Θρηνούμε για το μεγάλο κενό στην παραγωγή ελληνικών σειρών, αντί να ανοίξουμε τα «μπαούλα» των καναλιών, εκεί όπου βρίσκονται στοιβαγμένες ελληνικές σειρές που άφησαν εποχή. Πολύτιμο υλικό αυτή τη στιγμή όχι μόνο για την ψυχαγωγία του φιλοθεάμονος αλλά και για τη μνήμη μιας τηλεόρασης που είχε πολλές καλές στιγμές στον τομέα των σίριαλ.

Ποια «Σιλα» και ποια «Λάλε» από τις τουρκικές σαπουνόπερες, γιατί να μη θυμηθούμε την «Αναστασία» (1993, Mega) με τον εκρηκτικό ερωτισμό της, μέσα από την ερμηνεία της οποίας γνώρισε το μεγάλο κοινό, στο ξεκίνημά της ήδη, τη Μυρτώ Αλικάκη. Ηταν από τις δουλειές της Μιρέλλας Παπαοικονόμου που έκαναν ρεκόρ τηλεθέασης.

Μπορούμε να ξαναθυμηθούμε τον ατίθασο καρδιοκατακτητή Λούη του Γιώργου Νινιού, ρόλος που έκανε γνωστό τον νέο τότε ηθοποιό στο μεγάλο κοινό από τα «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά» (Αntenna, 1992), μια από τις πιο επιτυχημένες τηλεοπτικές μεταφορές λογοτεχνικού έργου (Μουρσελάς) από τον Κουτσομύτη.

Να πάμε ακόμη πιο πίσω στον καραγάτσειο «Κίτρινο φάκελο», στα πρώτα χρόνια της ιδιωτικής τηλεόρασης και πάλι σε σκηνοθεσία Κουτσομύτη, με έναν εξαιρετικό Κιμούλη στον ρόλο του κυνικού δικηγόρου Τασσάκου και την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη στον ρόλο της παθιασμένης ερωμένης του Μαρίας.

Αλήστου μνήμης όμως είναι και ο Πέτρος Μανιάς του Γρηγόρη Βαλτινού, ο τύπος του ιδανικού άνδρα, με τον στιβαρό χαρακτήρα και τα ακλόνητα αισθήματα στην «Πρόβα νυφικού» (1995). Ενα αισθηματικό μπεστ σέλερ της εποχής με την υπογραφή της Ντόρας Γιαννακοπούλου, το οποίο μεταφέρθηκε εξαιρετικά στη μικρή οθόνη από τον μαέστρο στο είδος Κώστα Κουτσομύτη.

Αλλά και πριν από όλα αυτά, σειρές της ΕΡΤ, όσες απέμειναν από εκείνο το κύμα μεταφοράς στη μικρή οθόνη λογοτεχνικών έργων που με τους χαρακτήρες και τις ιστορίες τους συνέθεταν την εικόνα της Ελλάδας στο πέρασμα των χρόνων, τα ήθη, τους χαρακτήρες, όλα υλικά του σημερινού κοινωνικοπολιτικού οικοδομήματος.

Και ήταν ακριβώς αυτή η εκκίνηση της ελληνικής παραγωγής με την αξιοποίηση λογοτεχνικών έργων που έδειχνε πως έθετε τον πήχη ψηλά για τη σεναριογραφία. Οι ολοκληρωμένοι χαρακτήρες, η υψηλή τεχνική της αφήγησης, οι άρτια δομημένες ιστορίες, όλα ήταν στοιχεία που θα μπορούσαν να αποτελέσουν την πρώτη ύλη για να διαμορφωθεί μια αγορά σεναρίων που θα βαίνει βελτιούμενη, παράγοντας έργα όλο και πιο σύγχρονα, προσαρμοζόμενη στις εξελίξεις της κοινωνίας και του τηλεοπτικού μέσου.

Δυστυχώς, όσο περνούσε ο χρόνος και ενώ το μέσο εξελισσόταν ως προς την αισθητική και τις τεχνικές δυνατότητες, γίνονταν όλο και πιο σπάνια τα καλά σενάρια, όλο και περισσότερες οι πρόχειρες αντιγραφές συνταγών, οι χαρακτήρες καρικατούρες που γελοιοποιούσαν την εγχώρια πραγματικότητα, ώσπου φτάσαμε στην εισαγωγή λατινοαμερικανικών κόνσεπτ για την κατηγορία των sitcom («Μαρία η άσχημη», «Λάκης ο γλυκούλης», «Η πολυκατοικία» κ.λπ.). Εξαίρεση αποτελεί το «Νησί» το οποίο, έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, μοιάζει με κύκνειο άσμα της ελληνικής τηλεοπτικής παραγωγής και κυρίως της παραγωγής σεναρίων που αφορούν την ελληνική πραγματικότητα.

Δυστυχώς, ούτε η ΕΡΤ, παρά τις θριαμβολογίες της για το ευμεγέθες «ταμειακό απόθεμα» – από την είσπραξη βέβαια του ανταποδοτικού τέλους – έχει προχωρήσει, εδώ και περισσότερο από δύο χρόνια, σε παραγωγή ελληνικής σειράς. Κενό που δεν αρμόζει ούτε στον ρόλο της ούτε στην έννοια του ειδικού τέλους που εισπράττει ακριβώς για να παράγει πρόγραμμα για το κοινό, με συνέχεια και σταθερότητα, αποτελώντας πυλώνα της οπτικοακουστικής αγοράς. Τι να τους κάνει τους ποδοσφαιρικούς αγώνες που αγόρασε πανάκριβα, όταν δεν ισορροπεί το πρόγραμμα με αυθεντικές, ελληνικές παραγωγές ευρείας κατανάλωσης όπως είναι οι σειρές. Ούτε φυσικά αρκούν τα διάφορα τοκ σόου πολιτιστικής ενημέρωσης για να εκπληρώσει το χρέος της στον πολιτισμό.

Είναι κρίμα που χάθηκε η ΕΡΤική παράδοση στον τομέα της παραγωγής σίριαλ, η οποία – παρά τις αδυναμίες της, την αργή εξέλιξη της αισθητικής, την αποσπασματικότητα λόγω των αλλεπάλληλων αλλαγών στις διοικήσεις της – είχε δημιουργήσει μια μικρή δεξαμενή έργων που αντανακλούσαν την εποχή τους, τα ήθη, το πολιτισμικό επίπεδο του τόπου.