Είναι σχεδόν άδικο για το νέο βιβλίο της Νίκης Αναστασέα να φανερώσουμε την υπόθεσή του. Δεν το επιτρέπει το πρώτο του κεφάλαιο, ένας αριστοτεχνικός ανδρικός μονόλογος, κρυπτικός όσο πρέπει και αποκαλυπτικός όσο χρειάζεται για να κερδίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη και να τον γεμίσει μεγάλες προσδοκίες για τη συνέχεια. Θα μπορούσα να γράψω πολλά γι’ αυτό το μικρό διαμαντάκι καθώς και για τις τελευταίες σελίδες του μυθιστορήματος, εκεί όπου το δράμα, αντί να λυθεί, «δένεται» και αφήνει επιτέλους να φανούν τα λογοτεχνικά κίνητρα της συγγραφέως.

Δυστυχώς, πυκνώνοντας τα άκρα και αδυνατίζοντας απελπιστικά το κέντρο το πολύ που μπορείς να κερδίσεις είναι η μάχη του Μαραθώνα κι εδώ έχουμε να κάνουμε με τυπικό πόλεμο ατάκτων. Παράλληλοι μονόλογοι, με θέματα χιλιοεξαντλημένα από την ελληνική λογοτεχνία, ροκανίζουν τον χρόνο στον χώρο της σέντρας και δεν βρίσκεται κι ένας διαιτητής να σηκώσει προειδοποιητική κάρτα.

Συνεχίζοντας την ανάγνωση θα καταλάβουμε ότι ο άνδρας που μονολογεί στις πρώτες σελίδες είναι ένας απόπληκτος πατέρας, 53 ετών, part time μεταφραστής, δάσκαλος στο επάγγελμα και ότι η κόρη του για την οποία πενθεί δεν είναι νεκρή αλλά φυλακισμένη για συνέργεια σε φόνο. Το ίδιο δράμα μοιράζεται και η σύζυγός του αλλά με λιγότερη σφοδρότητα και μεγαλύτερη εγκαρτέρηση. Ποιες είναι οι ευθύνες της οικογένειας όταν το πιο χαρισματικό της τέκνο, η φοιτήτρια Αγγλικής Φιλολογίας Ηλέκτρα, φεύγει από το σπίτι για τον έρωτα ενός «περιθωριακού», ο οποίος μια ωραία πρωία, κατά τη διάρκεια καταδίωξης με μοτοσικλέτες, θα αδειάσει ένα περίστροφο στο κεφάλι ενός «μπάτσου»;

Τι δουλειά είχε «το δικό τους το παιδί» στο μοιραίο δικάβαλο και γιατί επιμένει να καλύπτει τον δράστη παρά τις συστάσεις των ανακριτών, των δικηγόρων και της οικογένειας; Αν και δεν υπάρχει σαφής χρονολογική τοποθέτηση, τα στοιχεία του δράματος μαρτυρούν ότι όλα αυτά συμβαίνουν εδώ και τώρα. Αυτό θα αύξανε ενδεχομένως την αξία του βιβλίου και αν δεν το έκανε ένα «αμερικάνικο ειδύλλιο» α λα ελληνικά, θα του έδινε πάντως θεματολογικούς πόντους. Για κακή μας τύχη όμως επεμβαίνει η «γλώσσα» να μας ρίξει καμιά εκατοστή χρόνια πίσω, με μικρές λεκτικές ομορφιές όπως επί παραδείγματι «της γνέφω» ή «το σύμπαν ολάκερο» ή «ανακούρκουδα» ή ακόμα χειρότερα «η γυναίκα που σουρτούκευε». Εγώ τουλάχιστον δεν γνωρίζω κανέναν σημερινό πενηντάρη, εγγράμματο, μεταφραστή μάλιστα του Ελιοτ, του Τζόις και του Φόκνερ, όπως ο βασικός αφηγητής του βιβλίου, να μιλάει σαν περσόνα του Καζαντζάκη. Ευτυχώς οι μονόλογοι και οι διάλογοι των νεαρότερων προσώπων βρήκαν τη φροντίδα και το update που τους άξιζε. Προχείρως σταχυολογώ: «Μου τη δίνει» ή «μου τη σπάει» ή «τα παίρνω στο κρανίο» ή «είμαι σαλταρισμένος» ή «το πράγμα στράβωσε» ή «είναι ζόρικο» και σε κάθε περίπτωση «ρε γαμώτο».

Ας ξαναβρούμε όμως τα πατήματά μας μέσα σε μια ιστορία που θα είχε τα φόντα να μας εμπλέξει όλους αν δεν είχε τη φιλοδοξία να εμπλακεί με χίλια δύο, από τον IRA και το μπλόκο της Καισαριανής μέχρι τον Σεμπρούν, τα τζάνκια της Αθήνας και το ποιητικό ιντερμέδιο για μια γιαγιά αντάρτισσα που ήθελε στο φέρετρο να φοράει παντελόνια. Αφήνω στην άκρη την προσωπική μου παραξενιά να περιμένω πότε η συγγραφέας θα αγγίξει με γυμνό χέρι το μεγάλο θέμα που η ίδια αναλαμβάνει να θέσει στο κέντρο μάλιστα της προβληματικής του μυθιστορήματος. Ας το πάρει το ποτάμι κι ας υποθέσουμε ότι ένας νεαρός που σκοτώνει έναν «μπάτσο» δεν είναι παρά μία ακόμη συγγραφική γραφικότητα την οποία σε παίρνει άνετα να την προσπεράσεις με ελαφρά πηδηματάκια.

Το φυλακισμένο κορίτσι όμως; Γιατί κρατάει το στόμα του κλειστό, γιατί δεν θέλει να ελαφρύνει τη θέση του αλλά επιμένει σε μια σταθερή συγκρουσιακή στάση απέναντι σε ό,τι αντιπροσωπεύει την έννομο τάξη; Επειδή η μητέρα της κεράτωσε κάποτε τον πατέρα της; Επειδή δεν της αρέσει η αγγλική φιλολογία; Επειδή η θεία της πήγε μετανάστρια στη Γερμανία; Επειδή το setting μας επιτρέπει να φανταστούμε ότι ανήκει κι αυτή στον ίδιο αντιεξουσιαστικό χώρο με τον φίλο της;

Δυστυχώς τίποτε από όλα αυτά. Ο γρίφος της Ηλέκτρας, της σκοτεινής αγαπημένης ενός περιθωριακού, θα λυθεί με την ασφαλή μέθοδο του λαϊκού μελό. Στο κελί του Κορυδαλλού ένα κορίτσι που καβάλαγε μηχανές και συναναστρεφόταν περίστροφα δεν ονειρεύεται παρά να παντρευτεί τον καλό της. Μη με ρωτάτε αν συμμερίζεται κατά κεραία τις ιδεολογικές επιλογές του αγοριού της. Ο τραγικός νεαρός χρησιμοποιείται, φοβάμαι, σαν ντεκόρ για να ξεπεταχτεί ένα πρωτοσέλιδο πάθους και προδοσίας από το πουθενά. Λυπάμαι που μια τέτοια ωραία ιστορία απαρνήθηκε το λαϊκό της χάρισμα αντί πινακίου λογοτεχνικής φακής. Λυπάμαι και για το ζευγάρι των νεαρών εραστών και το κακό τους τέλος. Μα πιο πολύ λυπάμαι και συμπονώ τα άγρια κορίτσια της απέναντι όχθης. Αν πιστέψω ότι το μόνο που απασχολεί το κεφαλάκι τους είναι η ασφυκτική και η άνευ όρων προσκόλλησή τους σε ένα ζόρικο αρσενικό, τότε πάμε χαμένοι.