Κάποιες στέκονται επίμονα μπροστά στον καθρέφτη κι αναρωτιούνται πως θα αντικρύσουν τον κόσμο με τόσα κιλά που έχουν. Άλλες κάνουν με τις ώρες γυμναστική ή παραλείπουν διαρκώς γεύματα, κάνουν τη μία δίαιτα πίσω από την άλλη ή αποκλείουν από τη διατροφή τους ολόκληρες ομάδες τροφίμων. Καμία τους, όμως, δεν νιώθει πως έχει αδυνατίσει αρκετά.

Αν και ένας στους 200 ενήλικες στη Δύση έχει εκδηλώσει νευρογενή ανορεξία, τουλάχιστον 1 στους 20 (μία αναλογία που γίνεται 1 στα 10 στα κορίτσια εφηβικής ηλικίας) έχει παρουσιάσει ορισμένα βασικά συμπτώματα, χωρίς όμως ποτέ να φτάσει να πληροί όλα τα κριτήρια της συγκεκριμένης διατροφικής διαταραχής, ώστε να διαγνωστεί με αυτήν, αναφέρει μία αμερικανίδα καθηγήτρια.

Σε αυτή την περίπτωση η διάγνωση είναι «σχεδόν ανορεξία» – ή επιστημονικότερα «υπο-ουδική ανορεξία» ή «υπο-ουδική βουλμία» – δηλαδή ψυχικές διαταραχές που εκφράζουν ηπιότερες μορφές των συγκεκριμένων διαταραχών πρόσληψης τροφής, κατά την κυρία Μυρσίνη Κωστοπούλου, διδάκτορα Κλινικής Ψυχολογίας-ψυχοθεραπεύτρια.

«Ενώ το Αμερικανικό Στατιστικό Εγχειρίδιο των Ψυχικών Διαταραχών της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας (DSM-IV) περιγράφει συγκεκριμένα διαγνωστικά κριτήρια για την ψυχογενή ανορεξία και την ψυχογενή βουλιμία, γνωρίζουμε πλέον ότι πολλές έφηβες και νεαρές ενήλικες γυναίκες παρουσιάζουν μια “σχεδόν ανορεξία” ή μια “σχεδόν βουλιμία”», λέει η κυρία Κωστοπούλου.

«Τα κορίτσια αυτά πάσχουν, έχουν συμπτώματα διατροφικών προβλημάτων, δυσφορία με το σώμα τους, θλίψη και άγχος, αλλά δεν είναι τόσο ξεκάθαρο και ορατό το πρόβλημά τους ώστε να αναζητήσουν βοήθεια ή να το παραδεχτούν μέσα τους, ούτε πληρούν και όλα τα επίσημα διαγνωστικά κριτήρια της εκάστοτε διαταραχής».

Νέο βιβλίο

Η υπο-ουδική ανορεξία και βουλιμία αποτελεί το αντικείμενο ενός νέου βιβλίου, που αναμένεται να κυκλοφορήσει στις ΗΠΑ τον προσεχή Ιούλιο από τις εκδόσεις Hazelden.

Τιτλοφορείται «Almost Anorexic: Is My (or My Loved One’s) Relationship with Food a Problem?» («Σχεδόν Ανορεξικός: Είναι η σχέση μου (ή αυτή του αγαπημένου μου προσώπου) με το φαγητό προβληματική;») και το υπογράφει η δρ Τζένιφερ Τόμας, επίκουρη καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ.

Σε αυτό αποκαλύπτει πως οι πάσχοντες από «σχεδόν ανορεξία» ή «σχεδόν βουλιμία» ναι μεν εκδηλώνουν μερικά μόνον από τα συμπτώματα της πλήρους ανορεξίας ή βουλιμίας, αλλά οι συνέπειες μπορεί να είναι εξίσου επικίνδυνες.

Τα συμπτώματα αυτά είναι διακυμάνσεις του σωματικού βάρους, στερητική δίαιτα, έμετος, πολυφαγία και αρνητική εικόνα για το σώμα – συμπτώματα τα οποία, όπως λέει η δρ Τόμας, «μάλλον όλοι ξέρουμε κάποιον που τα έχει εκδηλώσει, αν δεν τα έχουμε παρουσιάσει εμείς οι ίδιοι».

Στο νέο βιβλίο, το οποίο συνυπογράφει με μία ασθενή της που ανάρρωσε, η δρ Τόμας περιγράφει αναλυτικά πως μπορεί κάποιος να αντιληφθεί τις «σχεδόν διαταραχές πρόσληψης τροφής» και να τις ξεπεράσει. Και επισημαίνει ότι αποτελούν ιδιαίτερα εκτεταμένο πρόβλημα στη σύγχρονη κοινωνία που έχει εμμονή με την εμφάνιση, ιδίως των γυναικών, αλλά οι περισσότερες ασθενείς δεν ζητούν ούτε λαμβάνουν βοήθεια, ακριβώς επειδή δεν πληρούν όλα τα διαγνωστικά κριτήρια της νευρογενούς ανορεξίας ή της βουλιμίας.

Οι ενδείξεις

Όπως εξηγεί η δρ Τόμας, για να χαρακτηρισθεί ένας άνθρωπος ανορεξικός ή βουλιμικός στον ιατρικό κόσμο πρέπει να εκδηλώνει τρία χαρακτηριστικά: πρώτον να είναι εξαιρετικά αδύνατος (ο Δείκτη Μάζας Σώματος πρέπει να είναι από 17,5 και κάτω), δεύτερον να έχει ακραίο φόβο ότι θα παχύνει με συνέπεια να κάνει μονίμως τα πάντα για να το αποφύγει, και τρίτον να έχει διαταραχή στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται την εικόνα του σώματός του.

Οι κοπέλες, ωστόσο, με «σχεδόν ανορεξία» είναι περισσότερο ψυχαναγκαστικές, ελέγχουν την ποσότητα και το είδος της τροφής, αναζητούν ένα αδύνατο σώμα, φοβούνται το πάχος, κάνουν υπερβολική γυμναστική και χάνουν βάρος όταν το αποφασίσουν, κατά την κυρία Κωστοπούλου.

Αντίστοιχα, οι «σχεδόν βουλιμικές» κοπέλες τείνουν να είναι παρορμητικές, κάνουν περιστασιακά επεισόδια βουλιμίας, νιώθουν ενοχές μετά το φαγητό, προσπαθούν κάψουν τις θερμίδες αφού φάνε και νιώθουν μόνιμη δυσφορία με το σώμα τους.

Σύμφωνα με τις στατιστικές που παραθέτει στο βιβλίο της η δρ Τόμας, ένας στους 200 ενήλικες έχει εκδηλώσει πλήρη ανορεξία, αλλά οι «σχεδόν ανορεξικοί» είναι πολλαπλάσιοι.

«Οι υπο-ουδικές διαταραχές ουσιαστικά σηματοδοτούν την ανθυγιεινή εμμονή με το φαγητό και τις θερμίδες. Θα έλεγα ότι πάσχουν από αυτές 1 στις 20 έφηβες και νεαρές γυναίκες, διότι αυτό προκύπτει από τις κλινικές μελέτες. Οι διαταραχές αυτές είναι τουλάχιστον πέντε φορές πιο συχνές από τις πλήρεις μορφές τους», υπογραμμίζει.

Οι συνέπειες

Αν και οι υπο-ουδικές διαταραχές στην πρόσληψη τροφής είναι ηπιότερες από τις πλήρεις μορφές τους, δεν σημαίνει πως είναι άμοιρες συνεπειών.

«Η θλίψη και το άγχος είναι παρενέργειες τέτοιων διατροφικών παρεκκλίσεων και αναπόφευκτα χειροτερεύουν την ψυχολογική κατάσταση των ασθενών», τονίζει η κυρία Κωστοπούλου. «Δίχως την κατάλληλη θεραπεία οι νεαρές αυτές γυναίκες βουλιάζουν σε μια χρόνια ψυχολογική κατάσταση όπου το αδύνατο σώμα και το φαγητό καθίστανται πρωταρχική ψυχολογική ανάγκη, εις βάρος άλλων σημαντικών πτυχών της ζωής».

Από την πλευρά της, η δρ Τόμας προσθέτει πως οι πάσχουν είναι πιο επιρρεπείς στην κατάθλιψη και την μοναξιά, ενώ εκτός από τις ψυχολογικές υπάρχουν και σωματικές συνέπειες, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται χαμηλός καρδιακός ρυθμός, χαμηλή αρτηριακή πίεση, υπερβολική τριχοφυϊα στο πρόσωπο και στο σώμα, ευαισθησία στο κρύο περιβάλλον και επίμονο αίσθημα κόπωσης.

Όπως εξάλλου συμβαίνει και με τις πλήρεις μορφές, η ζωή των «σχεδόν ανορεξικών» κοριτσιών επίσης μπορεί να κινδυνεύσει. «Μερικές μελέτες έχουν δείξει ότι το να έχει κάποιος μία υπο-ουδική διαταραχή πρόσληψης τροφής συνοδεύεται από εξίσου υψηλό ποσοστό θνησιμότητας με τις πλήρεις διαταραχές πρόσληψης τροφής», προειδοποιεί η δρ Τόμας.

Ποια είναι η λύση; Εάν ανησυχείτε πως εσείς ή κάποιο αγαπημένο σας πρόσωπο έχει παθολογική σχέση με το βάρος του και το φαγητό, απευθυνθείτε σε έναν ειδικό – η παρέμβασή σας μπορεί να αποβεί σωτήρια.

Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, οι διαταραχές πρόσληψης τροφής εκδηλώνονται συνήθως σε έφηβες και νεαρές γυναίκες οι οποίες αποτελούν τουλάχιστον το 90% των ασθενών, ενώ το 40% των κλινικών περιπτώσεων εντοπίζονται στην ηλικία των 15-24 ετών.