Η ζωή για την οικογένειά μου στη Νότια Αφρική ήταν άνετη. Το προσωπικό άλλαζε τις πάνες των μωρών, κουβαλούσε τις ψησταριές για το μπάρμπεκιου. Απασχολούσαμε δύο κηπουρούς –έναν για τα τριαντάφυλλα κι έναν για τα υπόλοιπα. Οταν τελείωνε το δείπνο μας χτυπούσαμε το κουδούνι είτε με το χέρι είτε με το πόδι σε ένα κουμπί που υπήρχε στο κόκκινο χαλί. Αμέσως εμφανιζόταν ένας μαύρος υπηρέτης ντυμένος στα λευκά. Ο παππούς μου Λόρι Αντλερ και οι φίλοι του έβαζαν τα καλά τους για το κυριακάτικο τραπέζι. Το απεριτίφ τους ήταν ένα κοκτέιλ που λεγόταν Τζιν και Δύο κι έπαιζαν μπόουλινγκ. Την ίδια ώρα στο Ρόμπεν Αϊλαντ ο Νέλσον Μαντέλα μετρούσε τις ημέρες χαράζοντας γραμμές στον τοίχο του κελιού του.

Μια ιδιαιτερότητα του απαρτχάιντ ήταν ότι οι λευκοί κρατούσαν σε απόσταση τους μαύρους εκτός από τις πιο προσωπικές τους στιγμές, που δεν ήταν άλλες από αυτές που ζούσαν στο σπίτι. Οι μαύροι μαγείρευαν και καθάριζαν. Επλεναν, έραβαν και ξεσκόνιζαν. Πρόσεχαν τα παιδιά. Μετά το δείπνο του Σαμπάτ, το βράδυ της Παρασκευής, οι καλεσμένοι άφηναν ένα μικρό φιλοδώρημα στον πάγκο της κουζίνας –αν και πάντα υπήρχε κάποιος που «ντρεπόταν» επειδή δεν κρατούσε εκείνη τη στιγμή ψιλά. Την ίδια ώρα στο Ρόμπεν Αϊλαντ ο Νέλσον Μαντέλα κατέγραφε σε ένα ημερολόγιο του Οργανισμού Τουρισμού της Νότιας Αφρικής τις ταπεινώσεις που υφίστατο από τους λευκούς δεσμοφύλακές του.

Ενας συγγενής μού είχε πει ότι η πρώτη πολιτική ανάμνηση ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ένα τεράστιο ποτάμι μαύρων που είχαν πλημμυρίσει την Αλεξάνδρεια –«ήταν σαν τους Εβραίους όταν εγκατέλειπαν την Αίγυπτο», μου είπε, αλλά ο δικός τους δρόμος δεν ήταν φυσικά προς την ελευθερία. Οι μαύροι διαμαρτύρονταν για την αύξηση στην τιμή του εισιτηρίου των λεωφορείων. Ο παππούς μου επέμενε να μην ανησυχούμε. Είχε γεννηθεί στη Νότια Αφρική το 1899, η γιαγιά μου το 1900. Θα έπρεπε να ξέρουν.

Η Νότια Αφρική ήταν ένα καλό μέρος για να ζήσει ένας Εβραίος τον 20ό αιώνα. Ενας οικογενειακός φίλος άφησε κάποτε να του ξεφύγει μια σκέψη που πολλοί είχαν αλλά λίγοι φανέρωναν για τους μαύρους: «Ο Θεός να τους έχει καλά. Εάν δεν υπήρχαν αυτοί, θα ήμασταν εμείς». Η γιαγιά μου ψήφιζε το Προοδευτικό Κόμμα της Ελεν Σούζμαν που ήταν κατά του απαρτχάιντ αλλά προσευχόταν να παραμείνει το Εθνικό Κόμμα στην εξουσία. Δεν ήταν η μόνη σε αυτή την αριστοκρατική υποκρισία. Την ίδια ώρα στο Ρόντεν Αϊλαντ ο Νέλσον Μαντέλα έδιωχνε το μίσος από την ψυχή του και καλλιεργούσε τις αρετές της υπομονής και της καρτερίας διατηρώντας αναλλοίωτο το μεγαλείο της ψυχής του.