Γεννήθηκε το 1988, εξέπεμψε για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1989 και τον πρώτο καιρό ήταν ένα πολύ ανοιχτό και πολύ δημοκρατικό ραδιόφωνο στον χώρο της Αριστεράς. Μετατράπηκε σε εσωστρεφή φωνή τού «ενός και μοναδικού κόμματος» όταν το εγχείρημα του ενιαίου Συνασπισμού αποδείχθηκε ανέφικτο. Επεκτάθηκε και στον τηλεοπτικό αέρα, όπου όμως λειτούργησε ως χαμηλού κόστους κομματικό κανάλι, με συνεχώς φθίνουσα πορεία. Η πρόσφατη κατάρρευσή του εν μέρει μόνο είναι αποτέλεσμα της κρίσης των ΜΜΕ λόγω της τεράστιας διάδοσης του Διαδικτύου –σε έναν άλλο βαθμό έχει να κάνει με την αδυναμία του ΚΚΕ να επεξεργαστεί ρεαλιστικές πολιτικές θέσεις που να πείθουν ένα ευρύτερο, πέραν του κομματικού ακροατηρίου. Η αδιαφανής πώλησή του, τέλος, σε άγνωστο αγοραστή, μέσω ενός πλέγματος οφσόρ εταιρειών, επιβεβαιώνει στην ουσία ότι το κόμμα της εργατικής τάξης μπορεί να γνωρίζει και να εκμεταλλεύεται τους τρόπους λειτουργίας του καπιταλισμού, αλλά αδυνατεί να κατανοήσει την πολυπρισματική πραγματικότητα.

Η ΧΑΜΕΝΗ ΑΝΟΙΞΗ. Το 1988 ήταν η χρονιά κατά την οποία η Ελλάδα, πιεζόμενη από τα ευρωπαϊκά ειωθότα αλλά και από ένα κίνημα που διεκδικούσε «ελεύθερη ραδιοφωνία», κατάργηση δηλαδή του ισχύοντος έως τότε κρατικού μονοπωλίου, θεσμοθετεί, με το Προεδρικό Διάταγμα 25/88 για την «τοπική ραδιοφωνία», τη δυνατότητα λειτουργίας σταθμών τοπικής εμβελείας στα FM. Ηδη με πρωτοβουλία του τότε δημάρχου Μιλτιάδη Εβερτ και υπό τη διεύθυνση του Γιάννη Τζανετάκου είχε αρχίσει να λειτουργεί ο δημοτικός σταθμός Αθήνα 9,84, για να ακολουθήσουν και άλλοι δημοτικοί σταθμοί. Στο νέο πεδίο εισέρχονται και ιδιωτικές επιχειρήσεις Τύπου ενώ στις 9 Ιανουαρίου 1989 ακούγεται για πρώτη φορά το σήμα του σταθμού –που λειτουργεί υπό την αιγίδα του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου υπό τη διεύθυνση του δημοσιογράφου Παύλου Τσίμα –μια σύνθεση της Ελένης Καραΐνδρου που υλοποίησαν δύο μεγάλοι μουσικοί της εναλλακτικής τζαζ, ο Γιαν Γκαρμπάρεκ και ο Νάνα Βασκονσέλος.

Ηταν μια περίοδος ανάτασης για την Αριστερά. Για πρώτη φορά στην Ιστορία φαινόταν να επουλώνεται το τραύμα της διάσπασης του ΚΚΕ, η συνεννόηση του συνόλου της Αριστεράς στην πολιτική τροφοδοτούσε ελπίδες για τη δημιουργία ενός δημοκρατικού πόλου της Αριστεράς ενώ, στο πεδίο του Τύπου, ένα ανοιχτό ραδιόφωνο υποσχόταν να συγκεντρώσει τις δημιουργικές δυνάμεις της λόγιας καλλιτεχνικής έκφρασης, που θα ενίσχυαν το μοντέλο μιας πλουραλιστικής προοδευτικής δημοσιογραφίας, για το οποίο δεν θα είχε λόγο (ή θα είχε ελάχιστο) ο κομματικός μηχανισμός. Πιστός σε αυτό το μοντέλο, λίγους μήνες αργότερα ο 902 βρέθηκε με ανταποκριτές στην Ανατολική Ευρώπη, οι οποίοι μετέδωσαν τα επεισόδια της κατάρρευσης του κομμουνισμού.

ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ. Η άνοιξη δεν άντεξε πολύ. Τόσο οι εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις όσο και η κατάρρευση του κομμουνισμού, που εισπράχθηκε από το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής Αριστεράς ως ήττα και τραύμα, οδήγησε την ελληνική Αριστερά ξανά στον ψυχρό πόλεμο ορθόδοξων (δογματικών, όπως τους αποκαλούσαν οι άσπονδοι σύντροφοί τους) εναντίον ανανεωτών (αναθεωρητών ή ρεβιζιονιστών, κατά τον αντίπαλο χαρακτηρισμό). Τα ΜΜΕ ξαναμοιράζονται. Το 1991 ο 902 μετατρέπεται σε κομματικό ραδιόφωνο του ανασυγκροτούμενου ΚΚΕ –και η λειτουργία της τηλεόρασης, με τη συχνότητα να έχει παραχωρηθεί δωρεάν στο κόμμα από την πολιτεία, είναι ένα ακόμη μέσο οπαδικής συσπείρωσης.

Η ενημέρωση, πλέον, μοιάζει με προπαγάνδα. Το ραδιόφωνο γίνεται ελληνοκεντρικό μουσικά και, πλέον, ο ραδιοσταθμός αρχίζει να μοιάζει με τον «Ριζοσπάστη» των FM. Αντιστοίχως, η τηλεοπτική συχνότητα δομείται γύρω από ένα κομματικό δελτίο ειδήσεων με φτηνό υλικό: ρωσικές ταινίες του σοσιαλιστικού ρεαλισμού χωρίς πνευματικά δικαιώματα, φτηνές εκπομπές λόγου, κινούμενα σχέδια με κορυφαίο το πολωνικό «Μπόλεκ και Λόλεκ», ηθικοπλαστική σειρά με πρωτόγονη, για τα σημερινά δεδομένα, τεχνική και αισθητική. Στην πορεία, για να βρει πόρους, ο σταθμός παραχώρησε ζώνες του σε εκπομπές τηλεμάρκετινγκ –και οι οπαδοί του γνήσιου και ανόθευτου τρας δόξασαν την αθάνατη διαφήμιση ανατομικών μαξιλαριών, διαφημισμένα από ένα ένδοξο δίδυμο της τελευταίας περιόδου του εμπορικού κινηματογράφου, τον Σπύρο Καλογήρου και την Ευαγγελία Σαμιωτάκη.

Η ΠΩΛΗΣΗ. Τα τελευταία χρόνια ο 902 δεν τα πήγαινε καθόλου καλά. Με συρρικνωμένη την εκλογική βάση του, το ΚΚΕ αδυνατούσε να αντεπεξέλθει στο κόστος του, την ίδια στιγμή που κατέρρεαν και άλλες εκδοτικές επιχειρήσεις του –η Τυποεκδοτική αλλά ακόμη και η κομματική εφημερίδα, ο «Ριζοσπάστης». Ωστόσο, σε μια περίοδο προβλημάτων στον χώρο του Τύπου, και ενώ τα συνδικαλιστικά σωματεία έκαναν, χωρίς αποτέλεσμα, απεργίες στις επιχειρήσεις Τύπου διαμαρτυρόμενα για μειώσεις αμοιβών και απολύσεις, τα κομματικά έντυπα του ΚΚΕ απέλυαν εργαζομένους με την απόλυτη ανοχή των σωματείων, τα οποία στην πραγματικότητα δεν ενδιαφέρθηκαν για τους συγκεκριμένους εργαζομένους. Οταν το κόμμα αναγκαζόταν να αναφερθεί σε αυτούς μιλούσε για θύματα των καπιταλιστικών συνθηκών εργασίας –αφού οι απολυμένοι του ΚΚΕ (το οποίο, λέει, δεν είναι εργοδότης!) έπεσαν θύματα της καπιταλιστικής οργάνωσης της κοινωνίας.

Κάπως έτσι, υποκριτικά, δύο βδομάδες πριν μάθαμε από δημοσίευμα του Μικροπολιτικού ότι πωλήθηκε και ο 902 –κυκλοφόρησαν μάλιστα τα ονόματα δύο επιχειρηματιών, του Φίλιππου Βρυώνη και του Ευάγγελου Μαρινάκη, οι οποίοι έσπευσαν να διαψεύσουν. Το ΚΚΕ επιβεβαίωσε την είδηση, κάνοντας λόγο για νόμιμες διαδικασίες, χωρίς να δώσει διευκρινίσεις για τον αγοραστή. Λίγες ημέρες αργότερα, ωστόσο, μαθεύτηκε ότι η αγοραπωλησία έγινε μέσω Κύπρου, μέσω της εταιρείας A-Orizon, η οποία έχει ονομαστικό κεφάλαιο 2.000 ευρώ και μοναδικός μέτοχός της είναι η οφσόρ Nalotia Ventures Ltd με έδρα τις Βρετανικές Παρθένους Νήσους –που Κύριος οίδε ποιον εκπροσωπεί.

Κάπως έτσι, μέσω μιας μυστηριώδους αγοραπωλησίας, το ΚΚΕ αποδεικνύεται θύτης, πλέον, και όχι θύμα της καπιταλιστικής οργάνωσης της κοινωνίας. Οσο για το επιχείρημα, που έγραψε η «Αυγή» και αντέγραψε σε ανακοίνωσή της η ΕΣΗΕΑ, ότι «το ΚΚΕ, ως εργοδότης, χάνει οριστικά την ηθική ανωτερότητά του που διατηρούσε έναντι των αντιπάλων του, τουλάχιστον μέχρι το Μνημόνιο», μπορεί και να είναι η κριτική ενός χώρου που θα ήθελε την πωληθείσα τηλεοπτική συχνότητα ως βάση για έναν μεγάλο αριστερό τηλεοπτικό σταθμό.

Μόνο που, μεταφράζοντας τις ιδεολογικές συντεταγμένες του ΣΥΡΙΖΑ, αν γινόταν ένας τέτοιος σταθμός ουδεμία σχέση θα είχε με το πλουραλιστικό πείραμα του 1989. Οχι μόνο επειδή ο πλουραλισμός δεν βρίσκεται στις ιδεολογικές προτεραιότητες του σημερινού ηγεμονικού κόμματος της Αριστεράς. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία…

Φτηνό υλικό

Μετά το 1992 η τηλεοπτική συχνότητα δομείται γύρω από ένα κομματικό δελτίο ειδήσεων με φτηνό υλικό: ρωσικές ταινίες του σοσιαλιστικού ρεαλισμού χωρίς πνευματικά δικαιώματα, κινούμενα σχέδια με κορυφαίο το πολωνικό «Μπόλεκ και Λόλεκ» και τηλεμάρκετινγκ με τη διαφήμιση ανατομικών μαξιλαριών να κλέβει την παράσταση