Οι συγγραφείς μοιάζουν με τους δρομείς. Κοιτούν πάντα μπροστά. Κάθε έργο που τελειώνουν τους φέρνει κοντύτερα στο επόμενο. Κι όμως, φτάνει κάποτε εκείνο το σημείο της διαδρομής που ο συγγραφέας αισθάνεται την ανάγκη να στρέψει το βλέμμα προς τα πίσω αναλογιζόμενος το ίχνος της πορείας.

Το δικό μου βλέμμα γύρισε αυθόρμητα προς τα πίσω όταν ολοκληρώθηκε το τελευταίο μου βιβλίο, ο «Φακός στο στόμα» (Πόλις, 2012). Αυτό που μου αποκαλύφθηκε ήταν μια επιβεβαίωση: το παράδειγμα που με κατατρύχει ήταν ανέκαθεν εκείνο του «μονομανούς». Δηλαδή ενός προσώπου που βιώνει την ύπαρξή του και τον κόσμο μέσα από μια κυρίαρχη ιδιότητα (ή μια ιδεοληψία) που τον ορίζει καθ’ ολοκληρίαν και τον δυναστεύει.

Στην περίπτωση του «Βομβιστή του Παρθενώνα» (2010) η εμμονή αφορούσε την ιδεολογία και τη συμβολική εξουσία του Παρθενώνα. Στη «Λονδρέζικη μέρα της Λώρας Τζάκσον» (2008) η εμμονή ήταν η οντολογική φιλοδοξία της Λώρας Ράιντινγκ Τζάκσον να κατασκευάσει μια ποιητική γλώσσα αντικειμενικής αλήθειας. Στο «Φανταστικό μουσείο» (2005) το παράδειγμα επικεντρώνεται στο πρόσωπο του δημιουργού. Η μονομανία είναι η γραφή, αυτή η αρρώστια από την οποία πεθαίνεις λαμβάνοντας το σωστό φάρμακο. Στη «Σουνυάτα» (2004) το παράδειγμα είναι εκείνο του Αντωνίου Περλ, ενός πλάνητα που διακατέχεται από μια μεταφυσική εμμονή στα όρια της θεοδικίας. Στον «Περίκλειστο κόσμο» (2003) η εμμονή σχετίζεται με την εντοπιότητα του συγγραφέα, δηλαδή με τον τόπο ζωής ενός προσώπου που βιώνει την πραγματικότητα ως μυθοπλασία. Τέλος, στον «Μανικιουρίστα» (1997) η εμμονή είναι αισθητική. Ο Φίλιππος Ντόσταλ εξουσιάζεται από μια ιδιότυπη έκφραση της ομορφιάς. Μαγεύεται από την ανατομική ποικιλότητα και την εκφραστικότητα των χεριών.

Σε κάθε βιβλίο, λοιπόν, η διερώτηση είναι: Τι συμβαίνει όταν κάποιος βιώνει τον κόσμο μέσω μιας κυρίαρχης ιδιότητας; Τι είδους ζωή υπαγορεύει μια τέτοια εμμονή; Με ποιον τρόπο ορίζεται τι είναι αληθινό και τι φανταστικό; Και πού καταλήγει αυτή η αντίστροφη διαδρομή για μένα προσωπικά; Ας το πω διαφορετικά: Ποια θα μπορούσε να είναι η πηγή μιας τέτοιας προσήλωσης τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια;

Αυτές οι απορίες με οδήγησαν πίσω στον «Μπάρτλεμπυ».

Σ’ ένα λιπόσαρκο βιβλίο τσέπης των Εκδόσεων Οδυσσέας από τη δεκαετία του ’80 – υποβλητικά μεταφρασμένο από τον Μένη Κουμανταρέα – κρύβεται ο πιο μελαγχολικός και αινιγματικός χαρακτήρας της παγκόσμιας λογοτεχνίας: ο Μπάρτλεμπυ ο γραφιάς. Αυτό το σιωπηλό απείκασμα του ίδιου του Μέλβιλ που αποτέλεσε την ανομολόγητη πηγή του δικού μου έργου.

Λίγα λόγια απαιτούνται για να περιγράψει κανείς τον Μπάρτλεμπυ. Αλλωστε και ο ίδιος ελάχιστες μόνο λέξεις ξεστομίζει σ’ αυτό το διήγημα που φέρει το όνομά του. Οι περισσότερες είναι η δουλική επανάληψη μιας απάνθρωπα μοναχικής επωδού: «I’d rather not – Θα προτιμούσα όχι», που αντηχεί στον νου όπως η κορακολαλιά του Πόε: «Nevermore – Ποτέ πια».

Να, ποιος είναι ο Μπάρτλεμπυ. Ενας υπάλληλος της Γουόλ Στριτ που πολύ γρήγορα μεταμορφώνεται σε απείκασμα. Ενας ταπεινός αντιγραφέας. Δεν μιλά σε κανέναν, ούτε στον αφηγητή που τον προσέλαβε ούτε στους δύο συναδέλφους του. Μόνο αντιγράφει σιωπηλός τα έγγραφα που του εμπιστεύονται και από την πρώτη μέρα αρνείται να εγκαταλείψει το σκοτεινό αντιγραφείο, ζώντας ανάμεσα στα έπιπλα. Δεν αντιδρά καν στο άκουσμα του ονόματός του. Αγνοεί τους πάντες. Απέχει ακόμα και από τη λήψη τροφής. Και το μόνο που απαντά όταν του απευθύνουν τον λόγο είναι ένα μονότονο: «I’d rather not».

Αυτή η πεισματική άρνηση του Μπάρτλεμπυ να ανταποκριθεί στην ανθρώπινη επαφή κάνει τον αφηγητή να τον απολύσει. Δίχως, όμως, να απαλλαγεί από τη σαγήνη του σιωπηλού γραφιά. Σύντομα αρχίζει να τον αναζητά με αγωνία στη Νέα Υόρκη, για να τον ανακαλύψει νεκρό από ασιτία στη δημοτική φυλακή – η οποία έχει το σημαδιακό παρατσούκλι «Τα Μνήματα». Εκεί θα πεθάνει ο Μπάρτλεμπυ, σιωπηλός στο κελί του, παραμένοντας άγνωστος για όλους και για εμάς που διαβάζουμε την ιστορία του.

Μόνο στο τέλος θα αξιωθούμε να μάθουμε μια μικρή λεπτομέρεια για την ύπαρξή του. Οτι στο παρελθόν είχε υπάρξει υπάλληλος των ταχυδρομείων στo «Γραφείο των Ανεπίδοτων Επιστολών», που στην υπηρεσιακή γλώσσα φέρουν το απελπιστικό όνομα dead letters (νεκρά γράμματα).

Εδώ τελειώνει ο «Μπάρτλεμπυ ο γραφιάς». Και με αυτό το φινάλε τα πάντα μοιάζουν να μένουν αδιατάραχτα σε έναν κόσμο που μοιάζει νεκρικά ακίνητος.

Ο κόσμος του Μπάρτλεμπυ είναι ένας κόσμος ακατανόητος. Είναι ο κόσμος της γραφής. Ο Μπάρτλεμπυ δεν μιλά, δεν τρώει, δεν απαντά, η ζωή του μοιάζει να περιορίζεται στο γράψιμο. Είναι ένα πλάσμα από μελάνι και χαρτί. Και σταδιακά γίνεται φανερό ότι ο Μπάρτλεμπυ ανήκει εξ ολοκλήρου στη φαντασία του αφηγητή του και συνεπώς «είναι» ο ίδιος ο αφηγητής. Η μελαγχολία του Μπάρτλεμπυ είναι η μελαγχολία του Μέλβιλ. Η μελαγχολία του συγγραφέα.

Με αυτόν τον τρόπο ο Μπάρτλεμπυ ο γραφιάς μάς αποκαλύπτεται όχι ως πρόσωπο, αλλά ως παραβολή για τη θεμελιώδη απορία του συγγραφέα: Τι είναι αυτό που μας καθιστά συγγραφείς; Τι είναι αυτό που μας διαφεντεύει;

Η σιωπή του Μπάρτλεμπυ εκφράζει την απελπισία των συγγραφέων. Είναι η απάντηση που θα θέλαμε να είχαμε το κουράγιο να δώσουμε στη μοίρα που μας δένει με τα γράμματα. Είναι η απάντηση του Μπάρτλεμπυ: «I’d rather not – Θα προτιμούσα όχι».