Ο έλεγχος και η αντιπαραβολή των λογιστικών στοιχείων έδειχναν έλλειμμα πάνω από 55.000 ευρώ. Οπως ανακάλυψαν οι επιθεωρητές, η εφοριακός σε ΔΟΥ μεγάλου νησιού «με πρόθεση να ιδιοπ οιηθεί χρήματα της διαχείρισης του Γραφείου Παρακαταθηκών για ίδιον όφελος» προέβαινε στα εξής τεχνάσματα: ή εξέδιδε εντάλματα όπου αναγράφονταν ποσά μεγαλύτερα από αυτά που έπρεπε, ή παραποιούσε τα αναγραφόμενα ποσά στα εντάλματα και τα γραμμάτια ή έγραφε στο βιβλίο του ταμείου ποσά μεγαλύτερα των πραγματικών. Και έτσι τσέπωνε τη διαφορά που προέκυπτε, η οποία έφτανε και τις 5.000 – 6000 ευρώ ανά γραμμάτιο. Αποτέλεσμα ήταν να συσσωρευτεί το προαναφερόμενο έλλειμμα μέσα σε χρονικό διάστημα 8 μηνών, από τον Ιανουάριο έως και τον Αύγουστο του 2005 και άλλα 11.000 ευρώ το έτος 2006.

Αφού οι ελεγκτές έπιασαν την εφοριακό, εκείνη κατέθεσε τον Ιούνιο του 2006 10.000 ευρώ, ενώ τον Οκτώβριο του 2009 πούλησε ένα ακίνητο και επέστρεψε άλλα 8.000 ευρώ. «Λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις περί εφαρμογής των αρχών έμπρακτης μετάνοιας και της επιείκειας υπέρ του πειθαρχικώς διωκομένου, δεδομένου ότι η εγκαλουμένη μετά την πράξη της επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επεδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης της, το Υπηρεσιακό Συμβούλιο, κατά πλειοψηφία, με ψήφους τρεις υπέρ και δύο κατά, κρίνει ως προσήκουσα και επιβλητέα στην εγκαλούμενη ποινή, αυτή της προσωρινής παύσης έξι μηνών με πλήρη στέρηση των αποδοχών της», ήταν η απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Τα δύο μέλη που ήταν κατά της προαναφερόμενης ποινής και υπέρ της έγγραφης επίπληξης αιτιολόγησαν το σκεπτικό τους ότι η εφοριακός έχει τιμωρηθεί επαρκώς καθώς έχει τεθεί σε δυνητική αργία από το 2006, οπότε και άρχισε η περικοπή των αποδοχών της.