθηκε δημοφιλής τόσο σε δεξιόστροφα όσο και σε αριστερόστροφα ακροατήρια. Η δυναμική του αντιγερμανικού αφηγήματος οφείλεται –μεταξύ των άλλων –στο ότι κατόρθωσε να συνδυάσει τον εθνικισμό της κρίσης με ιστορικά ριζωμένα στερεότυπα και μνήμες. Τα Καλάβρυτα και το Δίστομο, η πείνα του κατοχικού χειμώνα, η γερμανική βλοσυρότητα και η αντίθεση γερμανικού και ελληνικού «χαρακτήρα», όπως τη θέλει ο ελληνικός μύθος, συναντήθηκαν με την καταγγελία των πολιτικών λιτότητας και του νεοφιλευθερισμού, καθώς και με την κριτική στα σφάλματα και τις αδυναμίες της ΕΕ.

Ενα ιδιαίτερο κεφάλαιο στη σχετική συζήτηση αποτέλεσε η αναβίωση του ενδιαφέροντος για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο, μακράν του να αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα, η τάση αυτή κατανόησης του παρόντος μέσω του παρελθόντος είναι σήμερα ισχυρή σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, με σημαντικές πολιτικές συνέπειες. Οπως υποστηρίζουν οι Κέρνερ και Μέρτενς (Χρήση και Κατάχρηση της Μνήμης: Ερμηνεύοντας τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στη Σύγχρονη Ευρωπαϊκή Πολιτική, Εκδ. Transaction 2013), το θέμα αυτό είναι «πανταχού παρόν όχι μόνο κατά μήκος της Ευρώπης, αλλά και κατά μήκος του πολιτικού φάσματος».

Από την άλλη, ο Μπαράκ Ομπάμα και μια ριζικά διαφορετική αντιμετώπιση –σε ριζικά διαφορετικό πλαίσιο –της οικονομικής κρίσης στις ΗΠΑ θεωρούνται το αναγκαίο αντίβαρο στην αδιέξοδη γερμανική διαχείριση της κρίσης στην ευρωζώνη.

Ωστόσο, αν η υποκατάσταση του αντιαμερικανισμού από τον αντιγερμανισμό δημιουργεί κατ’ αρχάς την εντύπωση της ασυνέχειας, η παρατήρηση των λειτουργιών και των τρόπων έκφρασης των δύο φαινομένων μαρτυρά την ύπαρξη στοιχείων συνάφειας. Ο αντιαμερικανισμός και ο αντιγερμανισμός επιτελούν διάφορες πολιτικές λειτουργίες, μία από τις οποίες είναι η καταγγελία της εξάρτησης σε μια δεδομένη ιστορική συγκυρία. Είχε προϋπάρξει, εξάλλου, η ρητορική ταύτιση ναζισμού και αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Ενα άλλο κοινό στοιχείο αποτελεί η αναφορά στην αντίσταση του ελληνικού λαού απέναντι στις μεθοδεύσεις των «ισχυρών», στοιχείο που θεωρείται κομμάτι της εθνικής ταυτότητας.

Εντέλει, δύο ισχυρές ιδεολογικές αναφορές της Μεταπολίτευσης, ο φιλοευρωπαϊσμός και ο αντιαμερικανισμός, φαίνεται να μεταβάλλονται στο νέο περιβάλλον, που δημιουργεί η κρίση.

Η Τζένη Λιαλιούτη είναι διδάκτωρ στο Πάντειο Πανεπιστήμιο