Οι θρομβώσεις των αγγείων, είτε αφορούν φλέβες είτε αφορούν αρτηρίες, θεωρούνται από τις σοβαρότερες και πλέον επικίνδυνες επιπλοκές. Οι απλές και ειδικότερα οι χρόνιες θρομβώσεις των φλεβών είναι μάλλον ακίνδυνες, όμως κατά κανόνα η θρόμβωση μιας φλέβας υποκρύπτει φλεγμονή, oπότε πρόκειται για θρομβοφλεβίτιδα.

Θρομβοφλεβίτιδα είναι η φλεγμονή μιας φλέβας, συνηθέστερα στο πόδι ή το χέρι, με ταυτόχρονη δημιουργία θρόμβου μέσα στη φλέβα.

Η θρομβοφλεβίτιδα σε μια φλέβα εκδηλώνεται συνήθως με πόνο ή πρήξιμο στο χέρι ή το πόδι και πολλές φορές συνοδεύεται και από ερυθρότητα του δέρματος εάν η φλέβα είναι επιφανειακή.

Ομως η θρομβοφλεβίτιδα είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη όταν εκδηλώνεται σε βαθιές φλέβες που δεν βρίσκονται επιφανειακά κάτω από το δέρμα. Τότε τα συμπτώματα πολλές φορές μπορεί να είναι άτυπα σε τέτοιο βαθμό που να μην τα αντιληφθεί ο άρρωστος και η συνολική κλινική εικόνα του να εκδηλωθεί κατευθείαν με πνευμονική εμβολή, που είναι μια ιδιαίτερα επικίνδυνη επιπλοκή ακόμα και για τη ζωή του αρρώστου.

Στις περιπτώσεις αυτές κυριαρχούν τα συμπτώματα της πνευμονικής εμβολής που είναι η δύσπνοια ή η δυσφορία στην αναπνοή που συνοδεύεται από ανεξήγητη ταχυκαρδία ή πόνο στον θώρακα και σε βαρύτερες περιπτώσεις με δραματική πτώση της αρτηριακής πίεσης.

Τα συνηθέστερα αίτια που δημιουργούν τη θρομβοφλεβίτιδα είναι η παρατεταμένη παραμονή στο κρεβάτι επί ημέρες για οποιονδήποτε λόγο, το παρατεταμένο κάθισμα σε καρέκλα, όπως συμβαίνει στις αεροπορικές πτήσεις που έχουν διάρκεια πολλών ωρών, ή η ύπαρξη καρκίνου σε οποιαδήποτε περιοχή του σώματος και ιδιαίτερα στην κοιλιά καθώς και η λήψη οιστρογόνων ορμονών.

Οταν εκδηλώνονται αλλεπάλληλα επεισόδια με θρομβοφλεβίτιδες, τότε με όλα τα διαγνωστικά μέσα που διαθέτει η σύγχρονη ιατρική θα πρέπει πρώτιστα να αποκλείεται η ύπαρξη καρκίνου.

Η διάγνωση της θρομβοφλεβίτιδας είναι σχετικά εύκολη όταν η φλέβα είναι επιφανειακή, οπότε η σκληρότητα της φλέβας, η ερυθρότητα του δέρματος και το πρήξιμο είναι ορατά.

Αντίθετα, για τη θρομβοφλεβίτιδα η οποία εντοπίζεται σε φλέβες του βάθους είναι απαραίτητο το υπερηχογράφημα ή η αγγειογραφία (φλεβογραφία) προκειμένου να τεθεί η διάγνωση.

Η έγκαιρη διάγνωση της θρομβοφλεβίτιδας των φλεβών του βάθους έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί εάν αντιμετωπισθεί σωστά αποφεύγεται ο κίνδυνος της πνευμονικής εμβολής.

Η πνευμονική εμβολή δημιουργείται γιατί κομμάτια του θρόμβου που βρίσκεται μέσα στη φλέβα μπορεί να αποσπασθούν και να φθάσουν με την κυκλοφορία του αίματος μέχρι τον πνεύμονα, να σφηνωθούν μέσα σε κάποια μικρή ή μεγάλη αρτηρία του πνεύμονα και να δημιουργήσουν πνευμονική εμβολή.

Οταν τεθεί η διάγνωση της θρομβοφλεβίτιδας, η χορήγηση ηπαρίνης ενδοφλέβια ή υποδόρια (κάτω από το δέρμα) αποτρέπει την επέκταση του θρόμβου μέσα στη φλέβα και ελαχιστοποιεί την πιθανότητα της πνευμονικής εμβολής.

Μετά την οξεία φάση, η χορήγηση αντιπηκτικών φαρμάκων από το στόμα (γουαρφαρίνη – δικουμαρόλη) για ένα τουλάχιστον εξάμηνο αποτρέπει το ενδεχόμενο να υποτροπιάσει η θρομβοφλεβίτιδα.

Η εμφάνιση πρηξίματος στα πόδια είναι κάτι που ανησυχεί κάθε ασθενή, όμως το πρήξιμο στα πόδια ως μοναδικό σύμπτωμα κατά κανόνα δεν σχετίζεται με θρομβοφλεβίτιδα. Το πρήξιμο στα πόδια ιδιαίτερα όταν εντοπίζεται και στα δύο πόδια οφείλεται κατά κανόνα σε διάφορες αιτίες.

Στις περιπτώσεις αυτές, ο γιατρός είναι αρμόδιος να διαγνώσει εάν οφείλεται σε σοβαρή βλάβη της καρδιάς, των νεφρών ή του ήπατος (συκώτι) ή εάν είναι αποτέλεσμα φλεβικής ανεπάρκειας ή σπανιότερα πρόκειται για λεμφικό οίδημα ύστερα από ακτινοβολίες της κοιλιάς.

Γενικότερα, θα πρέπει να λεχθεί ότι το απλό και ασυμπτωματικό πρήξιμο στα πόδια που υποχωρεί όταν τα πόδια ξεκουράζονται τη νύκτα οφείλεται στην αδυναμία των φλεβών του ποδιού να λειτουργήσουν σωστά (φλεβική ανεπάρκεια). Αυτό είναι και το συνηθέστερο αθώο πρήξιμο των ποδιών.

Συμπερασματικά, η θρομβοφλεβίτιδα είναι μια ύπουλη πάθηση η οποία παρατηρείται συχνότερα, εκτός από τις παθολογικές περιπτώσεις που προαναφέρθηκαν, στους παχύσαρκους με κακή φλεβική κυκλοφορία στα κάτω άκρα, γι’ αυτό άλλωστε ως πρακτικό μέτρο συνιστάται η διαρκής κινητικότητα και όχι η ακινησία που χαρακτηρίζει τα άτομα με καθημερινή καθιστική ζωή.