Ο πιο τσαμπουκαλής και τζαναμπέτης γραφιάς, ο αληταράς των ελληνικών γραμμάτων που γνώρισε από μικρός τις λούμπεν πτυχές της ελληνικής κοινωνίας ώσπου να γίνει μεγαλοδιαφημιστής και να τα παρατήσει για να αναστήσει τον Αρη Βελουχιώτη, επιστρέφει στο προσκήνιο έπειτα από έξι χρόνια σιωπής, υμνώντας τον Πειραιά, έτσι όπως δεν τον έχει υμνήσει κανείς μέχρι τώρα. «Στη γειτονιά μου απαγορευόταν να πατήσει αστυφύλακας. Ακόμη και να γινόταν φονικό, έπρεπε να μεσολαβήσουν κάποιοι γεροντότεροι για να παραδοθεί ο φταίχτης και να εξασφαλιστεί ότι οι μπάτσοι θα τον σεβαστούν και δεν θα πέσει βούρδουλας…».

Ο 65χρονος σήμερα Διονύσης Χαριτόπουλος γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Μανιάτικα του Πειραιά. Μια συνοικία-φαβέλα, απροσπέλαστη εκείνα τα μετεμφυλιακά χρόνια, που δεν επέτρεπε ούτε στα παιδιά να είναι αθώα και που ήλεγχε το Λιμάνι στέλνοντας εκεί τους άντρες της να πιάσουν τα πόστα των χαμάληδων. Με τρεις-τέσσερις ώρες χαμαλίκι έβγαζαν διπλάσιο και βάλε μεροκάματο από του εργάτη που δούλευε οκτάωρο στις φάμπρικες. Και μαθημένοι καθώς ήταν στα ζόρικα, τακίμιασαν με την παλιά μαγκιά και πήραν το κουμάντο.

«Αγρια ράτσα, σκληρή και ανελέητη και πρώτα με τον εαυτό της», γράφει ο Χαριτόπουλος για τους Μανιάτες. Και μ’ αυτούς ανοίγει το «Εκ Πειραιώς», που θα κυκλοφορήσει την ερχόμενη εβδομάδα από τις εκδόσεις Τόπος. Είναι η αυτοβιογραφία του μέχρι τα είκοσί του στα κρίσιμα χρόνια της διαμόρφωσής του 1947-1967 και παράλληλα η βιογραφία τού Πειραιά όταν αρχίζει να εκσυγχρονίζεται αλλά διατηρεί ακόμη ζωντανό τον μύθο του. Παρακολουθώντας σαν τρίτος το «παιδί» –δηλαδή τον εαυτό του –από τα οκτώ έως τα δεκαοκτώ του, ο συγγραφέας αναβιώνει την καθημερινότητα στον Πειραιά με αλλεπάλληλα πηγαινέλα στον χώρο και στον χρόνο και χρησιμοποιώντας πολλές λέξεις της αργκό. Ετσι ξεπροβάλλουν μπροστά στον αναγνώστη οι γειτονιές και οι συγκρούσεις τους, τα στέκια και τα μυστικά τους, οι μάγκες, οι νταήδες, οι σέρτικοι και οι χλεχλέδες, οι «δοτήδες» (ρουφιάνοι) και οι θεές του πεζοδρομίου, οι νόμοι της πιάτσας και η αλληλεγγύη της, ο Θρύλος και το εργοστάσιο του Παπαστράτου, ο τζόγος και το κατς με τους ήρωές του (τον Μανιάτη Μεϊντάνη, τον Γίγαντα Καρπόζηλο κ.ά.), τα στέκια και οι κακόφημοι δρόμοι, οι αμερικανοί πράκτορες, οι ανερχόμενοι εφοπλιστές, τα όμορφα κορίτσια από το Γυμνάσιο στα Ταμπούρια, οι λαϊκοί μουσικοί που πήραν μεταπολεμικά τη σκυτάλη από τους ρεμπέτες και ο Μπιθικώτσης, τα πρώτα κέρματα και η πρώτη κόκα κόλα… Πάνω απ’ όλα ξεπροβάλλει το ήθος εκείνου που θα ονομάζαμε σήμερα «υπόκοσμο», ο οποίος συχνά είχε μια βαθιά ριζωμένη αξιοπρέπεια. Φυσικά, σε ένα τέτοιο βιβλίο χωράει και η αγιογραφία όπως χωράει και ο ναρκισσισμός, ενώ η πολιτική πτυχή ίσως να είναι υποφωτισμένη. Ωστόσο ο Χαριτόπουλος, που έκανε μια μεγάλη έρευνα (με τη βοήθεια της Κατερίνας Θανοπούλου) προκειμένου να τεκμηριώσει με ντοκουμέντα τις αναμνήσεις του, συνδυάζει το ταλέντο του παραμυθά με εκείνο του κοινωνιολόγου και ξέρει να γίνεται πειστικός και να συνεπαίρνει. …Σε πείσμα των συγγραφέων που δεν θέλησαν να τον κάνουν μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων και σε πείσμα των φεμινιστριών που τον καταδίκασαν έπειτα από το βιβλίο του «Ο άνεμος κουβάρι» (που επανεκδίδεται) για την τρικυμιώδη σχέση του με τη Μαλβίνα Κάραλη.

Η Τρούμπα, φόβητρο και φάκα

Αν το Λιμάνι «είναι το βασίλειο των Μανιατών» και η Ακτή Μιαούλη «είναι η βιτρίνα μας», τότε τα πέριξ της Δραπετσώνας (που δηλητηριάζεται από το τσιμεντάδικο του Ηρακλή) «είναι το βασίλειο των τεκέδων» και το Πέραμα «είναι το Χονγκ Κονγκ του Πειραιά». Ο Χαριτόπουλος γράφει πως «το Πέραμα έγινε η Γη Χαναάν των αστέγων και κατέληξε εμπόλεμος ζώνη», με τους μικρασιάτες πρόσφυγες να αγωνίζονται να σώσουν τα χαμόσπιτά τους από τους εκσκαφείς και να νικούν τους μπάτσους και τα συνεργεία κατεδάφισης στην περίφημη «μάχη της παράγκας» του 1960.

Οταν όμως φτάνεις στην Τρούμπα, καταλαβαίνεις ότι αυτή είναι «η Κάσμπα του Πειραιά», μια περιοχή «απαγορευμένη και φόβητρο κόλασης», όπου επικρατεί η… «ανεξιθρησκία». Οι νταήδες και τα μούτρα αλωνίζουν ασύδοτοι, «κάργα ο τζόγος, το λαθρεμπόριο, τα μαχαιρώματα, οι πιστολιές, οι σκοτωμοί και οι απαγωγές κοριτσιών, ακόμα και πάνω από την εξέδρα…». Μια περιοχή που ήταν και «μεγάλη φάκα». Εκεί αλώνιζε ο μεγαλύτερος «δοτής της Αστυνομίας» που κανένας δεν τον είχε πάρει χαμπάρι. Ηταν «ένα καλοκάγαθο ψηλό γεροντάκι με άσπρα μακριά μαλλιά και κάτασπρη πατριαρχική γενειάδα, σαν φιγούρα της Αγίας Γραφής» που «κοίμιζε τους κοκωβιούς και τα λιμά της πιάτσας με συμβουλές και ιστορίες μπαρμπούτσαλα, του εμπιστεύονταν τα κατορθώματά τους κι εκείνος έδινε δελτίο στους μπάτσους».

Στα χρόνια της Κατοχής τα μαγαζιά ήταν λιγοστά, με κορίτσια από το γκέτο των Βούρλων, και σύχναζαν εκεί γερμανοί αξιωματικοί, οι ρουφιάνοι τους, νταβατζήδες και μαυραγορίτες. Μετά τον πόλεμο, όμως, η περιοχή «πήρε πάλι ν’ ανθίζει», γράφει ο Χαριτόπουλος. «Ολες οι φυλές και οι θρησκείες του κόσμου είναι εδώ. (…) Παντζαρομούρηδες, ντερέκια, σχιστομάτηδες, σκερβελέδες, κακομούτσουνοι, χαμαντράκια, ομορφόπαιδα, ντροπαλοί, πονηρεμένοι, μπερμπάντηδες, πίτουρες, χάχες, σκυλόμαγκες, μοσχόμαγκες, ναύτες, φαντάρια, αεροπόροι, μαθητές, αλάνια, τσογλάνια, νταβάδες, λεμέδες, λαθρέμποροι, πρεζάκια, πουστρόνια, αρπάχτρες, επαρχιώτες, αδέσποτα, μπατίρια, σοβαροί και ελαφρόμυαλοι, στριμώχνονται και ανακατεύονται σε χρωματιστά φώτα και φωτεινές επιγραφές που αναβοσβήνουν, μουσικές, κορίτσια, φωνές, γέλια, παρέες, τρεξίματα, σπρωξίματα, βρισίδια, αγκαλιές, τράμπες, αλισβερίσια στο πόδι, κράχτες»…

«Θεωρώ τεράστιο λάθος που έκλεισαν την Τρούμπα», υπογραμμίζει σήμερα στα «ΝΕΑ» ο συγγραφέας. «Ολα τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν ήταν ηθικοπλαστικά και δεν είχαν καμία σχέση με τις υπαρκτές ανάγκες του λιμανιού. Αφού εντρυφούμε τόσο στους αρχαίους, έπρεπε να ξέρουμε ότι στην ίδια ακριβώς θέση ήσαν και τα αρχαία πορνεία. Δεν νοείται μεγάλο λιμάνι χωρίς καμπαρέ, μπαρ, ποτά και γυναίκες, και μάλιστα συγκεντρωμένα όλα σε μια ελεγχόμενη περιοχή, όπως η Τρούμπα, που υπήρξε μεγάλη πηγή εσόδων για όλο τον Πειραιά και συνακόλουθα τη χώρα».

Μάγκες

και ξεφτίλες

Εκείνη την εποχή, όπως αποκαλύπτει στο «Εκ Πειραιώς», ένας από τους ήρωές του ήταν ο ταβερνιάρης ο Τσέχας, από τους δυο-τρεις μεγάλους «αντάμηδες» (φίνους μάγκες) που είχε ο Πειραιάς και τον σέβονταν ακόμα κι οι Μανιάτες. Ηταν «ομορφάντρας, λιγόλογος, δίκαιος, μπεσαλής και θανατηφόρος αν του βγεις στραβά. Αληθινός σερέτης (άψογος σε παλικαριά), πάντα ευγενικός και σένιος (κομψός)».

Ελεγαν πολλά γι’ αυτόν, «ότι δεν τα παίρνει από γυναίκες γιατί τα παίρνει από αυτούς που τις έχουν, ότι δεν παίζει τζόγο γιατί του τ’ ακουμπάνε οι λεσχιάρχες, ότι ακόμα κι οι Τσιγγάνοι της Δραπετσώνας δουλεύουν για πάρτη του». Είχε κάνει στις Αγροτικές της Κασσάνδρας όπου κουβαλούσε τσουβάλια για να κάνει «τη μια μέρα δυο», κι αν σε γουστάριζε επέμενε να σε σερβίρει ο ίδιος στο μαγαζί του, σαν να είχες μπει σπίτι του.

Εκείνοι οι μάγκες δεν έχουν καμία σχέση με τους σημερινούς, σχολιάζει ο Χαριτόπουλος. «Ο σημερινός μάγκας είναι ο χτεσινός ξεφτίλας. Δηλαδή ο κομπιναδόρος, η αρπάχτρα, ο ψεύτης και αναξιοπρεπής που τώρα παριστάνει τον μάγκα επειδή τα «κονόμησε», άσχετα με ποιον τρόπο. Παλιά που ο κόσμος έδινε μεγάλη σημασία στην τιμή και την αξιοπρέπεια του άντρα, αυτός ο τωρινός σαλταδόρος με την κουστουμιά και το πούρο δεν θα μπορούσε να κυκλοφορήσει από το φτύσιμο».

Γήπεδα

και κηδείες

Σήμερα ο Χαριτόπουλος κατοικεί στο Κολωνάκι και μοιράζει τη ζωή του ανάμεσα στο σπίτι του στο Βελούχι και στον πύργο του στη Μάνη. Αλλά ακόμα θεωρεί πατρίδα του τον Πειραιά. Στις αρχές του ’60 έπαιζε δεξί μπακ (και ήταν «τσεκούρι») στην ποδοσφαιρική ομάδα των Μανιάτικων και έγινε αμετανόητος οπαδός του Θρύλου…

Σήμερα θυμάται πώς γιόρταζαν οι Ολυμπιακοί τις νίκες τους με «τις καθιερωμένες κηδείες της Κυριακής». Με αφετηρία το γήπεδο ξεκινούσε ένα φέρετρο τυλιγμένο κορδέλες με τα χρώματα του αντιπάλου, ακούγονταν «γαμησοψαλμωδίες» και κλάματα «με αισχρά υπονοούμενα» και η μαρίδα ξεσκιζόταν στα γιούχα μέχρι τη Λέσχη του Ολυμπιακού στο Πασαλιμάνι…

Ο μύθος της εποχής ήταν φυσικά ο ούγγρος προπονητής Μάρτον Μπούκοβι, που τα ‘σπασε με τους μάνατζερ, έγινε τραγούδι και το 1989 τίτλος διηγήματος του Χαριτόπουλου.

«Οι συνήθεις βλάκες λένε ότι με το ποδόσφαιρο ναρκώνεται ο κόσμος και δεν αντιδράει στην εκάστοτε εξουσία, λες και αυτοί είναι επαναστάτες με το τουφέκι στο χέρι», τονίζει στα «ΝΕΑ» ο συγγραφέας. «Το ποδόσφαιρο είναι ένα λαϊκό θέαμα, όπως ο Καραγκιόζης, η επιθεώρηση, η πάλη κ.λπ., αλλά για τους θεατές ενέχει πολύ έντονο και το προσωπικό στοιχείο, π.χ. η ομάδα της γειτονιάς, της πόλης, τα δικά τους παιδιά. Τώρα βέβαια εξελίχθηκε σε παγκόσμιο σόου και τζόγο δισεκατομμυρίων, αλλά τι έμεινε αμόλυντο στην εποχή της εμπορευματοποίησης; Και απ’ τον καρκίνο λεφτά βγάζουν. Η επιτυχία του Ολυμπιακού, πέρα από τις αγωνιστικές του επιδόσεις, είναι ότι είχε ανέκαθεν κινηματικό χαρακτήρα καθώς αντιπροσώπευε τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα έναντι των πλούσιων Αθηναίων που κυβερνούσαν τον τόπο, γι’ αυτό απόκτησε γρήγορα πανελλήνια εμβέλεια».