Αφότου ανακαλύφθηκε το νησί από τον Χριστόφορο Κολόμβο, το 1492, η Κούβα τελεί υπό ισπανική κυριαρχία. Η Μαδρίτη διαχειρίζεται τον Στρατό της, την Αστυνομία της, τον χρυσό της, τις φυτείες ζαχαροκάλαμου και καπνού της, τους σκλάβους και τα χρέη της. Και από τα μέσα του 19ου αιώνα η εξέγερση υποφώσκει. Οι ΗΠΑ κρατούν αποστάσεις, εξοπλίζοντας λίγο ώς πολύ μυστικά τούς κουβανούς εξεγερμένους.

Ομως στις 15 Φεβρουαρίου 1898, το αμερικανικό θωρηκτό «USS Maine» ανατινάζεται στον κόλπο της Αβάνας και βυθίζεται παίρνοντας μαζί του 266 μέλη του πληρώματός του. Το πολεμικό βρισκόταν στην Κούβα για να προστατεύσει τα αμερικανικά συμφέροντα. Οι μάχες που φέρνουν αντιμέτωπους την Ισπανία και τους μαχητές της ανεξαρτησίας είναι μια απειλή για τις φυτείες ζαχαροκάλαμου, ένα μεγάλο μέρος της συγκομιδής από τις οποίες προορίζεται για την αμερικανική αγορά.

Το ναυάγιο του θωρηκτού θα χρησιμεύσει ως πρόσχημα για μια αμερικανική επέμβαση. Οι ΗΠΑ ανεβάζουν τους τόνους: αναγνωρίζουν ένα ανεξάρτητο και ελεύθερο κουβανέζικο κράτος, απευθύνουν τελεσίγραφο στον ισπανικό Στρατό, επιβάλλουν αποκλεισμό στο νησί. Στις 24 Απριλίου, η Ισπανία κηρύσσει τον πόλεμο. Ο Splendid Little War (υπέροχος μικρός πόλεμος), όπως τον είπαν οι Αμερικανοί, δεν θα διαρκέσει παρά τέσσερις μήνες. Στριμωγμένη από τους αντιπάλους της, η Ισπανία συνθηκολογεί και στις 12 Αυγούστου 1898 μια προκαταρκτική συνθήκη ειρήνης βάζει τέλος στις εχθροπραξίες. Η αστερόεσσα επωφελείται για να προσαρτήσει το Πόρτο Ρίκο και τη νήσο Γκουάμ και να αγοράσει τις Φιλιππίνες έναντι 20 εκατ. δολαρίων.

Επισήμως οι Αμερικανοί ήρθαν να βοηθήσουν τους Κουβανέζους που αγωνίζονταν για την ανεξαρτησία τους. Στην πραγματικότητα, η επέμβαση σηματοδοτεί μια ιστορική στροφή για τις ΗΠΑ. Καθιερώνει ως νέα εξωτερική πολιτική το δόγμα Μονρόε, το οποίο είχε εξαγγελθεί το 1823 από τον φερώνυμο πρόεδρο και καθιστά το αμερικανικό ημισφαίριο – Βόρειο και Νότιο – αποκλειστική σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ. Η Κούβα γίνεται ντε φάκτο ένα αμερικανικό προτεκτοράτο. Η κατάσταση θα διαρκέσει ώς το 1959 και την άνοδο του Φιντέλ Κάστρο στην εξουσία.

Η Ισπανική Αυτοκρατορία από την πλευρά της, τέσσερις αιώνες μετά τον Χριστόφορο Κολόμβο, δεν είναι παρά σκιά του εαυτού της. Το στέμμα δεν έχει πια τις αποικίες του, όμως κατά τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ στο Παρίσι, τον Δεκέμβριο του 1898, ζητάει την αποπληρωμή των χρεών που είχαν συναφθεί από την Κούβα, όταν το νησί τελούσε υπό τη διοίκησή του. Ηταν κάτι συνηθισμένο την εποχή εκείνη. Οι Αμερικανοί απορρίπτουν αυτό το αίτημα. Γι’ αυτούς δεν υπάρχει περίπτωση να αποπληρωθεί ένα χρέος που επιβλήθηκε στον κουβανέζικο λαό χωρίς τη συμφωνία του και με τη δύναμη των όπλων.

Οι ΗΠΑ θεωρούν, εξάλλου, ότι η πλειονότητα των δανείων που είχαν συναφθεί από την Κούβα δεν χρησίμευσαν παρά για την ενίσχυση του ελέγχου του νησιού από τον ισπανικό Στρατό και για την εξουδετέρωση της εξέγερσης. Μολονότι η Ισπανία ουδέποτε αποδέχθηκε αυτά τα επιχειρήματα, παραδέχθηκε πως, μετά το 1880, τα νέα χρέη δεν χρησίμευαν παρά μόνο για να αποπληρώνονται τα προηγούμενα. Θεωρώντας πως οι πιστωτές γνώριζαν πώς χρησιμοποιούνται τα δάνειά τους, η αμερικανική επιτροπή κατέληξε στην ακύρωση των χρεών αυτών που υπολογίζονταν σε 400 εκατ. δολάρια.

Η αμερικανική λογική δεν είναι καινούργια. Το 1867, η μεξικανική κυβέρνηση του Μπενίτο Χουάρες είχε αρνηθεί να εξοφλήσει ένα χρέος που είχε συναφθεί από τον αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό Α’ του Μεξικού, τον οποίο είχε προωθήσει στην εξουσία το 1863 η Γαλλία έπειτα από τρία χρόνια εμφύλιου πολέμου. Ο Μαξιμιλιανός είχε πάρει δάνεια από γαλλικές τράπεζες για να μπορέσει να ελέγξει το Μεξικό.

Το κουβανέζικο επεισόδιο και η Συνθήκη του Παρισιού που ήταν αποτέλεσμά του αντιπροσωπεύουν ωστόσο την εμφάνιση ενός δόγματος σε διεθνή κλίμακα: του απεχθούς χρέους. Το δόγμα αυτό εφαρμόζεται πολύ περισσότερο όταν τα εν λόγω χρέη δεν οφείλονται σε χώρες που έχουν κερδίσει έναν πόλεμο. Εξάλλου – και παρά τα προηγούμενα του Μεξικού και της Κούβας – οι περιπτώσεις στις οποίες έγινε επίκληση του δόγματος για να αποφευχθεί η αποπληρωμή χρέους που είχε συνάψει ένα παλιό καθεστώς είναι σπάνιες στον 20ό αιώνα. Το 1918 οι μπολσεβίκοι αρνήθηκαν το τσαρικό χρέος. Επίσης η Συνθήκη των Βερσαλλιών, τον Ιούνιο του 1919, ακύρωσε το χρέος που απαιτούσαν η Γερμανία και η Πρωσία από την Πολωνία. Ενα χρέος που και σε αυτήν την περίπτωση είχε συναφθεί για να χρηματοδοτηθεί η κατοχή του πολωνικού εδάφους…

Η πιο εμβληματική περίπτωση παραμένει αυτή της Κόστα Ρίκα το 1923, που την έφερε αντιμέτωπη με τη Βρετανία. Βγαίνοντας από μια δικτατορία που διήρκεσε από το 1917 ώς το 1919, η κοσταρικανή κυβέρνηση αρνήθηκε να τιμήσει τα χρέη του στρατηγού Τινόκο. Η διαιτησία ανατέθηκε στον πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ Ουίλιαμ Ταφτ, ο οποίος αποφάνθηκε πως τα χρέη πρέπει να ακυρωθούν. Με βάση την αρχή της «καλής πίστης», ο αμερικανός δικαστής τιμώρησε τους πιστωτές της Κόστα Ρίκα επειδή δάνεισαν χρήματα σε μια μη νόμιμη κυβέρνηση.

Το 1927, ο πρώην υπουργός του τσάρου Νικολάου Β’ και καθηγητής Δικαίου στο Παρίσι, ο Αλεξάντρ Ναούμ Σακ, θα επισημοποιήσει επιτέλους το δόγμα: «Αν μια δεσποτική εξουσία συνάψει ένα χρέος (…) για να ενισχύσει το δεσποτικό καθεστώς της και να καταπιέσει τον πληθυσμό που τη μάχεται, αυτό το χρέος είναι απεχθές για τον πληθυσμό του κράτους. Δεν είναι συνεπώς υποχρεωτικό για το έθνος: είναι ένα χρέος καθεστώτος, χρέος προσωπικό της εξουσίας που το συνήψε• κατά συνέπεια εκπίπτει με την πτώση της εξουσίας» έγραψε.

Στο τέλος του 20ού αιώνα η αρχή του απεχθούς χρέους επανήλθε, κυρίως χάρη σε μη κυβερνητικές οργανώσεις όπως η Επιτροπή για την Ακύρωση του Χρέους του Τρίτου Κόσμου, Ιωβηλαίος 2000, ATTAC ή Odious Debt (Απεχθές Χρέος). Ακόμη και η Παγκόσμια Τράπεζα εξέτασε το θέμα. Πολλές μελέτες έγιναν, όμως οι συντάκτες τους κατέληγαν συχνά στο συμπέρασμα πως πρόκειται για μια έννοια πολύ περίπλοκη και δύσκολη στην εφαρμογή της.

Οι ΗΠΑ επέβαλαν επίσης την ακύρωση – τουλάχιστον μερική – ενός χρέους που θεωρούνταν απεχθές. Αυτό συνέβη την άνοιξη του 2003 με το ιρακινό χρέος. Η αρχή είναι η ίδια: ο ιρακινός λαός δεν οφείλει να πληρώσει χρέη που συνήφθησαν από τον Σαντάμ Χουσεΐν. Η Ουάσιγκτον που έχει εισβάλει στο Ιράκ πίεσε τη Μόσχα, το Παρίσι και το Βερολίνο, τρεις σημαντικούς πιστωτές, να ακυρώσουν το χρέος του Ιράκ. Το θέμα θα διευθετηθεί στους κόλπους της Λέσχης του Παρισιού, όπου θα ακυρωθεί το 80% του χρέους αυτού – αποφεύγοντας, όμως, επιμελώς οποιαδήποτε αναφορά στο δόγμα του απεχθούς χρέους.

Αύριο: 1953, η Γερμανία διαιρεί το χρέος της