«Πραγματικά, μέχρι αυτό το πρωί αισθανόταν κανείς πως το καθεστώς εξακολουθούσε να ελέγχει τη χώρα» έλεγε μια 25χρονη κάτοικος της παλιάς πόλης. Τα καταστήματα ήταν αρχικά ανοιχτά, η κίνηση των αυτοκινήτων ομαλή. Οι φοιτητές έδιναν εξετάσεις. Κι έπειτα, γύρω στο μεσημέρι, άρχισαν οι τρομακτικές ανακοινώσεις από την κρατική τηλεόραση: μια βόμβα είχε εκραγεί σε κλειστή σύσκεψη των πιο υψηλόβαθμων αξιωματούχων ασφαλείας, σκοτώνοντας τρεις από αυτούς, συμπεριλαμβανομένου του γαμπρού τού Ασαντ.

Αρχικά οι δρόμοι μπλόκαραν από ανθρώπους που έσπευδαν στα μαγαζιά και άδειαζαν τα ράφια από νερά, αλεύρι, μακαρόνια, μπαταρίες… Επειτα τα καταστήματα έκλεισαν πρόωρα και οι δρόμοι ερήμωσαν. Ούτε καν ταξί δεν κυκλοφορούσαν. Πολλοί άνθρωποι έμειναν μέσα, μακριά από τα παράθυρα, παρακολουθώντας τηλεόραση.

Αν ήταν εναντίον της κυβέρνησης, έβλεπαν Αλ Τζαζίρα ή Αλ Αραμπίγια, το τελευταίο μετέδιδε ζωντανά πρωτοφανείς εικόνες συγκρούσεων ανάμεσα στους κυβερνητικούς στρατιώτες και τους αντάρτες στις νότιες συνοικίες της πόλης. Οι υποστηρικτές της κυβέρνησης παρακολουθούσαν κατά κανόνα την κρατική τηλεόραση και τις καθησυχαστικές της εξαγγελίες πως η κυβέρνηση ήλεγχε την κατάσταση. Επειτα από κάθε έκτακτο δελτίο για την ανακοίνωση ενός ακόμα θανάτου ή κάποιας άλλης λεπτομέρειας, η κρατική τηλεόραση επέστρεφε στο κλασικό καθημερινό της τοκ σόου με θέμα τη δολοφονική συνωμοσία που εξυφαίνουν εναντίον της Συρίας τα διεθνή μίντια.

Από τότε που ξεκίνησε η εξέγερση, τον Μάρτιο του 2011, η συριακή κυβέρνηση είχε καταφέρει να «μονώσει» τη Δαμασκό από την υπόλοιπη χώρα. Είχε γίνει ένα είδος ψυχολογικού κριτηρίου: αν η Δαμασκός παρέμενε υπό έλεγχο, τότε η κυβέρνηση Ασαντ είχε ακόμα τον έλεγχο.

Και μετά ήρθε η Τετάρτη. Οι υποστηρικτές της κυβέρνησης εξέφραζαν οργή. Οι αντίπαλοι της κυβέρνησης μιλούσαν για νέα πνοή στην εξέγερση. Οσοι μένουν εκτός πολιτικής έλεγαν πως θα φύγουν για τη Βηρυτό με την πρώτη ευκαιρία. Αλλά οι δυνάμεις ασφαλείας είχαν αποκλείσει τον περιφερειακό της Δαμασκού.