Η ώρα κόντευε 9 μ.μ., είχαν ήδη περάσει έξι ώρες από τις δίδυμες εκρήξεις στον Μαραθώνιο της Βοστώνης. Ο αμερικανός δημοσιογράφος Ντέιβιντ Γουίγκελ είχε ανάγκη να ξεφύγει λίγο από τις φριχτές εικόνες, είχε βρεθεί με έναν φίλο που είχε καιρό να δει. Στο μπαράκι που συναντήθηκαν όμως η τηλεόραση ήταν γυρισμένη στο CNN, με τον ήχο στη διαπασών. Ο Ντιβάλ Πάτρικ, ο κυβερνήτης της Μασαχουσέτης, έδινε συνέντευξη Τύπου, είχε μόλις αρχίσει να δέχεται ερωτήσεις.

«Γιατί τα μεγάφωνα ούρλιαζαν στο κοινό να παραμείνει ήρεμο ελάχιστα δευτερόλεπτα προτού εκραγούν οι βόμβες; Είναι ακόμη μια επίθεση που σκηνοθετήθηκε για να μας στερήσει από τις ατομικές μας ελευθερίες και να προωθήσει την εθνική ασφάλεια ενώ θα μας ψάχνουν στους δρόμους μέχρι τα εσώρουχα;». Ηταν η πρώτη ερώτηση. Την εκτόξευσε με την εκρηκτικότητα βόμβας ο Νταν Μπιντόντι, «ρεπόρτερ – αναλυτής» για τον InfoWars, τον ιστότοπο του ραδιοφωνικού παρουσιαστή και γνωστού συνωμοσιολόγου Αλεξ Τζόουνς.

Το βλέμμα του κυβερνήτη γέμισε οργή· και οίκτο. «Οχι», απάντησε ξερά έχοντας το δίχως άλλο συνείδηση της αδυναμίας του να σταματήσει τον τροχό που είχε ήδη μπει σε κίνηση στο Ιντερνετ. Το αίμα ήταν πολύ, οι απανταχού truthers το είχαν πια μυριστεί. Αλεξ Τζόουνς και Σία παρακολουθούσαν στις τηλεοράσεις τη σφαγή στη Βοστώνη βέβαιοι από καιρό πως ήταν έργο της κυβέρνησης, ανυπομονώντας μόνο να δουν σε ποιον θα φόρτωνε τούτη τη φορά την ευθύνη.

Ο Γουίγκελ ένιωσε την ανάγκη κάτι να κάνει. Κάθησε και έγραψε για το Slate μια σειρά από αντεπιχειρήματα για να καταρρίψει προκαταβολικά τα επιχειρήματα των truthers –των οπαδών της (δικής τους) αλήθειας. Κανένας πολιτικός δεν έχει κάτι να κερδίσει από τη σφαγή, τόνισε, αυτή η εβδομάδα έπρεπε κανονικά να είναι η εβδομάδα της προόδου στα θέματα της οπλοκατοχής και της μετανάστευσης, ό,τι «ατομικές ελευθερίες» ήταν να χαθούν για λόγους ασφαλείας έχουν ήδη χαθεί από χρόνια, σε τι ακριβώς θα βοηθούσε την κυβέρνηση μια επίθεση σε έναν Μαραθώνιο; Μεγάφωνα που ούρλιαζαν στο κοινό να παραμείνει ήρεμο δευτερόλεπτα πριν από τις εκρήξεις δεν υπήρξαν ποτέ, κατέληξε, αλλά ήταν πια και αυτός αποκαμωμένος, έχοντας το δίχως άλλο συνείδηση του πόσο ανήμπορη είναι συχνά η κοινή λογική να νικήσει τη βαθιά, απύθμενη ανθρώπινη βλακεία.