Η Υακίνθη, η κόρη μου, μόλις είχε έρθει από τη θάλασσα και τριγυρνούσε στο σπίτι με το μαγιό και το παρεό της. Δεν τριγυρνούσε, όμως, μονάχα. Τραγουδούσε κιόλας. Το ίδιο τραγούδι συνεχώς. Την ώρα που εγώ, ο καταραμένος, προσπαθούσα να γράψω το χρονογράφημά μου για την εφημερίδα. «Υακίνθη, σε παρακαλώ, κόφ’ το!». Αλλά η Υακίνθη, κοπελίτσα στα ντουζένια της, «με έγραψε» κανονικά. «Βρε Υακίνθη, σε παρακαλώ, άσε με λίγο να δουλέψω», ούρλιαξα. Αλλά και πάλι τίποτα. «Τι σου ‘κανα και πίνεις τσιγάρο στο τσιγάρο…».

Είχα κοκκινίσει από την τσατίλα. Η κόρη μου είδε την κοκκινίλα και φαίνεται πως φοβήθηκε για κάνα… εγκεφαλικό! Ηρθε κοντά μου. Με μαλαγάνεψε αμέσως: «Βρε μπαμπά, μου αρέσει πολύ αυτό το τραγούδι και δεν μου φεύγει από το μυαλό». Ηρέμησα κάπως. «Δικό μου είναι αυτό το τραγούδι», της είπα ανόρεχτα. Τινάχτηκε πάνω κι άρχισε τα γέλια. «Γιατί λες ψέματα;», με αποπήρε. Ψιλοθύμωσα. «Πήγαινε στο ράφι απέναντι και πιάσε τον τόμο με τα τραγούδια μου να δεις αν λέω ψέματα», της είπα.

Πήγε. Είδε ότι έλεγα την αλήθεια, χαμογέλασε ευχαριστημένη και μ’ άφησε να κάνω τη δουλειά μου. Το βράδυ, όμως, πάλι τα ίδια… «Πότε το ‘γραψες αυτό το τραγούδι;». «Πολλά χρόνια προτού γεννηθείς. Το 1968, νομίζω». «Ποια το τραγουδούσε;». «Μια πολύ σπουδαία λαϊκή τραγουδίστρια. Η Πόλυ Πάνου. Εσύ από το ραδιόφωνο το άκουσες;». «Οχι. Στο λιμάνι. Στο μαγαζί του Χατζηδιάκου, του Μυτιληνιού. Στους Γατελούζους. Το λέει μια νεαρή τραγουδίστρια, καινούργια φίλη μου. Η Ελένη. Ελα, αν δεν βαριέσαι, να την ακούσεις και συ».

Βαριόμουνα. Και άλλωστε με περίμενε η παρέα στου Μπαμπάκου για ψαρομεζέδες και κρασί. Δεν πήγα, λοιπόν, στους Γατελούζους. Πήγα, όμως, την επομένη. Τραγουδούσε φυσικά η Ελένη. Μια εντυπωσιακή νέα γυναίκα. Ελεγε πολλά λαϊκά τραγούδια. Είπε κι αυτό. Ικανοποιητικά. Τη ρώτησα πού το ‘μαθε. «Στη Θεσσαλονίκη. Το τραγουδάει ένα συγκροτηματάκι. Οι Απέναντι. Με μια τραγουδίστρια πολύ καλή, αλλά άγνωστη. Τη Μελίνα Ασλανίδου».

Την άλλη μέρα, περπατώντας με τη γυναίκα μου στην παραλία, γιατί μου το είχαν επιβάλει οι γιατροί λόγω εμφράγματος, τη ρώτησα: «Πώς σου φάνηκε αυτό το τραγούδι;». Με κοίταξε αγριωπά: «Οταν έχεις γράψει την «Καισαριανή», με ρωτάς για τέτοια τραγουδάκια;». Δεν είπα τίποτα. Στο μυαλό μου, επειδή το τραγούδι μού είχε φανεί μικρό, γυρόφερναν κάποιοι καινούργιοι στίχοι για τσοντάρισμα. Μόλις τους τελείωσα, γύρισα και τους είπα στη Ράια: «Αμίλητό μου στόμα, φεγγάρι μου σβησμένο / ανάθεμα την ώρα και τη βαριά στιγμή / όλα για σε τα δίνω, τα δίνω και πεθαίνω / για να μη σε αγγίξουν ξανά οι στεναγμοί». Εκείνη δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία. «Εντάξει», έκανε και τάχυνε το βήμα της.

Υπάρχουν όμως στο τραγούδι κάποιοι αστάθμητοι παράγοντες που παίζουν έναν ρόλο, συχνά, πολύ αποφασιστικό. Δηλαδή: εκείνο τον καιρό παιζόταν στην τηλεόραση το «Μπιγκ Μπράδερ». Μια εκπομπή με τεράστια τηλεθέαση. Στο τελευταίο επεισόδιο αυτής της σειράς, ο πρωταγωνιστής χόρεψε ένα δυνατό ζεϊμπέκικο πάνω στο «Τι σου ‘κανα και πίνεις»! Εγινε χαλασμός από το ίδιο βράδυ! Ηρθαν και μου πήραν σειρά από συνεντεύξεις και είπα ότι το τραγούδι δεν ήταν σπουδαίο, αλλά, σίγουρα, θα κάνει τώρα πια επιτυχία.

Και πράγματι. Πριν περάσει ένα εικοσιτετράωρο, ένα σωρό τηλεοπτικά συνεργεία πήγαν στη Θεσσαλονίκη στο κέντρο Βεντέτα, όπου εμφανιζόταν, να βρουν την Ελένη (Φωτιάδου) για την οποία είχα μιλήσει, ο Μάτσας τής έκλεισε συμβόλαιο και της εξασφάλισε συμμετοχή στο πρόγραμμα του Μητροπάνου, ενώ, ταυτόχρονα, η Ασλανίδου καθιερωνόταν και οι περισσότεροι συνθέτες έτρεχαν να της γράψουν τραγούδια για να επωφεληθούν από τον ντόρο.

Η Ασλανίδου προχώρησε, έχοντας αυτό το τραγούδι σημαία στην καριέρα της. Η Ελένη όμως, στο μεγάλο πάλκο του Μητροπάνου, πέρασε μάλλον απαρατήρητη και ξαναγύρισε στη Θεσσαλονίκη. Τέλος, η κλασική Πόλυ Πάνου που τραγούδησε το τραγούδι αυτό στο φιλμ «Ολγα αγάπη μου», ένιωσε δικαιολογημένη πικρία, γιατί μια καινούργια τραγουδίστρια, με ένα δικό της τραγούδι, από τα παλιά, κατέκτησε μια θέση ανάμεσα στις πιο καλές ερμηνεύτριες.

Χρειάζεται, όμως, να πω εδώ ότι το τραγούδι, με την ερμηνεία της Ασλανίδου και την ενορχήστρωση των Απέναντι, απέκτησε μια νεανικότητα, μια φρεσκάδα, που δεν την είχε στην πρώτη εκτέλεση. Και βέβαια βοήθησε πολύ και το «Μπιγκ Μπράδερ»… Δεν θέλω να πω, φυσικά, ότι ο συνθέτης του τραγουδιού, ο Μίμης Πλέσσας, δεν είχε κάνει τη σωστή ενορχήστρωση για την παλιά εκτέλεση με την Πόλυ Πάνου. Απλώς, η εκτέλεση αυτή ήταν η ιδεώδης για την εποχή που έγινε. Υστερα από δεκαετίες, όμως, τα πράγματα είχαν αλλάξει: οι Απέναντι βάλανε την Ασλανίδου να λέει το τραγούδι α καπέλα, όπως λένε, με το ρεφρέν στην αρχή, ενώ στη σύνθεση του Πλέσσα υπήρχε η εκδοχή τού κουπλέ – ρεφρέν – κουπλέ – ρεφρέν, που ήταν εκείνη που έπρεπε όταν γράφτηκε το τραγούδι.

Μια αντίστοιχη περίπτωση ετεροχρονισμένης επιτυχίας είχαμε και στο τραγούδι «Δεν θα ξαναγαπήσω». Τα πράγματα όμως ας τα δούμε απ’ την αρχή: όταν ο Νικολόπουλος με το πρώτο του τραγούδι «Νυχτερίδες κι αράχνες», σε στίχους του Κώστα Βίρβου, έβγαλε ένα μεγάλο σουξέ, ήρθε και με βρήκε στα «ΝΕΑ» με προτροπή του Καζαντζίδη για να συνεργαστούμε. Ενιωσα μεγάλη ικανοποίηση γιατί θεωρούσα –και θεωρώ –τον Στέλιο Καζαντζίδη μέγιστο έλληνα τραγουδιστή. Και χαίρομαι πολύ όταν, πηγαίνοντας στο Ηράκλειο της Κρήτης, μια τεράστια λεωφόρος στη γειτονική προσφυγούπολη, την Αλικαρνασσό, φέρει το όνομα αυτού του σπουδαίου τραγουδιστή.

Η Λεωφόρος Στέλιου Καζαντζίδη πήρε αυτό το όνομα γιατί το ήθελε –και αγωνίστηκε για να το επιβάλει –ένας φίλος του τραγουδιστή, ίσως ο πιο αγνός και παθιασμένος, ο Μπλομπλός. Μανώλη τον λένε τον Μπλομπλό, αλλά του βγάλανε από το παρατσούκλι γιατί όλη την ημέρα αλλά και πολλές νύχτες βρίσκεται στη θάλασσα, κυνηγώντας ψάρια με το ψαροτούφεκο.

Μανιώδης ψαροτουφεκάς, όποτε βουτήξει, γιατί ξέρει τα «σημάδια», βγάζει τεράστια ψάρια, κυρίως ροφούς, και ταΐζει τους φίλους του. Εναν καιρό που ήταν άρρωστος ο Ανδρέας Παπανδρέου και ξεκουραζόταν στην Ελούντα, ο Μπλομπλός τον επισκεπτόταν κάθε μέρα και του πήγαινε για ψήσιμο μια υπέροχη συναγρίδα!

Το ίδιο έκανε και όταν αρρώστησε ο Καζαντζίδης: κάθε μέρα έπαιρνε το αεροπλάνο και έτρεχε να τον βρει, κουβαλώντας του μπερεκέτια. Ψάρια, φυσικά, καβουρομάνες, χταπόδια θηλυκά και κρεατικά υψηλής ποιότητας!

Αλλά, γράφοντας, φεύγω από το ένα θέμα και βρίσκομαι στο άλλο: σε ένα τραγούδι μου, που τη μουσική του έγραψε ο Μάνος Λοΐζος, μιλάω για την «παλιά Αλικαρνασσό», όπου σε έναν λοφίσκο, κοντά στις φυλακές, γινόντουσαν εκτελέσεις την εποχή του Εμφυλίου.

Το τραγούδι αυτό έχει τίτλο «Ελισσώ». Το όνομα είναι γνωστό στους Μικρασιάτες. Αλλά σε μένα είναι ιδιαίτερα προσφιλές: στην οδό Αριστοτέλους των παιδικών μου χρόνων, στο ύψος περίπου της Πλατείας Βικτωρίας, στο δεξί χέρι πηγαίνοντας προς Ομόνοια, ήταν ένα πολύ μεγάλο οικόπεδο που στην άκρη του βρισκόταν μια προσφυγική παράγκα. Σ’ αυτή την παράγκα ζούσε μια γερόντισσα, φίλη της μάνας μου, η κυρά Ελισσώ. Φίλη της μάνας μου ήταν και η κόρη της Ελισσώς, η Μαριάνθη. Ετσι, ζούσα κι εγώ κοντά σ’ αυτές τις δυο γυναίκες, όπως και στον γιο της Μαριάνθης, τον Παναγιώτη Προκοπίου. Οταν λοιπόν πρωτοπήγα στην Αλικαρνασσό, όλ’ αυτά ξύπνησαν μέσα μου και μ’ έσπρωξαν να γράψω την «Ελισσώ». Και θέλω να σημειώσω ότι το όνομα αυτό άρεσε τόσο πολύ στον γνωστό γελοιογράφο και στιχουργό Γιάννη Λογοθέτη, που μόλις έγινε πατέρας ενός υπέροχου κοριτσιού, το βάφτισε Ελισσώ! (Η ζωή αντιγράφει την τέχνη).

Ξεμάκρυνα πάλι με τις ιστορίες μου, που η μια γεννάει και μιαν άλλη. Επανέρχομαι, λοιπόν, στον Καζαντζίδη και στον Νικολόπουλο στο γραφείο μου. Ρωτάω τον Νικολόπουλο: «Πόσες χιλιάδες δίσκους πούλησε το «Νυχτερίδες κι αράχνες» ώς τώρα;». «Εκατό χιλιάδες», απαντά ο Νικολόπουλος. «Δηλαδή, αφού παίρνουμε ένα φράγκο στον δίσκο, εσύ απ’ αυτό το τραγούδι έχεις εισπράξει ήδη 100.000 δραχμές!». «Οχι», μου λέει ο συνθέτης. «Εχω εισπράξει μόνο 33.500». «Για ποιο λόγο;». «Διότι τα συγγραφικά δικαιώματα τα χωρίζουμε σε τρία μερίδια. Ενα μερίδιο παίρνω εγώ, ένα ο Βίρβος και ένα ο Καζαντζίδης». «Από πού κι ώς πού ο Καζαντζίδης;», ρωτάω ξαφνιασμένος. «Ετσι δουλεύει ο Στέλιος». «Και σε έστειλε σε μένα ζητώντας να συνεργαστούμε με τέτοιους όρους;». «Ναι». «Ε, τότε, δεν γίνεται τίποτα».

Ο Νικολόπουλος έφυγε άπρακτος και έτρεξε στον Καζαντζίδη να του πει το μαντάτο. Θύμωσε ο Στέλιος και για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα δεν μου μιλούσε!

Αλλά όταν γράψαμε το «Δεν θα ξαναγαπήσω», ζήτησε από τον Μάτσα, σχεδόν επιτακτικά, να το τραγουδήσει εκείνος. Και ο Μάτσας, βέβαια, δέχτηκε μετά χαράς. Στην ηχογράφηση είχε πάει και η Μάρω –η σύζυγος του Λοΐζου και μητέρα της Μυρσίνης. Το ίδιο βράδυ, ήρθε από το σπίτι μου σαν κεραυνοβολημένη. «Συνέβη κάτι απίστευτο σήμερα!», μου είπε. «Τραγούδησε ο Καζαντζίδης και από τη φωνή του νόμιζα ότι θα πέσουν τα ντουβάρια! Τέτοια δύναμη φωνής δεν είχα ξανακούσει στη ζωή μου! Καλά λένε ότι ο Καζαντζίδης είναι θεός!».

Ανάγκη να σημειώσω εδώ ότι το τραγούδι αυτό, ενώ από τη μεριά μου γράφτηκε μια κι έξω, από τη μεριά του Λοΐζου γράφτηκε με δόσεις: ο Μάνος, στα χρόνια της μεγάλης απενταρίας, έγραφε μουσική για ταινίες λαϊκής κατανάλωσης «φτωχοπαραγωγών». Μία απ’ αυτές τις ταινίες, με τον Φωτόπουλο και τον Σταυρίδη αν θυμάμαι καλά, είχε τίτλο «Μπετόβεν και μπουζούκι». Οπου ο Σταυρίδης ήταν δάσκαλος βιολιού και άφραγκος, ενώ ο Φωτόπουλος έπαιζε μπουζούκι και κέρδιζε πολλά χρήματα. Κεντρικό μουσικό μοτίβο σ’ αυτή την ταινία ήταν το κουπλέ από το «Δεν θα ξαναγαπήσω». Αυτό που λέει «Το μερτικό μου από τη χαρά / μου το ‘χουν πάρει άλλοι». Ο Λοΐζος, λοιπόν, ταίριαξε αυτή τη μελωδία στα λόγια μου, κόλλησε και ένα ρεφρέν και ολοκλήρωσε το τραγούδι. Φυσικά, στο ρεφρέν έβαλα κι εγώ λόγια: «Θε μου, τη δεύτερη φορά» κ.λπ.

Και δεν ήταν η πρώτη φορά που έγινε κάτι τέτοιο: στα πρώτα του βήματα ο Λοΐζος είχε γράψει ένα γρήγορο τραγούδι, που το παρουσίαζε και στις συναυλίες του Θεοδωράκη. Το «Κρητικό σταφύλι». Του είπα μια μέρα ότι το τραγούδι αυτό είναι… μάπα και δεν πρόκειται να έχει καμιά απήχηση στο κοινό. Με κοίταξε τρομαγμένος. Ηταν καλοκαίρι και συνεργαζόμασταν για τον δίσκο «Θαλασσογραφίες». «Και τι θα κάνω με το «Κρητικό σταφύλι» που το προόριζα για τον δίσκο μας;», με ρώτησε. Βρέθηκα σε δύσκολη θέση… «Ασε με να το σκεφτώ», του είπα. Την άλλη μέρα, του πρότεινα μια λύση που τη βρήκε έξοχη: θα γύριζε το «Κρητικό σταφύλι» σε απαλό χασάπικο και θα βάζαμε και ένα ρεφρέν για να «κλείσουμε» το τραγούδι. Ετσι κι έγινε. Το «Κρητικό σταφύλι» με τη μορφή που του πρότεινα άλλαξε τελείως. Ηταν πια «Το παλιό ρολόι». Οσο για το ρεφρέν, το ετοίμασα σε μία εβδομάδα. Είναι αυτό: «Χάθηκες μέσα στ’ απόβραδο / μέσα στην μπόρα, τον καπνό και τη νυχτιά / και έγινε το σαββατόβραδο / ένα λουλούδι πεταμένο στη φωτιά».

Και για να τελειώσω με το «Δεν θα ξαναγαπήσω»: συμπεριελήφθη σ’ έναν δίσκο που έχει τίτλο «Η στενοχώρια μου» και πέρασε μάλλον απαρατήρητο. Οταν όμως ξαναβγήκε, έπειτα από δέκα χρόνια, σε μικρό δισκάκι, αυτόνομο, χάλασε κόσμο! Τραγουδιέται ακόμη και σήμερα. Και οι ακροατές, στα νυχτερινά κέντρα, το τραγουδούν εν χορώ. Αγαπήθηκε δε τόσο αυτό το τραγούδι, που χιλιάδες λαού συνόδευσαν με αυτό τον Στέλιο στην τελευταία του κατοικία!

Βλέπω, όμως, ότι μου έχει μείνει λίγος χώρος ακόμη. Γι’ αυτό σπεύδω να τον εκμεταλλευτώ: το 1968 στον δίσκο «Ο σταθμός» που γράψαμε με τον Λοΐζο, υπάρχει ένα τραγούδι που λέει μεταξύ άλλων: «Πίσω απ’ την πόρτα το καρφί / και στο καρφί σακάκι. / Είναι αυτό που φόραγε / εκείνος που δεν χώραγε / σε τούτο το σοκάκι».

Στη γειτονιά που μεγάλωσα, όλοι μας οι γείτονες ήταν φτωχαδάκια. Στα περισσότερα φτωχόσπιτα, εκείνο τον καιρό, δεν υπήρχαν ντουλάπες. Ούτε και κρεμάστρες. Για να κρεμάνε, λοιπόν, οι άνθρωποι τα ρούχα τους, κάρφωναν ένα μεγάλο καρφί στο πίσω μέρος της πόρτας κι αυτό το καρφί ήταν η κρεμάστρα τους. Οι λογοκριτές της χούντας, ηλίθιοι και χαφιέδες και αποβράσματα, μόλις είδαν τη λέξη «καρφί» αναστατώθηκαν. Γιατί το «καρφί» στη γλώσσα τους και στη γλώσσα του υποκόσμου είναι ο χαφιές, ο καταδότης. Θεώρησαν λοιπόν ότι πίσω από την πόρτα, που έγραφα, ήταν ένας χαφιές. Ενας δικός τους άνθρωπος. Και ζήτησαν, με αυστηρότητα, ν’ αλλάξω αυτή την… επικίνδυνη λέξη. Και την άλλαξα. Ετσι, το «αμαρτωλό» τετράστιχο έγινε «Πίσω απ’ την πόρτα την κλειστή / ένα παλιό σακάκι. / Είναι αυτό που φόραγε / εκείνος που δεν χώραγε / σε τούτο το σοκάκι».

Μουσική : Μίμης Πλέσσας

Το τραγούδι πρωτοακούστηκε από την Πόλυ Πάνου το 1968 στην ταινία της Φίνος Φιλμς «Ολγα αγάπη μου» σε σενάριο και σκηνοθεσία του Γιάννη Δαλιανίδη