Ανοιξη του 1903. Ομάδα βουλγάρων αναρχικών, σε ένα μπαράζ εκρήξεων στη Θεσσαλονίκη, ανατινάζει συθέμελα το κτίριο της Οθωμανικής Τράπεζας. Στόχος των βομβιστών είναι να τραβήξουν την προσοχή της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης σε μια εποχή που η Μακεδονία ετοιμαζόταν να ενσωματωθεί στον εθνικό κορμό. Από την έκρηξη στην Οθωμανική Τράπεζα έμειναν όρθια μόνο τα δύο αγάλματα στο προαύλιο του κτιρίου, της Οικονομίας και της Πίστης, και μοναδική πληγή στις γυναικείες μορφές τα κομμένα δάχτυλά τους από το ωστικό κύμα της βόμβας.

Εκατόν δέκα χρόνια μετά, στο κτίριο της Οθωμανικής Τράπεζας στεγάζεται το Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης. Λίγα μέτρα πιο πάνω, στην καρδιά της Πλατείας Εμπορίου, αναβοσβήσει η πινακίδα του μπαρ Πικαντίλι. Και τα δάχτυλα των γυναικείων αγαλμάτων μένουν ακόμη ακρωτηριασμένα από εκείνη τη βομβιστική επίθεση στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.

Η Πλατεία Εμπορίου ή Χρηματιστηρίου στη Θεσσαλονίκη που ορίζεται με δρόμους-χαρακιές στο θυμικό των κατοίκων της πόλης, όπως η Βαλαωρίτου και η Συγγρού, κρατούσε πάντα σε εγρήγορση το ιστορικό κέντρο. Στα βιβλία της Ιστορίας διαβάζει κανείς για τις μεγάλες τράπεζες και τα χρηματιστηριακά γραφεία που λειτουργούσαν εδώ στα 1900 και αιμοδοτούνταν από τη μεγάλη εμπορική κίνηση των Βαλκανίων εκείνης της περιόδου. Πλάζα ντι Σιέτε Καλέντζος έλεγαν την Πλατεία Εμπορίου οι εβραίοι έμποροι τυροκομικών, καφέδων και μπαχαρικών, γιατί σε αυτήν κατέληγαν επτά δρόμοι.

Αν ρωτήσεις έναν 70χρονο, παλιό αριστερό, για την Βαλαωρίτου, θα σου μιλήσει για το παλιό κτίριο και τα διαβόητα κρατητήρια της Ασφάλειας. Αν ρωτήσεις μια νοικοκυρά γύρω στα 60 θα σου πει για τις βιοτεχνίες φασόν, τα μαγαζιά με τα υφάσματα και τις κλωστές. Και αν ρωτήσεις έναν 25χρονο για τη Βαλαωρίτου, θα σου πει για τα μπαράκια που ξεφυτρώνουν τα τελευταία χρόνια σε κάθε στενό, στοά και όροφο. Το σημερινό κερδοφόρο εμπόριο στην Πλατεία Εμπορίου είναι η διασκέδαση, στις παλιές βιοτεχνίες και τα υφασματάδικα ακούγονται τώρα τα ντεσιμπέλ ξένης μουσικής.

«Τη δεκαετία του ’90 οι βιοτεχνίες που λειτουργούσαν στις οικοδομές της Βαλαωρίτου άρχισαν να κλείνουν ή να μεταφέρονται στα Βαλκάνια. Μαζί τους άρχισαν να κλείνουν και τα καταστήματα, τα οποία πουλούσαν πρώτες ύλες, δηλαδή υφάσματα, κλωστές και κουμπιά».

Ο Δημοκράτης Παπαδόπουλος με τον αδελφό του Μάνο ανέλαβαν το εμπορικό κατάστημα του πατέρα τους, το 1981. Εκείνη την εποχή ο δρόμος πλημμύριζε κάθε πρωί από εργάτριες στις βιοτεχνίες, από τους ορόφους των οικοδομών ακούγονταν μηχανές, δεν υπήρχε νοικοκυρά ή νύφη από την επαρχία που να μην κατέβαινε στη Βαλαωρίτου για να αγοράσει νυφικό, υφάσματα και χάντρες. Μετά το 2000 η περιοχή ερήμωσε. Μέχρι και η Διεύθυνση Ασφάλειας εγκατέλειψε το εξαώροφο κτίριο στο τέλος της Βαλαωρίτου, που σήμερα στεγάζει ιδιωτικό ΙΕΚ. Ώς το 2008 στην περιοχή λειτουργούσαν μια μπιραρία και ένα καφενείο, με θαμώνες κυρίως νεαρούς φοιτητές.

Και τότε ξεκίνησε το μεγάλο πάρτι. Αδεια καταστήματα, με πολύ χαμηλό ενοίκιο, βάφτηκαν σε μια νύχτα κι έγιναν κοσμικά μπαρ, χωρίς εξόδους κινδύνου ή πυρασφάλεια. Η Βαλαωρίτου έγινε μόδα, θέμα στα περιοδικά κι άρχισε να ζει το νέο της όνειρο.

Οπως παλιότερα τα Λαδάδικα, έτσι και η Βαλαωρίτου προσείλκυσε τυχοδιώκτες επιχειρηματίες που ονειρεύονταν να πλουτίσουν –και πολλοί το πέτυχαν –σε λίγους μήνες, ήρθαν νύχτα κι έφυγαν νύχτα. Η περιοχή απέκτησε όλα τα άσχημα παρελκόμενα της νυχτερινής διασκέδασης και μοιραία ήρθε ο κορεσμός. Σήμερα φαίνεται να διανύει έναν δεύτερο γύρο ως προς τη διασκέδαση, το ίδιο έντονη, αλλά μάλλον πιο λελογισμένη. «Ηρθαν περισσότεροι επιχειρηματίες με εμπειρία και χρήματα. Ανοίγουν πιο προσεγμένα μαγαζιά και η περιοχή αποκτά πιο γνήσιο χαρακτήρα» λέει ο Ακης Γκαντάς, ιδιοκτήτης μπαρ.

Και η διασκέδαση συνεχίζεται στα μαγαζιά γύρω από το κτίριο που μέχρι το 1940 λειτουργούσε η Τράπεζα της Θεσσαλονίκης (αλλιώς στοά Μαλακοπής). Το διώροφο κτίσμα, έργο του Βιταλιάνο Ποζέλι, χτίστηκε το 1907 στον κήπο του παλιού αρχοντικού της ιταλοεβραϊκής οικογένειας Αλλατίνι, ειδικά για να στεγάσει την τράπεζα. Οι δείκτες του ρολογιού στο αέτωμα του κτιρίου, πάνω από την είσοδο, σταμάτησαν στις 11 και 7 λεπτά, τη νύχτα του μεγάλου σεισμού το 1978.

Το νέο κερδοφόρο εμπόριο στην Πλατεία Εμπορίου είναι η διασκέδαση. Ο χρόνος δεν σταμάτησε να μετρά, όπως το ρολόι στο κτίριο του Ποζέλι.