Μόλις την περασμένη Πέμπτη το FBI αναγνώρισε τα πρόσωπα των δύο αδελφών από την Τσετσενία, οι 1.000 αστυνομικοί και πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών «κλείδωσαν» την πρώτη σφαίρα στη θαλάμη.

Οι κλειδαριές στα σπίτια των περισσοτέρων από τους 600.000 κατοίκους σφράγισαν ερμητικά και οι δρόμοι ερήμωσαν. Το μεγαλύτερο ανθρωποκυνηγητό που έγινε ποτέ στην πόλη της Βοστώνης ξεκινούσε.

Τραίνα, λεωφορεία, ταξί και μετρό ακινητοποιήθηκαν. Οι κάτοικοι έπρεπε να περιορίσουν τις μετακινήσεις τους. Η εντολή του κυβερνήτη Ντεβάλ Πάτρικ στους κατοίκους ήταν σαφής: «Θ’ ανοίξετε την πόρτα μόνο σε αστυνομικούς που φορούν στολή».

Ελικόπτερα άρχισαν να σαρώνουν τον ουρανό της πόλης και θωρακισμένα οχήματα που μετέφεραν πάνοπλους αστυνομικούς και άντρες ειδικών δυνάμεων ξεκίνησαν να οργώνουν την πόλη. Οχήματα που πολλοί από τους κατοίκους δεν είχαν δει ποτέ ξανά.

Ο τρόμος και το σοκ από τις εκρήξεις τη στιγμή του μαραθωνίου, δεν είχε καταλαγιάσει αλλά τουλάχιστον τώρα οι Αρχές, ήξεραν με τι έχουν να κάνουν.

Και τότε ήρθε το δεύτερο σοκ. Λίγες ώρες μετά τη δημοσιοποίηση των φωτογραφιών, οι δράστες του μακελειού στο μαραθώνιο της Δευτέρας, ο Ταμερλάν και ο Τζοχάρ Τσαρνάεφ έρχονται αντιμέτωποι με έναν αστυνομικό στο ΜΙΤ της Μασαχουσέτης, τον 26χρονο Σον Κόλιερ και τον σκοτώνουν.

Η ώρα είναι 22:24 το βράδυ της Πέμπτης (τοπική ώρα) και στους δρόμους της περιοχής του Γουότερταουν, οι σειρήνες και οι φωνές των δυνάμεων καταδίωξης αντηχούν στους δρόμους.

Εκείνη τη στιγμή τα δύο αδέλφια ακινητοποιούν ένα τζιπ. Επιβιβάζονται σε αυτό και σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες, ένας από τους βομβιστές απειλεί με όπλο τον οδηγό και του λέει να κατέβει κάτω «για να μη σε σκοτώσουμε».

Όμως τελικά δεν αποβιβάζουν τον οδηγό και τον αναγκάζουν να οδηγήσει αυτός το αμάξι. Κατά μια εκδοχή που εξέφρασαν ανώτεροι αξιωματικοί, το αυτοκίνητο με τους βομβιστές φθάνει σε ένα σημείο όπου υπάρχει ένα άλλο παρκαρισμένο όχημα.

Εκεί σταματούν, και μεταφέρουν στο τζιπ εξοπλισμό που πρέπει να ήταν εκρηκτικά και όπλα. Λίγη ώρα αργότερα, το τζιπ με τα δύο αδέρφια φθάνει σε ένα βενζινάδικο στο Μεμόριαλ Ντράιβ στο Κέμπριτζ. Αποβιβάζουν τον οδηγό που είναι καλά στην υγεία του και αμέσως εκείνος ειδοποιεί την Αστυνομία.

Όλα τα οχήματα κατευθύνονται προς το βενζινάδικο όπου συναντούν το κλεμμένο αυτοκίνητο και διασταυρώνονται με τα δύο αδέρφια κοντά στις οδούς Ντέξτερ και Λόρελ στο Γουότερταουν.

Μία ξέφρενη ανταλλαγή πυροβολισμών αρχίζει και σε μία κοντινή πολυκατοικία, μέσα από ένα μισάνοιχτο παράθυρο στον 3ο όροφο, ο 29χρονος Άντριου Κίτζενμπεργκ βλέπει από τη μία πλευρά τους αδελφούς Τσαρνάεφ με τα όπλα στο χέρι να βάλλουν κατά των αστυνομικών δυνάμεων και από την άλλη ένα όχημα των δυνάμεων καταδίωξης να εφορμά εναντίον τους.

Το όχημα δέχεται τέτοιο όγκο από πυρά που βγαίνει από την πορεία του, πέφτει πάνω σε δύο άλλα και τσακίζεται ενώ την ίδια στιγμή ο ένας από τους βομβιστές κρατά στο χέρι του μία βόμβα και προσπαθεί τρεκλίζοντας να την εκτοξεύσει κατά των αστυνομικών αλλά δεν έχει δύναμη να την πετάξει παρά μόνο μερικά μέτρα μακριά.

Η βόμβα εκρήγνυται και μία άλλη κάτοικος που παρακολουθούσε τη φονική ανταλλαγή πυρών, ουρλιάζει από τρόμο. Σε λίγα δευτερόλεπτα, ο 26χρονος Ταμερλάν Τσαρνάεφ βουτά εναντίον των αστυνομικών και σωριάζεται ετοιμοθάνατος ενώ ο 19χρονος αδελφός του τρέχει πίσω προς το τζιπ.

Το βάζει μπροστά, πατάει τέρμα το γκάζι και ορμά πάνω στο μπλόκο των αστυνομικών οχημάτων. Στη 01:10 μετά τα μεσάνυχτα ένα ασθενοφόρο παραλαμβάνει τον Ταμερλάν και μισή ώρα αργότερα, ανακοινώνεται ο θάνατος του.

Κάποιοι είπαν ότι το τζιπ με τον 19χρονο Τζοχάρ πέρασε πάνω από το σώμα του αδερφού του, έτσι όπως είχε καταρρεύσει στην άσφαλτο. Άνοιξε ταχύτητα και εξαφανίστηκε. Ύστερα από λίγο εγκατέλειψε το τζιπ και διέφυγε με τα πόδια.

Μετά τις φονικές εκρήξεις στο μαραθώνιο της Δευτέρας, ο 19χρονος φοιτητής από την Τσετσενία, είχε επιστρέψει στο πανεπιστήμιο του, στο Ντάρμουθ της Μασαχουσέτης. Το βράδυ της Τετάρτης το είχε περάσει στο δωμάτιο του στην εστία, είπε ένας υπεύθυνος του πανεπιστημίου που έτυχε να τον δει.

Σε 48 ώρες από εκείνο το βράδυ όλα θα είχαν τελειώσει. Μετά τη διαφυγή του και το θάνατο του αδερφού του, περιπλανήθηκε στους δρόμους. Ήταν τραυματισμένος. Κάποια σφαίρα από τη συμπλοκή τον είχε πετύχει και αιμορραγούσε.

Το απόγευμα της Παρασκευής, όταν οι κάτοικοι άρχισαν να βγαίνουν από τα σπίτια τους, και πολλοί εξουθενωμένοι αστυνομικοί ξεκουράζονταν στα πεζοδρόμια με τα όπλα στα πόδια, ο Τζοχάρ βρήκε καταφύγιο σε ένα παρκαρισμένο σκάφος, σε σπίτι στο νούμερο 67 της οδού Φράνκλιν.

Το σκάφος βρισκόταν σε μία αυλή. Ο ένοικος του σπιτιού, που για 24 ώρες δεν είχε βγει από το σπίτι, ήταν εκείνος που είδε το αίμα. Κάποιος είχε σηκώσει το κάλυμμα του σκάφους. Πλησίασε, ανέβηκε πάνω και κοίταξε μέσα.

Ο 19χρονος, γεμάτος αίματα, είχε ζαρώσει σε μία γωνιά, είπε αργότερα ο διοικητής της Αστυνομίας της Βοστώνης, Έντουαρντ Ντέιβις.

Ο ένοικος της οδού Φράνκλιν πισωπάτησε έντρομος και, κάλεσε την αστυνομία. Ο Τζοχάρ Τσαρνάεφ δεν παραδόθηκε αμέσως. Για μία ώρα συνέχισε να πυροβολεί τους αστυνομικούς.

Θα μπορούσε να είχε το τέλος του αδελφού του αλλά η εντολή ήταν να πιαστεί ζωντανός. Μία ώρα κράτησαν οι πυροβολισμοί και στο τέλος, ειδική ομάδα του FBI τον ακινητοποίησε. Η ανακοίνωση για τη σύλληψή του μεταδόθηκε μέσω Twitter και έβγαλε τους κατοίκους του Γουότερταουν στους δρόμους με αμερικανικές σημαίες.

Ο κυβερνήτης της Βοστώνης εξέφρασε την ελπίδα να ζήσει ο 19χρονος και να αναρρώσει από τα τραύματα του. «Είναι τόσες πολλές οι ερωτήσεις που θέλω να του κάνω».