«Αν δεν θέλεις να δεις έναν άνθρωπο να γίνεται δυστυχής από την πολιτική, μην του δείχνεις και τις δύο πλευρές ενός ζητήματος, γιατί θα τον μπλέξεις. Δείξε του μόνο τη μία. Ή, ακόμη καλύτερα, μην του δείξεις καμία. Κάνε τον να ξεχάσει πως υπάρχει η λέξη «πόλεμος». Πες πως έχεις μια κυβέρνηση αναποτελεσματική, υδροκέφαλη και φορομπηχτική. Ε, είναι προτιμότερο να εξακολουθείς να έχεις μια τέτοια κυβέρνηση, παρά έναν λαό που ασχολείται διαρκώς με αυτήν».

Αυτές οι απόψεις, που λες και βγήκαν χθες από ένα think tank συντονισμένο με τα συμφέροντα κάποιων «ανήσυχων αγορών», διατυπώθηκαν ειρωνικά πριν από 60 χρόνια σε ένα από τα κορυφαία λογοτεχνικά κατηγορώ εναντίον της κρατικής λογοκρισίας και κάθε προσπάθειας των κέντρων εξουσίας – πολιτικών, θρησκευτικών, παιδαγωγικών, οικονομικών, στρατιωτικών κ.ο.κ. – να χειραγωγήσουν την κοινωνική συνείδηση για χάρη της «κοινωνικής γαλήνης». Μιλάμε για το «Φαρενάιτ 451», το διαχρονικά επίκαιρο μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε το 1953 ο 33χρονος τότε Αμερικανός Ρέι Μπράντμπερι και το οποίο επανεκδόθηκε μόλις στα ελληνικά (Αγρα, μτφ. Βασίλης Δουβίτσας), δυο μήνες μετά τον θάνατο του συγγραφέα του, έχοντας πουλήσει παγκοσμίως πάνω από 5 εκατ. αντίτυπα. Πολλοί ενδεχομένως να θυμούνται τον Οσκαρ Βέρνερ και την Τζούλι Κρίστι στην ομότιτλη ταινία του Φρανσουά Τριφό (1966), που όμως κλείνει πιο αισιόδοξα από το βιβλίο. Αντίθετα, ο προφητικός Μπράντμπερι αφήνει ένα κατεστραμμένο τοπίο με κατεστραμμένες διαπροσωπικές σχέσεις και τον κεντρικό πρωταγωνιστή του, τον μετανοημένο πυρονόμο Γκάι Μόνταγκ να προχωρά σε ένα αβέβαιο μέλλον.

Οι βαθμοί 451 της κλίμακας Φαρενάιτ είναι η θερμοκρασία όπου καίγεται το χαρτί. Ο συγγραφέας μεταφέρει λοιπόν τον αναγνώστη σε μια μελλοντική δυστοπική εποχή όπου τα βιβλία είναι επικηρυγμένα και όπου πυραγοί και σώματα πυρονόμων μπουκάρουν στα ένοχα σπίτια έπειτα από καταγγελίες γειτόνων και τα καίνε με κηροζίνη για να εξαφανίσουν τις ενοχλητικές ιδέες που κουβαλούν. Για να εξαφανίσουν, με άλλα λόγια, την κουλτούρα του προβληματισμού και της αμφιβολίας. Ομως ο Μόνταγκ, ύστερα από την τυχαία συνάντησή του με ένα παράξενο κορίτσι, την Κλαρίς ΜακΚλέλαν, η οποία παρατηρεί τη ζωή ως θαύμα, αρχίζει να μεταστρέφεται. Αντιλαμβάνεται την κενότητα της εφησυχασμένης καθημερινότητάς του κι αρχίζει να κλέβει βιβλία, να τα διαβάζει κρυφά, να συγκινείται, να αφυπνίζεται ώσπου βρίσκεται και ο ίδιος υπό διωγμόν και δραπετεύει στην ύπαιθρο. Εκεί συναντά εξαθλιωμένες ομάδες διανοουμένων, που έχουν απομνημονεύσει κάποια βιβλία-σταθμούς της δυτικής σκέψης και κρύβονται για να τα διασώσουν στο μυαλό τους, μέχρι να αλλάξουν τα πράγματα.

Το «Φαρενάιτ 451» δεν είναι ένα μανιφέστο, γι’ αυτό και δεν γέρασε. Ο Μπράντμπερι δημιούργησε υπέροχες ποιητικές εικόνες, τις έδεσε με πλήθος στοχαστικών αποσπασμάτων, λ.χ. από ποιητές όπως οι Αλεξάντερ Πόουπ, Τζον Ντον, Πολ Βαλερί, από τον Σαίξπηρ ή τον Τζόναθαν Σουίφτ, από τον Πλάτωνα ή το βιβλίο του Εκκλησιαστή κ.ο.κ., που λειτουργούν μεταφορικά, ζωντάνεψε ήρωες που ματώνουν και χρησιμοποίησε το κλειδί της επιστημονικής φαντασίας προκειμένου να χτυπήσει συναγερμό για την απειλητική επικαιρότητα της εποχής του. Ο ίδιος έβγαινε από μια παραδοσιακή κοινωνία και έμπαινε στο κλίμα του ψυχρού πολέμου, που έμελλε να διαχύσει το δηλητήριό του στον μεταπολεμικό κόσμο. Είχε μια προγιαγιά που δικάστηκε τον 18ο αιώνα στο Σάλεμ ως μάγισσα (και σώθηκε), είχε νωπή την ανάμνηση από τα βιβλία που έκαψε ο Χίτλερ το 1934 και ανησυχούσε για την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών που είχε αρχίσει να σπέρνει τον τρόμο στη «χώρα της ελευθερίας». Ομως ο καταλύτης για το «Φαρενάιτ 451» ήταν ένα περιστατικό του 1949. Κάποιο βράδυ περπατούσαν με έναν φίλο του στο Λος Αντζελες συζητώντας, όταν τους σταμάτησε η Αστυνομία ρωτώντας επίμονα τι κάνουν. Ο Μπράντμπερι ενοχλήθηκε τόσο πολύ, που επιστρέφοντας σπίτι του έγραψε τον «Πεζό» – ένα διήγημα για μια μελλοντική εποχή καταστολής όπου θα απαγορευόταν ακόμη και η χρήση των πεζοδρομίων.