H λίστα με τις ιδιότητές του είναι μεγάλη. Και εξίσου εντυπωσιακή με την τρικυμιώδη ζωή του: πολυγραφότατος ποιητής, δημοσιογράφος, ένθερμος υποστηρικτής του φασισμού και προάγγελος του Μουσολίνι, κατακτητής πόλεων στον πόλεμο, θαυμαστής της Ελλάδας και της τέχνης της… Και παθιασμένος λατίνος εραστής με πάνω από χίλιες ερωτικές συντρόφους στη ζωή του, όπως ο ίδιος υπερηφανευόταν στους φίλους του. Ο Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντσιο κατάφερε να δημιουργήσει μύθο γύρω από το όνομά του που βασίστηκε όχι τόσο στο ποιητικό του έργο όσο στον υπέρμετρο ναρκισσισμό και την ακατάπαυστη ανάγκη του για δημοσιότητα. Κάτι που ποτέ δεν αρνήθηκε, ούτε προσπάθησε να κρύψει για χάρη των επικριτών του.

Αυτόν τον μύθο, με αφορμή τα 150 χρόνια από τα γέννηση του ποιητή, παρουσιάζει το Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο που μεταξύ άλλων φιλοξενεί ομιλίες για μία από τις μεγάλες του αγάπες: την Ελλάδα. Και η Ελλάδα όμως, όπως αποδεικνύεται, αγαπούσε τον ιταλό ποιητή. «Ο Παλαμάς άλλωστε ήταν ένας από τους μεγαλύτερους θαυμαστές του έργου του στη χώρα μας» σημειώνει ο Γεράσιμος Ζώρας, πρόεδρος του Τμήματος Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και ένας εκ των ομιλητών στο πλαίσιο της έκθεσης.

«Μπορώ με ειλικρίνεια να πω ότι είμαι ένας ήρωας» αποκρίθηκε ο Ντ’ Ανούντσιο στον αγγλογερμανό διπλωμάτη Χάρι Κλέμεν Κέσλερ όταν το 1911 σε συνάντησή τους στο Παρίσι τον συνεχάρη για την πολύ καλή γαλλική προφορά του, επιβεβαιώνοντας με αυτόν τον τρόπο τις θεωρίες σύγχρονων βιογράφων του που κάνουν λόγο για έναν εγωκεντρικό χαρακτήρα «με μόνη του έννοια την προσωπική δόξα και ικανοποίησή του».

Θεωρίες καθόλου άδικες και αυθαίρετες, αν σκεφτεί κανείς πως το 1879, σε ηλικία μόλις δεκαέξι ετών, ο Ντ’ Ανούντσιο έστειλε τηλεγράφημα στη Ρώμη με το οποίο ανακοίνωνε τον υποτιθέμενο θάνατό του προκειμένου –όπως παραδέχτηκε αργότερα –να αυξήσει τις πωλήσεις της πρώτης και πρόσφατα δημοσιευμένης ποιητικής συλλογής «Primo Vere».

Μανιώδης λάτρης του Νίτσε και δεδηλωμένος οπαδός της καλαισθησίας (παρότι ο διάκοσμος των επαύλεών του τείνει σαφώς προς το κιτς), ο Ντ’ Ανούντσιο θεωρούσε την προσεγμένη εμφάνιση το κλειδί της προσωπικής του επιτυχίας. Με λευκά γάντια στα χέρια, καλογυαλισμένα δερμάτινα παπούτσια και κοστούμια από ιταλικά υφάσματα σε κάθε του δημόσια εμφάνιση κατάφερε να καθιερωθεί ως ο πατέρας του σύγχρονου ιταλικού στυλ.

Τα τελευταία μάλιστα χρόνια της ζωής του, όταν πια είχε απομονωθεί στη βίλα Βιτοριάλε με τα αναρίθμητα φαλλικά σύμβολα και ένα πολεμικό πλοίο στην αυλή του, σχεδίαζε ο ίδιος τα βραδινά φορέματα των συντρόφων του δημιουργώντας με τα χρόνια μια ολόκληρη συλλογή που είναι σήμερα γνωστή ως «Gabriel Nuntius Vestiarius Fecit».

Παντρεμένος και άπιστος υπήρξε πολλές φορές στη ζωή του. Γεγονός που οδήγησε στην τρέλα και στην αυτοκτονία αρκετές από τις συντρόφους του. Οι σχέσεις του –κατά βάση ερωτικές όπως επιβεβαιώνουν τα πάνω από 1.500 ερωτικά γράμματα που σώζονται έως σήμερα –ήταν έντονες και γεμάτες πάθος. Κάτι που μαρτυρά ακόμα και το συμβόλαιο που υπέγραψε το 1903 μαζί με μια από τις νεαρές ιταλίδες ερωμένες του: «Η Αλεσάντρα Καρλότι παραχωρεί στον Γκαμπριέλ Ντ’ Ανούντσιο την απόλυτη κατοχή του κορμιού της, απελευθερωμένο από κάθε είδους ρούχο, από τα νύχια του ποδιού της μέχρι τα μαλλιά της, χωρίς εξαίρεση».

Διακρίσεις στις γυναίκες ο Ντ’ Ανούντσιο δεν έκανε. Ο έρωτας ήταν γι’ αυτόν πάνω απ’ όλα. Στη μακρά λίστα με τις ερωμένες του κατά καιρούς προσέθεταν το όνομά τους από νεαρές φοιτήτριες και ανήλικα κοριτσάκια που του τα «παραχωρούσαν» για τα λεφτά του οι μητέρες τους, έως η μεγάλη ιταλίδα ηθοποιός Ελεονόρα Ντούζε και η ομοφυλόφιλη ποιήτρια Ρομέν Μπρουκς.

Σε σημείωμά της μάλιστα η τελευταία τού έγραφε: «Ακόμα και στον παράδεισο, αγαπητέ ποιητή, θα έχουν φυλάξει για εσάς ένα τεράστιο χταπόδι με χιλιάδες γυναικεία πόδια». Και η οικονόμος του στο παρελθόν εξομολογήθηκε πως αφού τελείωνε τις δουλειές του σπιτιού, ο σεξομανής ποιητής και λογοτέχνης την έριχνε τουλάχιστον τρεις φορές την ημέρα στο κρεβάτι του.

Ο ναρκισσισμός και η αγάπη του για το σεξ και μετέπειτα την κοκαΐνη δεν ήταν τα μοναδικά γνωρίσματα του ποιητή που ανάγκαζε τα παιδιά του να τον φωνάζουν «Μαέστρο» αντί για πατέρα. Φιλόδοξος, πολεμοχαρής και βαθιά εθνικιστής, αφού καταταχθεί εθελοντικά στην Αεροπορία και στους Λογχοφόρους της Νοβάρα, το 1916, κατά τη διάρκεια μιας πτήσης υποχρεώνεται σε αναγκαστική προσθαλάσσωση, τραυματίζεται και χάνει μερικώς την όρασή του. Αν και σχεδόν τυφλός, το 1919 πορεύεται με τους λεγεωναρίους του προς την πολιορκημένη πόλη Φιούμε, την οποία τελικά καταλαμβάνει και διοικεί ως δικτάτορας για περίπου 18 μήνες, έως και τα Χριστούγεννα του 1920.

«ΓεννημένοςΔον Ζουάν»

γονίδιο που ισχυριζόταν πως κληρονόμησε από τον μπερμπάντη πατέρα του και αποφασισμένος να γευτεί στο έπακρο τις σεξουαλικές χαρές της ζωής, ο Ντ’ Ανούντσιο έριξε στο κρεβάτι του πολλές γυναίκες μέχρι το τέλος της ζωής του, το 1938. Οι στραβοί ώμοι και τα εμφανώς χαλασμένα δόντια του δεν στάθηκαν εμπόδιο στη γοητεία που ασκούσε στα θηλυκά. Για να ωραιοποιήσει μάλιστα το φαλακρό του κεφάλι, υποστήριζε πως οφείλεται σε μια ουσία που χρησιμοποίησε για την επούλωση μιας πληγής όταν ακόμα ήταν παιδί.