Πολλά είναι τα πράγματα που στην Ελλάδα συμβαίνουν αντίστροφα· προκύπτουν δηλαδή χωρίς να ακολουθούν την ομαλή ή φυσική πορεία με την οποία συντελούνται σε άλλες χώρες. Οι ιδέες του Διαφωτισμού, για παράδειγμα, που στην Ευρώπη αναδύθηκαν μέσα από τις κοινωνικές συνθήκες, έφτασαν στην Ελλάδα ήδη έτοιμες και μετακενωμένες. Το ίδιο συνέβη και με την οικοδόμηση του πολιτικού συστήματος του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Το ίδιο συμβαίνει ακόμη και σήμερα, όταν παραλαμβάνουμε έτοιμη γνώση και ευρεσιτεχνία που παρήχθη αλλού για να βάλουμε σε τάξη τα οικονομικά μας και τη Δημόσια Διοίκηση.

Η εισαγωγή ξενόφερτων ιδεών και πρακτικών που προέκυψαν σε άλλες χώρες μέσα από τις εκεί διεργασίες δεν είναι κάτι κακό, ειδικά αν, ενώ μας είναι χρήσιμες, δεν είμαστε σε θέση να τις παραγάγουμε μόνοι μας. Το αντίθετο. Είναι ανόητο να υπάρχει διαθέσιμη γνώση και να μην την εκμεταλλευόμαστε ή να αντιστεκόμαστε στους ανθρώπους που επιχειρούν να μεταφέρουν ιδέες και πρακτικές που είδαν ότι βοηθούν και εμπνέουν συγγενείς μας κοινωνίες. Η ενσωμάτωση, ωστόσο, των όποιων θεωρητικών, πολιτισμικών ή πρακτικών δανείων δεν είναι εύκολη υπόθεση. Η μεταλαμπάδευσή τους έρχεται συνήθως σε μία κοινωνία που δεν είναι ώριμη να τα δεχτεί και που δεν κάνει τον κόπο να «πάρει το ιστορικό» των όρων και των τρόπων παρασκευής τους. Το αποτέλεσμα είναι να βλέπουμε συχνά τη χώρα-δέκτη να προσπαθεί να απορρίψει το «μόσχευμα» και να δημιουργούνται επιπλοκές, ασυνέχειες και ανωμαλίες.

Η επιστολή του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης ενόψει της διοργάνωσης του Gay Pride είναι μία τέτοια ανωμαλία. Το Gay Pride στην Ελλάδα γιορτάζεται μόλις από το 2005 στην Αθήνα και από το 2012 στη Θεσσαλονίκη. Δεν πρόκειται για μάζωξη μερίδας πολιτών, για φεστιβάλ κομματικής νεολαίας, για πάρτι κοινωνικοεπαγγελματικής κατηγορίας, για πολιτική συγκέντρωση. Μπορεί η διοργάνωσή του να οφείλεται σε εξειδικευμένες οργανώσεις ή συλλόγους (ΛΟΑΤ, ΟΠΟΘ), διοργανώνεται όμως υπό την αιγίδα του δήμου και αυτό το καθιστά κανονική δημόσια γιορτή, που αφορά το σύνολο των δημοτών και όχι μόνο εκείνους των οποίων ο ομοφυλόφιλος σεξουαλικός προσανατολισμός προτάσσεται και εορτάζεται. Προσλαμβάνει δε το διεθνές τρέιντμαρκ του Gay Pride, μιας γιορτής μνήμης θεσμοποιημένης πια στη συντριπτική πλειονότητα των μεγάλων πόλεων της Ευρώπης και της Αμερικής.

Αυτό που μνημονεύεται πρωτίστως είναι η εξέγερση του Στόουνγολ, όπως έχει επικρατήσει να ονομάζεται, που έλαβε χώρα τον Ιούνιο του 1969 στη γειτονιά του Γκρίνγουιτς Βίλατζ. Η ανένταχτη και σχεδόν ποινικοποιημένη γκέι κοινότητα της Νέας Υόρκης κατέφευγε εκεί για την κοινωνικοποίησή της, σε μπαρ που διαχειριζόταν η Μαφία. Η Αστυνομία πραγματοποιούσε συχνούς ελέγχους, ώσπου η έφοδος της 28ης Ιουνίου οδήγησε στη βίαιη και πολυήμερη διαμάχη ανάμεσα στους ομοφυλόφιλους θαμώνες του ομώνυμου μπαρ και του ευρύτερου πλήθους και στις δυνάμεις της Αστυνομίας. Το Gay Pride είναι η διαδήλωση που πραγματοποιήθηκε από την επόμενη κιόλας χρονιά (1970) στις μεγάλες αμερικανικές πόλεις, η οποία παρέπεμπε στις εξεγέρσεις και επαναλαμβάνεται αδιάκοπα μέχρι σήμερα.

Επτά χρόνια αργότερα, στο Μαϊάμι το 1977, η αμερικανίδα τραγουδίστρια Αννίτα Μπράιαντ οργανώνει την προεκλογική της εκστρατεία γύρω από το σύνθημα «Ας σκοτωθεί ένας ομοφυλόφιλος για την αγάπη του Χριστού». Το σλόγκαν αυτό ξεσηκώνει τη γαλλική γκέι κοινότητα η οποία, ακόμη παράνομη, βγαίνει να διαδηλώσει αυθόρμητα στους δρόμους του Παρισιού. Η πορεία επαναλαμβάνεται το ’79, το ’80 και το ’81, ώσπου το 1982, ο τότε νεοεκλεγείς πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Μιτεράν τηρεί την προεκλογική του δέσμευση και αποποινικοποιεί την ομοφυλοφιλία, θεσπίζοντας ταυτόχρονα το Gay Pride ως δημόσια γιορτή.

Η ελληνική γκέι κοινότητα δεν έχει στην ιστορία ανάλογης έκτασης διαμάχες και βίαιες συγκρούσεις ή άλλα αντίστοιχης σημασίας ιδρυτικά γεγονότα, μέσα από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η διοργάνωση του Gay Pride ως μαζικό αίτημα αποκατάστασης. Στην Ελλάδα πρώτα ήρθε η θεσμοποίηση και στη συνέχεια ακολούθησε η διαμάχη. Ομως η εκ των προτέρων θεσμική κατοχύρωση αποδυναμώνει οποιαδήποτε φωνή αντίδρασης. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η αφοριστική επιστολή του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης ενοχλεί και προσβάλλει αλλά δεν απειλεί. Το ενδεχόμενο της βίας, το οποίο φοβικά επικαλείται, μοιάζει εκτός τόπου και χρόνου. Ενώ η βαθιά λαϊκιστική γλώσσα που χρησιμοποιεί καταφέρνει βέβαια να χειραγωγήσει το μερικών χιλιάδων ποίμνιό του, αλλά δεν μπορεί να έχει επίπτωση στους κανόνες της Πολιτείας, όπου τη μόνη ισχύ έχει ο λόγος των πολιτικών αρχηγών της. Η απόφαση του δημάρχου να κρατήσει τις συγκεντρώσεις μακριά από τόπους λατρείας μαρτυρεί την αδυναμία ολοκληρωτικής απεμπλοκής της Εκκλησίας από τις υποθέσεις της Πολιτείας. Είναι όμως και δείγμα ότι όσο και να προσπαθεί η εντυπωσιακά οπισθοδρομική εκκλησιαστική κοινότητα της Θεσσαλονίκης να αναμετρηθεί με την πολιτική κοινότητα θα προσκρούει αναπόφευκτα σε έναν ποιοτικά ανώτερο και θεσμικά ασύμμετρο εταίρο.

Η Χαριτίνη Καρακωστάκη είναι πολιτική επιστήμων, υποψήφια διδάκτωρ Κοινωνιολογίας στην Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales (Paris)