Το τελευταίο διάστημα γίνεται μεγάλη συζήτηση για το λάθος του ΔΝΤ σε σχέση με την εφαρμογή πολιτικών της λιτότητας, αλλά και επειδή δεν έπεσαν οι τιμές ανάλογα με τη μείωση των μισθών και των συντάξεων. Σχεδόν ταυτόχρονα, το νέο βιβλίο του νομπελίστα Τζόζεφ Στίγκλιτς «Το τίμημα της ανισότητας» ασχολείται κυρίως με τη σχέση λιτότητας και δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Οι πολιτικές αυστηρής λιτότητας, αναφέρεται ενδεικτικά, έχουν προξενήσει σημαντικές μειώσεις στους προϋπολογισμούς πολλών κρατών της ευρωζώνης και έχουν οδηγήσει σε αύξηση της ανεργίας, ιδιαίτερα των νέων. Tα ποσοστά ανεργίας των νέων κάτω των 25 ετών έχουν αυξηθεί δραματικά φθάνοντας σε επίπεδα όπως 57% στην Ελλάδα, 56% στην Ισπανία, 39% στην Πορτογαλία, 36% στην Ιταλία, 30% στην Ιρλανδία, 26% στη Γαλλία, 21% στη Βρετανία, 16% στις ΗΠΑ και 8% στη Γερμανία.

Σύμφωνα με τον Στίγκλιτς, η κρίση στην Ευρώπη δεν είναι τυχαία. Δεν προκλήθηκε από τον υπέρμετρο μακροπρόθεσμο δανεισμό και τα ελλείμματα ούτε από το κράτος «πρόνοιας». Προέρχεται από την υπερβολική λιτότητα, τις περικοπές στις κρατικές δαπάνες και ένα προβληματικό νόμισμα όπως το ευρώ. Σήμερα το πρόβλημα δεν είναι η προσφορά αλλά η ζήτηση. Οι υποστηρικτές της λιτότητας ισχυρίζονται ότι αυτή θα φέρει ανάκαμψη, κάτι που δεν θα συμβεί με την αύξηση των κρατικών δαπανών. Το επιχείρημα είναι ότι ο επιχειρηματικός κόσμος, βλέποντας το κράτος να συρρικνώνεται με λιγότερα ελλείμματα, θα νιώσει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη και κατά συνέπεια θα προβεί σε επενδύσεις που θα φέρουν την ανάπτυξη. Ιστορικά όμως, πάντα κατά τον Στίγκλιτς, η λιτότητα δεν έφερε σχεδόν ποτέ θετικό αποτέλεσμα. Οι υφέσεις προκαλούνται από έλλειψη ζήτησης. Οταν το κράτος περικόπτει τις δαπάνες του, η ζήτηση μειώνεται ακόμη περισσότερο με συνέπεια την αύξηση της ανεργίας. Ενδεικτικά παραδείγματα των ολέθριων συνεπειών της λιτότητας είναι η πολιτική του Χ. Χούβερ που μετέτρεψε το χρηματιστηριακό Κραχ του 1929 στη μεγάλη οικονομική κρίση, του ΔΝΤ με τις δραστηριότητες του στην Ανατολική Ασία και στη Λατινική Αμερική αλλά και στις χώρες της Ευρώπης, όπως Λετονία, Ελλάδα, Πορτογαλία. Παράδειγμα σύμφωνα με το οποίο η κρατική δαπάνη σημείωσε επιτυχίες είναι αυτή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που τελικά έβγαλε τις ΗΠΑ από τη μεγάλη οικονομική κρίση. Η κρατική μάλιστα δαπάνη μπορεί να είναι ακόμη πιο αποδοτική αν διοχετεύεται σε επενδύσεις υψηλής παραγωγικότητας, μεταξύ των οποίων είναι και εκείνες που διευκολύνουν την αναδιάρθρωση της οικονομίας (μετακίνηση πόρων από παλιούς, λιγότερο ανταγωνιστικούς τομείς, σε νέους με υψηλή προστιθέμενη αξία).

Αυτά ως προς την ανάπτυξη. Και ως προς τις τιμές, τι; Τις τιμές προϊόντων στην Ελλάδα, μάλιστα, που δεν ακολουθούν τη μεγάλη πτώση των μισθών και συντάξεων. Βέβαια με την εφαρμογή του Μνημονίου, το κόστος των προϊόντων αυξάνεται σημαντικά από την υπερβολική φορολογία. Ενας άλλος, όμως, ιδιαίτερα σημαντικός λόγος για τη μη μείωση των τιμών των προϊόντων στην Ελλάδα είναι η οικονομία της εγχώριας αγοράς, που κυριαρχείται από καρτέλ.

Τα καρτέλ τιμών αναπτύσσονται σε κλάδους με μικρό αριθμό επιχειρήσεων. Στους κλάδους αυτούς, η μείωση των τιμών καθίσταται ανελαστική, σε αντίθεση με άλλους κλάδους όπου λόγω της ύπαρξης πολλών επιχειρήσεων δεν μπορούν να οργανωθούν καρτέλ τιμών. Η κοινωνία αναλώνει περισσότερους πόρους για να πληρώνει ακριβά προϊόντα ή υπηρεσίες που θα κόστιζαν φθηνότερα εάν δεν υπήρχαν τα καρτέλ. Η Ελλάδα έχει πολλές μορφές καρτέλ τιμών, σχεδόν σε όλους τους τομείς και κλάδους της οικονομίας.

Προκειμένου να αναστραφεί η προς τα κάτω καταστροφική σπείρα της οικονομίας πρέπει να σπάσει η δύναμη των καρτέλ, ώστε συνολικά οι τιμές στην οικονομία να προσαρμοστούν στη νέα, χαμηλότερη αγοραστική δύναμη των πολιτών. Το κράτος πρέπει να ασκεί συνετή διακυβέρνηση και να αποτρέπει τη λειτουργία καρτέλ και λόμπι που ευνοούν συντεχνιακά συμφέροντα εις βάρος του γενικότερου συμφέροντος της κοινωνίας.

Με τον τρόπο αυτό θα προσαρμοστεί η οικονομία ώστε τα επίπεδα τιμών να ισορροπήσουν στην πραγματική παραγωγική της ικανότητα, θα απελευθερωθούν πόροι σε πιο ανταγωνιστικές δραστηριότητες, θα αρχίσει η προσέλκυση επενδύσεων ώστε να μειωθεί το τραγικό ποσοστό της ανεργίας, το οποίο αποτελεί την πιο οδυνηρή συνέπεια της οικονομικής κρίσης.

Ο Κωνσταντίνος Ζοπουνίδης είναι καθηγητής στο Πολυτεχνείο Κρήτης και επισκέπτης καθηγητής στην Audencia Nantes School of Management