Η «Ερωφίλη», γραμμένη το 1600 μ.Χ., είναι σύγχρονη του «Αμλετ» του Σαίξπηρ, αλλά ο συγγραφέας της, ποιητής Γεώργιος Χορτάτζης, γράφοντας στην περιφέρεια, στη βενετοκρατούμενη Κρήτη, θεματολογικά εισπράττει καθυστερημένα τα μοτίβα και την μπαρόκ μόδα μιας εικοσαετίας πριν από την εποχή όπου ο μεγάλος Αγγλος γράφει το δικό του αριστούργημα. Θέλω να πω ότι η «Ερωφίλη» είναι μεν χρονολογικά σύγχρονη με τον «Αμλετ», αλλά απηχεί τις πρώιμες θεματολογικά τραγωδίες του Σαίξπηρ και της μόδας της λογοτεχνικής που αποτυπώνουν. Είναι γνωστό πως η «Ερωφίλη» κοπιάρει την ιταλική τραγωδία «Ορμπεκε», αντιπροσωπευτική αυτού του λογοτεχνικού «μοντερνισμού», γιατί όντως αυτή η ροπή στον τρόμο, στο μακάβριο, στο τερατώδες, στο κτηνώδες ήρθε να αντιπαλέψει την ισορροπία του κλασικού και να βάλει τα θεμέλια του ρομαντισμού.

Ολόκληρη η εκπλήττουσα παραγωγή της κρητικής λεγόμενης Αναγέννησης είναι μια δεύτερη γραφή της ιταλικής επικής, «ποιμενικής», λυρικής και τραγικής λογοτεχνίας. Αλλά δεν είναι αντιγραφή. Είναι ένα λογοτεχνικό και πολιτιστικό θαύμα, αφού σήμερα κανείς, έστω και λόγιος, Ευρωπαίος δεν γνωρίζει το πρότυπο «Παρί ε Βιεν» του Ερωτόκριτου και την «Ορμπεκε» απ’ όπου πήγασε το κείμενο του Χορτάτζη. Δεν είναι μόνο που ο «Ερωτόκριτος» έγινε λαϊκό, ένα καθαρά λόγιο, κείμενο. Είναι ότι και αυτός και η «Ερωφίλη» σήμερα, τετρακόσια χρόνια μετά τη δημιουργία τους, σπάνε ταμεία, σώζουν θιάσους οικονομικά, εμπνέουν ακόμη και νέους νεωτερικούς δημιουργούς.

Ο Σίμος Κακάλας σχεδίασε μια τρίτη εκδοχή της «Ερωφίλης», αφού δοκίμασε πολλές μεταμοντέρνες φόρμες, κυρίως αφηγηματικές, τώρα ορθά, στερνή του γνώση, ανακάλυψε πως πίσω από το κείμενο και της «Ορμπεκε» και της «Ερωφίλης» την ίδια εποχή κυριαρχεί η κομέντια ντελ άρτε και άλλες λαϊκές μορφές θεάτρου, θεάτρου των τριόδων, της αγοράς και των βασιλικών κήπων. Παράλληλα με τη λόγια παράδοση, Μένανδρος – Σενέκας – Μακιαβέλι, πορεύονται οι λαϊκοί μίμοι που στήνουν το πατάρι τους όπου λαϊκό κοινό. Και παίζουν με προσωπεία κυρίως για να οικονομήσουν τα πρόσωπα της διανομής. Πίσω από τα προσωπεία κουρνιάζουν άνδρες, γυναίκες και παιδιά μίμοι, αφού κυρίως οι θίασοι είναι καραβάνια περιπλανώμενων οικογενειών της συντεχνίας.

Και τι έκαναν αυτοί οι μίμοι; Ο,τι οι προπάτορές τους της Αλεξάνδρειας. Διασκεύαζαν τα γνωστά κλασικά κείμενα, κάτι σαν τα σύγχρονα κλασικά εικονογραφημένα. Αυτό έκανε ο Κακάλας. Πήρε τον Χορτάτζη και η πολύ καλή ηθοποιός και γόνιμη συνεργάτις του Ελενα Μαυρίδου δημιούργησε ένα σενάριο, μια σύνοψη της «Ερωφίλης», τίμια και αντιπροσωπευτική της ουσίας. Με τρεις γυναίκες ηθοποιούς (Κούλη, Λορεντζάκη, Μαυρίδου) και έξοχες μάσκες της Μάρθας Θωμά, πάνω σ’ ένα τραπέζι-πατάρι σαν αυτά που έπαιζαν τα μπουλούκια στα ελληνικά καφενεία, αφηγήθηκε με όρους θεατρικών συγκρούσεων το αριστούργημα του Χορτάτζη, χωρίς κανένα τερτίπι, χωρίς εξυπνάδες, όπως παλιότερα, χωρίς υπονόμευση, χωρίς τάχα μου λοξές ματιές. Με μόνο τους φωτισμούς του Περικλή Μαθιέλλη, την εκπληκτική μουσική του Νίκου Βελιώτη (λαϊκά μοτίβα με αναγεννησιακή συμφωνική ενορχήστρωση – ό,τι έκανε στον τομέα του ο Χορτάτζης). Το απόλυτο θέατρο, καμία ψευδαίσθηση, καμία νατουραλιστική φυσικότητα. Εδώ παίζουμε θέατρο, δηλαδή υπάρχουν παίκτες και θεατές στην άλλη διάσταση, στην άλλη πραγματικότητα.

Δεν θα ξεχωρίσω καμία από τις τρεις πρωταγωνίστριες, παρότι η χαρισματική Μαυρίδου φαίνεται να ενορχηστρώνει τα πάντα. Στο παρελθόν υπήρξα αυστηρός με τον Κακάλα. Δεν άλλαξα κριτήρια, αυτός άλλαξε ματιά.

ΥΓ: Μια αναφορά μοτίβου από το γιαπωνέζικο καμπούκι το βρήκα γόνιμο σχόλιο.