Για τον φόβο του ΣΔΟΕ ακυρώθηκαν οι σκυλοσυναυλίες του Δεκαπενταύγουστου κι έχω μια στενοχώρια απερίγραπτη. Κρίμα να γιορταστεί φέτος η Κοίμηση της Θεοτόκου χωρίς έστω μια λιπoθυμιά από ουίσκι και τσαλαπατημένα γαρίφαλα. Απάνω που είχα αρχίσει να μαθαίνω για μια Πάολα, για έναν Κιάμο, για όλο τέλος πάντων το εορτολόγιο του σκότους. Ευτυχώς τουλάχιστον που πρόλαβα να ακούσω τον Βέρτη την περασμένη εβδομάδα να περφορμάρει υπαιθρίως, σύρριζα στον περίβολο του μυθικού ξενοδοχείου Ιμαρέτ μ’ ένα φεγγαράκι τσιγκελωτό να βρέχει τη μια άκρη του στο παλιό λιμάνι της Καβάλας. Αχ τι νύχτα ήταν εκείνη που την τρέμει ο λογισμός; Απέξω μαυροφόρα απελπισιά πικρής σκλαβιάς χειροπιαστό σκοτάδι, κολασμένο τράφικ και μια συστοιχία από φονικά μεγάφωνα να σημαδεύουν τ’ αυτιά μας περασμένα μεσάνυχτα. Την ίδια εκείνη ώρα, μέσα στους κήπους του θολόχτιστου Ιμαρέτ, σπάνιο δείγμα οθωμανικού μπαρόκ στην Ευρώπη και μοναδικό στην Ελλάδα, μια άλλη Παναγιά από διαφορετικό Πάνθεον προσπαθούσε να συγκεντρωθεί στην πρόβα της. Δεν ξέρω πώς τα κατάφεραν η Μάγια Λυμπεροπούλου και όλος ο θίασος να συνεχίσουν τη δουλειά τους σε ένα έργο βασισμένο στην αλληλογραφία του Κ.Π. Καβάφη με τον Αλέκο Σεγκόπουλο. Οταν όμως τερέτισαν και τα τελευταία συναυλιακά πυροτεχνήματα, είχα κιόλας μπει στο νόημα. Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου.