Είναι μια βαριά βιομηχανία στην οποία χωρούν πολλά και ωραία πράγματα. Ο ήλιος και η θάλασσα, το καρπούζι του Σαββόπουλου και ο χορός του Ζορμπά, τα χάρτινα τραπεζομάντιλα με τους χάρτες, το δυνατό φως, τα θαλασσινά και η ψιλή άμμος. Είναι ένας οικονομικός κλάδος που συνδέεται σχεδόν αποκλειστικά με ωραίες αισθήσεις και ευχάριστες αναμνήσεις. Είναι ό,τι πουλάμε στον υπόλοιπο κόσμο ως μοναδικό φυσικό παράδεισο και ό,τι τροφοδοτεί αποκλειστικά τα καλοκαίρια την εθνική μας υπερηφάνεια. Είναι κάτι που καταλάβαμε την τεράστια σημασία του όταν ξεπεράσαμε το κόμπλεξ της «χώρας των γκαρσονιών». Και κάτι που έκανε έναν Πρωθυπουργό να αναγγείλει τη μείωση του ΦΠΑ περίπου ως εθνική κατάκτηση. Ο τουρισμός έγινε το χαϊδεμένο παιδί μιας ολόκληρης κυβέρνησης που δεν περιμένει από αυτόν τίποτε περισσότερο από ένα σημάδι οικονομικής ανάπτυξης, μια ένδειξη ότι κάτι έχει αρχίσει να ξαναπαίρνει ζωή στο κουφάρι της νεκρής μας οικονομίας, ένα μήνυμα ότι η άφιξη 17 εκατ. ξένων τουριστών θα κάνει την Ελλάδα να φανεί και πάλι μια κανονική χώρα σε μια περιοχή που πάλλεται από την ένταση.

Κι όμως, η τουριστική βιομηχανία εξακολουθεί να λειτουργεί με τη λογική μιας αρπαχτής που κάποτε απείλησε να τη διαλύσει. Οι άνθρωποι που βιοπορίζονται από την ξεκούραση των άλλων διαχειρίζονται τους παραδείσους τους σαν να μην υπάρχει επόμενη ημέρα, σαν να μην υπάρχει άλλος κόσμος έξω από τον δικό τους. Δεν είναι μόνο η έλλειψη φορολογικής συνείδησης, αυτή η συνεχής περιφρόνηση των υποχρεώσεών τους απέναντι σε ένα διαλυμένο κράτος και μια γονατισμένη κοινωνία. Είναι και οι συνθήκες εργασίας που προσφέρουν ως εργοδότες στο προσωπικό των επιχειρήσεών τους. Εάν ενοχλεί το γεγονός ότι η φοροδιαφυγή φτάνει το 85%, η πληροφορία ότι υπάρχουν άνθρωποι που εργάζονται εξαντλητικά πολλές ώρες και με πολύ χαμηλές αμοιβές μπορεί μόνο να εξοργίσει. Εάν είναι αλήθεια ότι οι εστιάτορες και οι ξενοδόχοι απολύουν υπαλλήλους που στοιχίζουν σε ασφάλιση για να προσλάβουν μαθητευόμενους σπουδαστές τουριστικών σχολών που δεν κοστίζουν σχεδόν τίποτε, τότε ο παράδεισος που διαφημίζουμε είναι στην πραγματικότητα μια κόλαση που δεν διαφέρει σε τίποτε από τα εργοστάσια στην Κίνα, στην Ινδονησία, στην Καμπότζη και στην Ταϊλάνδη.

Δεν χρειάζεται ένα πρωθυπουργικό διάγγελμα για να καταγγελθεί η ασυδοσία. Αλλά μια βαριά βιομηχανία που εμφανίζει τέτοια συμπτώματα σήψης δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται σαν μεσήλικη νησιώτισσα που σηκώνει την ταμπέλα με την επιγραφή «rooms to let» όταν πιάνει λιμάνι το πλοίο της γραμμής. Είναι κάτι παραπάνω από αυτό. Και καθόλου γραφικό.