Ο Ματθαίος τον αποκαλεί «περιβόητον δέσμιον», ο Μάρκος «συνωμότη» και ο Ιωάννης «ληστή». Θα γίνει τελικά γνωστός ως ο άνθρωπος τον οποίο άφησε ελεύθερο ο Πόντιος Πιλάτος στη θέση του Χριστού, ακολουθώντας ένα έθιμο του εβραϊκού Πάσχα. Κι έτσι ο φυλακισμένος για φόνο που διέπραξε σε εξέγερση της Ιερουσαλήμ θα ελευθερωθεί εξαιτίας της πίεσης του όχλου, κατόπιν πίεσης των αρχιερέων

Καθώς ελάχιστες πλέον ώρες απέμεναν μέχρι ο Χριστός να ψιθυρίσει το «τετέλεσται», το κεφάλι του ενός από τους δύο ληστές που βρίσκονταν σταυρωμένοι δίπλα του χτύπησε πίσω στο ξύλο σαν ένας πρόωρος επιθανάτιος ρόγχος. Εκείνος ο ληστής, που κανείς δεν έμαθε το όνομά του, έδειχνε γαλήνιος. Και ίσως, αν είχε την ευκαιρία να διαλέξει νωρίτερα το τέλος του, θα προτιμούσε τον αργό και βασανιστικό θάνατο καρφωμένος στον σταυρό, αρκεί να ήταν δίπλα στον Χριστό. Τον άνθρωπο που αναγνώρισε ως Θεό και μεταμελημένος ζήτησε να τον πάρει, αμόλυντο πια, στο μακρινό ταξίδι. Εκείνες τις στιγμές, που η μητέρα του Χριστού και ο μαθητής του Ιωάννης στέρευαν από δάκρυα περιμένοντας τη βασανιστική λύτρωση, λίγο πιο μακριά το κρασί θα έρρεε σίγουρα άφθονο για να γιορταστεί μια άλλη ζωή που σώθηκε.

ΛΑΪΚΟΣ ΗΡΩΑΣ. Ηταν η ζωή του Βαραββά που μέχρι πριν από λίγα 24ωρα βρισκόταν φυλακισμένος στην Ιερουσαλήμ. Είχε σκοτώσει κάποιον άνθρωπο στη διάρκεια μιας εξέγερσης στην πόλη, έγραψε ο Λουκάς. Στα μάτια πολλών, ο Βαραββάς μπορεί να φαινόταν ως λαϊκός ήρωας καθώς του απέδιδαν πρωταγωνιστικό ρόλο σε εξεγέρσεις απέναντι στο ρωμαϊκό καθεστώς. Για άλλους, ήταν ένας λήσταρχος, ένας κακοποιός που δεν λογάριαζε και πολύ την αξία μιας ζωής. Στα μάτια του Πιλάτου ο Βαραββάς είχε ελάχιστη αξία. Τη δεδομένη στιγμή, όμως, για το ιερατείο και τους οπαδούς του που έσυραν στη δίκη τον Χριστό αυτός ο άξεστος ληστής ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος την ιδανική στιγμή.
Δεν ξέρουμε πολλά πράγματα για τον Βαραββά και ποιο ήταν το παρελθόν του μέχρι ο Πιλάτος να του χαρίσει τη ζωή, λυγίζοντας από την έντονη πίεση του όχλου. Κανείς δεν έμαθε και τι απέγινε μετά τη σταύρωση. Αυτό που όλοι είδαν όμως εκείνη την ημέρα ήταν ότι ο Βαραββάς πανηγύρισε την αθώωσή του. Η ματιά του σίγουρα θα ήταν καρφωμένη στο πλήθος που ζητωκραύγαζε. Σκληρός και μοχθηρός. καθώς ειπώθηκε πως ήταν, δεν θα γύρισε ούτε να κοιτάξει το κενό βλέμμα του Ιησού που στη συνέχεια χαμήλωσε.
Ο Βαραββάς θα είχε ακούσει για τη ζωή του Χριστού, για το κήρυγμα Του για τον δικό Του αγώνα. Δεν ήταν όμως από τους ανθρώπους που πίστευαν ότι οι κοινωνικές ανατροπές επέρχονται με τον λόγο και τη διδασκαλία. Στα μάτια εκείνων που φαινόταν ως μαχητής της ελευθερίας, ο θάνατος και το αίμα μετουσίωναν τη μοναδική ατραπό για ένα καλύτερο μέλλον του ιουδαϊκού λαού. Ηταν απόλυτα εναρμονισμένος με την ταραχώδη εποχή του. Το ίδιο και ο δεύτερος ληστής που το κεφάλι του ξανάπεσε μπροστά, λίγη ώρα προτού ξεψυχήσει. Ο ληστής είχε ακούσει για τον Ιησού. Μπορεί και πριν τον σταυρώσουν να είχε περάσει από κοντά Του. Ομως, αν δεν ένιωθε τον πόνο των μεταλλικών καρφιών στα χέρια και τα πόδια, θα ήταν σχεδόν αδύνατο να πιστέψει και ν’ αλλάξει. Κανείς δεν ξέρει και πώς θα αντιδρούσε ο Βαραββάς αν βρισκόταν στη θέση του ληστή. Μπορεί να ξέρναγε μίσος εκείνα τα τελευταία λεπτά, όπως ο δεύτερος ληστής που δεν πείστηκε από τη θεότητα του Χριστού. Αν ήταν Θεός, θα πέταγε τα καρφιά και θα τους έσωζε.
Η μητέρα Του ήξερε ότι δεν θα συμβεί. Της είπε ότι από εδώ και στο εξής ο Ιωάννης θα είναι ο γιος Της. Η μητέρα δεν μπορούσε να βρέξει τα χείλη Του με λίγο νερό όταν εκείνος ψιθύρισε «διψώ». Του έδωσαν οι στρατιώτες να πιει το ξίδι από το σφουγγάρι που είχαν ποτίσει. Η μητέρα του Βαραββά, αν είχε, θα βίωνε εντελώς διαφορετικά συναισθήματα, λίγο πιο μακριά, εκεί όπου το κρασί έρρεε άφθονο. Το Μεγάλο Συνέδριο που είχε σύρει στη δίκη τον Χριστό κατάφερε να απαλλαγεί από την παρουσία Του πετυχαίνοντας τη σταύρωση.
Το Μεγάλο Συνέδριο καταλάβαινε περισσότερα από τον Βαραββά. Και ο Πιλάτος το ίδιο, αλλά η ενδεχόμενη αθώωση του Χριστού ήταν επίφοβη για τη δική του μακροημέρευση. Ο Πιλάτος κατάλαβε πως η απόφαση του Καϊάφα ήταν προειλημμένη και πως θα πάσχιζε να επικυρωθεί από τον ίδιο με κάθε τρόπο. Ο Πιλάτος κατάλαβε ότι ο άνθρωπος που του έστειλαν να εκτελέσει αποτελούσε κίνδυνο για τον ιερατείο. Ο Βαραββάς ήταν αδιάφορος και για τον ρωμαίο επίτροπο αλλά και για το Μεγάλο Συνέδριο. Και ο ίδιος μάλλον ελάχιστη εκτίμηση έτρεφε στα δύο πρόσωπα και τα θεσμικά καθεστώτα που εκπροσωπούσαν. Πολύ περισσότερο, θα γελούσε ακούγοντας ότι τον άνθρωπο που πήρε τη θέση του στον σταυρό κάποιοι τον αποκαλούσαν Βασιλέα των Ουρανών.
Η στόφα του Βαραββά ίσως να μην μπορούσε εξαρχής να σφυρηλατηθεί με τα λόγια και την πίστη. Ισως από μικρός να μην γινόταν να αποδεχτεί ότι είναι δυνατόν να ζήσεις με αυτόν τον τρόπο αλλά μπορείς να ζήσεις και με άλλον τρόπο, διαφορετικό από εκείνον που ακολουθούν οι περισσότεροι, δύσκολο, που απαιτεί εξίσου δύναμη ψυχής και θάρρος. Ενας κοινός άνθρωπος, ληστής, έστω φονιάς κατά λάθος, μετά το ξέσπασμα της χαράς που τον άφησαν να ζήσει ίσως να κοντοστεκόταν στη θέα ενός ανθρώπου που ξεκινούσε τον δρόμο προς τον Γολγοθά χωρίς να έχει τη δύναμη να σηκώσει τον σταυρό του. Ο Βαραββάς από εκείνη τη στιγμή χάθηκε και το όνομά του δεν το ανέσυρε κανείς στη μνήμη του για κάτι που ακούστηκε να κάνει τα επόμενα χρόνια. Σίγουρα δεν θα είδε από μακριά στην κορυφή του λόφου τους τρεις σταυρούς. Σκόρπισε όπως και το πλήθος που φώναζε να του χαριστεί η ζωή επηρεαζόμενο –όπως ειπώθηκε –από το ιερατείο.
Η ΩΡΑ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ. Στον κόσμο του Βαραββά οι θεοί, αν υπήρχαν, δεν είχαν ανθρώπινη υπόσταση κι αν είχαν σίγουρα δεν ήταν σε θέση να γεμίσουν την ύπαρξή του. Ο κόσμος εκείνη την εποχή κερδιζόταν με άλλους τρόπους και κάθε μέρα ήταν σκληρή.
Ο Βαραββάς μπορεί να συνέχισε να ζει στην Ιερουσαλήμ ή να έφυγε μακριά. Μπορεί να άκουσε ότι λίγες μέρες μετά την ταφή του Ιησού ο σφραγισμένος τάφος βρέθηκε άδειος. Μπορεί να άκουσε ότι ο κόσμος είπε πως ο Ιησούς αναστήθηκε αφήνοντας πίσω την παρακαταθήκη Του. Ο Βαραββάς δεν είναι έτοιμος να παραδώσει σε κανέναν πατέρα το πνεύμα του. Οποιος επιχειρούσε να τον βλάψει θα το πλήρωνε με το ίδιο νόμισμα. Ετσι πίστευε και ο ληστής που το σώμα του κρεμόταν άψυχο στον σταυρό. Ο θάνατος, έτσι όπως επέρχεται πολλές φορές, αφήνει το αιφνίδιο σημάδι του στην τελευταία σύσπαση του προσώπου.
Εκείνο του ληστή ήταν γαλήνιο. Είχε την υπόσχεσή Του.