Από τις αμερικανικές πρεσβείες σε Λευκωσία και Αθήνα στις παρακολουθήσεις του απόρρητου αριθμού του Ανδρέα Παπανδρέου στην Εκάλη και στο τηλέφωνο της οικογένειας Μητσοτάκη με το κόκκινο λαμπάκι, οι υποκλοπές μόνο «νέο φρούτο» δεν μπορεί να χαρακτηριστούν. «ΤΑ ΝΕΑ», με αφορμή τις πρόσφατες αποκαλύψεις για τις παρακολουθήσεις της αμερικανικής Εθνικής Υπηρεσίας Ασφάλειας (ΝSA), ανατρέχουν σε ιστορίες κατασκοπείας από το κοντινό και το μακρινό παρελθόν.

Οι πρεσβείες

Η δουλειά του δεν είναι αυτό που θα έλεγε κανείς «συνηθισμένη». Ο Μάικ Φροστ, βετεράνος της καναδικής CSE –της αντίστοιχης υπηρεσίας της NSA –είχε ειδικευθεί έπειτα από την απαραίτητη μαθητεία στο στήσιμο εξοπλισμού παρακολούθησης σε πρεσβείες ώστε να μπορούν οι διπλωματικές αποστολές να υποκλέπτουν τηλεφωνικές συνομιλίες αλλά και δεδομένα που μεταδίδονταν ασύρματα σε μεγάλη ακτίνα από τις εγκαταστάσεις. Η εκπαίδευσή του πραγματοποιήθηκε στο Μέριλαντ των ΗΠΑ, όπου διδάχθηκε βάσει των μεθόδων που ακολουθούνταν στις αμερικανικές πρεσβείες. Αυτές τις μεθόδους εφάρμοσε και σε πλήθος καναδικών πρεσβειών. Ετσι ο Φροστ μπορούσε να καταλάβει με ευκολία αν υπάρχει εξοπλισμός παρακολουθήσεων σε μία πρεσβεία απλά και μόνο εξετάζοντας κάποιες φωτογραφίες –συγκεκριμένα βλέποντας τις κεραίες και τον τρόπο με τον οποίο έχουν διαμορφωθεί κάποιοι χώροι στην οροφή.

Το 2000 ο καναδός, συνταξιούχος πλέον, υπάλληλος των μυστικών υπηρεσιών διεξήγαγε μία λεπτομερή ανάλυση δεκάδων φωτογραφιών της αμερικανικής πρεσβείας στη Λευκωσία μαζί με τον βρετανό ερευνητή Ντάνκαν Κάμπελ, που είχε τον ρόλο του συντονιστή και στην πρόσφατη παγκόσμια έρευνα για τις οφσόρ, στην οποία συμμετείχαν «ΤΑ ΝΕΑ» μαζί με τις μεγαλύτερες εφημερίδες στον πλανήτη. Το συμπέρασμα των δύο ειδικών για την πρεσβεία ήταν ότι μέρος του τελευταίου ορόφου χρησιμοποιούνταν ως Αίθουσα Επιχειρήσων για την παρακολούθηση ασύρματων επικοινωνιών. Συγκεκριμένα, ανέφεραν ότι ο εξοπλισμός της πρεσβείας αποτελείτο από τουλάχιστον 18 ειδικές κεραίες –κάποιες από αυτές κατευθυντικές για να λαμβάνουν σήμα από συγκεκριμένες περιοχές –και πέντε κουτιά για να τις κρύβουν. Από τον αριθμό και τον τύπο των κεραιών και των κουτιών που ήταν ορατά ο Φροστ συμπέρανε ότι υποκλοπές στις επικοινωνίες με αυτά τα συστήματα πραγματοποιούνταν 24 ώρες το 24ωρο, επτά ημέρες την εβδομάδα, και ότι καλυπτόταν σχεδόν το σύνολο του φάσματος των ραδιοσημάτων.

Τον Ιανουάριο του 2006, μόλις έναν μήνα πριν από την αποκάλυψη της υπόθεσης Vodafone στην Ελλάδα, ο Φροστ ασχολήθηκε και με την περίπτωση της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα, για την οποία επισήμανε ότι θα μπορούσε να υπάρχει αντίστοιχο σύστημα παρακολουθήσεων στους επάνω ορόφους. Στην κοινή συνέντευξη Τύπου που παραχώρησαν οι τότε υπουργοί Δημόσιας Τάξης, Δικαιοσύνης και Επικρατείας, έπειτα από το αποκαλυπτικό δημοσίευμα των «ΝΕΩΝ» στις 2 Φεβρουαρίου 2006, στο κέντρο του τριγώνου των παρακολουθήσεων εμφανιζόταν η αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα.

Το «τζούντο»

Τακτική «τζούντο» είχε ακολουθήσει ο Ανδρέας Παπανδρέου στις αρχές της δεκαετίας του 1990, επί κυβερνήσεως Μητσοτάκη, όταν έμαθε ότι οι τηλεφωνικές συνομιλίες του παρακολουθούνται: έκανε ακριβώς τα αντίθετα από αυτά που είχε πει σε στενό του συνεργάτη το προηγούμενο βράδυ, αιφνιδιάζοντας έτσι τους πολιτικούς του αντιπάλους.

Οι καλές σχέσεις του Ανδρέα με τους συνδικαλιστές του ΟΤΕ ήταν δεδομένες. Οταν κυκλοφόρησε η φήμη ανάμεσα στους τεχνικούς ότι η ΕΥΠ έχει «στήσει αυτί» σε απόρρητη γραμμή που χρησιμοποιούσε από το σπίτι του στην Εκάλη, οι «πράσινοι» έσπευσαν να τον ενημερώσουν. Οι συνδικαλιστές δεν ήταν σε θέση να γνωρίζουν τι ήταν αυτό που έψαχναν οι μυστικές υπηρεσίες. Αντίθετα, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ κατάλαβε αμέσως το γιατί. Εκείνες τις ημέρες προετοιμαζόταν για μετωπική σύγκρουση στη Βουλή σχετικά με τη στάση της Ελλάδας απέναντι στις ΗΠΑ, την οποία εκείνη την περίοδο κυβερνούσε ο Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος, ο οποίος τύχαινε να είναι πολύ καλός φίλος του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.

Ο πονηρός Ανδρέας, γνωρίζοντας ότι παρακολουθείται, μία ημέρα πριν από την προγραμματισμένη συζήτηση στη Βουλή καλεί στο τηλέφωνο τον Αναστάσιο Πεπονή, ο οποίος εκείνη την περίοδο ήταν κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ. Αυτό που άκουσε η ΕΥΠ ήταν ότι το ΠΑΣΟΚ θα ακολουθήσει ήπια γραμμή, κρατώντας τους τόνους χαμηλά, ενώ θα περίμενε πρώτα να δει πώς θα χειριστεί το θέμα η κυβέρνηση. Αυτό που δεν άκουσε ήταν τον έμπιστο απεσταλμένο του Ανδρέα που πήγε στο σπίτι του Πεπονή για να του πει ότι ήθελε να τον δει από κοντά ο πρόεδρος. Οταν τελικά οι δύο άνδρες συναντήθηκαν στην Εκάλη ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος έλαβε τις οδηγίες για τον χειρισμό του θέματος: αντί να κρατάει άμυνα, η αντιπολίτευση θα έβγαινε στην επίθεση φέρνοντας στο φως επιστολές του Μπους και άλλα έγγραφα που ομολογουμένως αιφνιδίασαν την κυβέρνηση…

Το φωτάκι

«Ημουν 14 χρόνων όταν για πρώτη φορά υπήρξα θύμα υποκλοπών. Ηταν τον Οκτώβριο ή τον Νοέμβριο, νομίζω, του 1968, όταν έπειτα από μία περίοδο που δεν είχαμε τηλέφωνο –η χούντα μας τα είχε κόψει –μας επανασύνδεσαν το τηλέφωνο. Εκείνη την εποχή ήταν πρωτόγονα τα μέσα, έτσι με το που σηκώναμε το τηλέφωνο γνωρίζαμε ότι η χούντα μάς παρακολουθεί, ότι ακούει κάθε συνομιλία μας και ξέρει ποιος μιλάει και τι μας λέει. Αυτή ήταν η πρώτη μου εμπειρία. Και από εκεί και πέρα η μόνη περίοδος στη ζωή μου που δεν είχα το αίσθημα ότι μας παρακολουθούν ήταν η περίοδος μεταξύ του 1974 και 1981».

Ηταν 1994 όταν η Ντόρα Μπακογιάννη, σε ομιλία της που κατονόμαζε τον Χρήστο Μαυρίκη ως επαγγελματία εκβιαστή που βγάζει τα προς το ζην κάνοντας υποκλοπές και εκβιάζοντας ανύποπτους πολίτες, έκανε την παραπάνω αναδρομή στα χρόνια της εφηβείας της. Σε εκείνη την ομιλία παραδέχθηκε την κατάσταση που βίωναν και βιώνουν οι έλληνες πολιτικοί και οι οικογένειές τους λέγοντας ότι «ποτέ δεν μπορούσαμε να ήμαστε σίγουροι αν, όταν άναβε στη συσκευή το κόκκινο λαμπάκι, αυτός που μας παρακολουθούσε ήταν όντως της ΕΥΠ. Αν δηλαδή εκτός της ΕΥΠ δεν μας παρακολουθούσε και κάποιο ιδιωτικό δολοφονικό κύκλωμα».

Η κυρία Μπακογιάννη ανέτρεξε τότε σε ένα πιο πρόσφατο περιστατικό, λίγες ημέρες πριν ορκιστεί η κυβέρνηση Τζανετάκη. Το συγκεκριμένο συμβάν εξιστόρησε ο Γιώργος Βότσης στην Προανακριτική Επιτροπή του 1989: «Τηλεφωνώ από το σπίτι μου στην κόρη του αρχηγού της ΝΔ, την κυρία Μπακογιάννη, στο γραφείο της. Θέλω κάποιες πληροφορίες, μιλάμε, όπου κάποια στιγμή διαπιστώνω ότι δεν έχω ακροατή. Μιλάω, λέω «Ντόρα, Ντόρα», τίποτε. Υστερα από λίγο –έχω και ένα δεύτερο τηλέφωνο στο σπίτι –κτυπάει το τηλέφωνο. Είναι η κ. Μπακογιαννη, (προφανώς έχουν πάρει κάποια μέτρα οι άνθρωποι και έχουν μερικά από εκείνα τα στοιχειώδη μηχανηματάκια που διαπιστώνεις τουλάχιστον την υποκλοπή, την παρακολούθηση που γίνεται δηλαδή, κάποιο φωτάκι ανάβει), η οποία μου λέει «σταμάτησα και εγώ να σε ακούω, άναψε το φωτάκι». Ε, τότε, λέω αυτά που ρωτούσα προηγουμένως σε ρυθμό υπαγορεύσεως, ώστε στην απομαγνητοφώνηση να μη δυσκολεύονται οι άνθρωποι…».