«Dark Shadows» με πρωτοκλασάτο καστ από Τζόνι Ντεπ, Μισέλ Φάιφερ, Εύα Γκριν, Ελενα Μπόναμ Κάρτερ και Ιζαμπέλα «Μπέλα» Χίθκοουτ. Το λέω αυτό επειδή το ρηχό και σχηματικό σενάριο που έγραψε ο Σεθ Γκράχαμ Σμιθ, στα βλέμματα των ανυποψίαστων θεατών, καλύπτεται από τις λάμψεις των πρωταγωνιστών.

Το τρίγωνο των εραστών αποτελείται πρώτα από τον Τζόνι Ντεπ – σχεδόν μόνιμο συνεργάτη του Τιμ Μπάρτον – που με διαφορετική κόμη, με χλευαστική και χαιρέκακη ματιά και με μεμφιστοφελική αναφορά αναδεικνύεται σε έναν περίτεχνο, αυτοσαρκαζόμενο γελωτοποιό των βρικολάκων. Ακολουθούμενος από την ισάξιά του, στις επιδόσεις, Εύα Γκριν. Μια χυμώδη, καυτή τριανταδυάρα, γεννημένη στο Παρίσι, από διασταύρωση σουηδού πατρός και μητέρας από Αργεντινή. Το κατακόκκινο, φλογερό και αχόρταγο πλάσμα θα σας βγάλει τα μάτια έξω. Αυτή, η Εύα δηλαδή, είναι το κακό κορίτσι της ιστορίας.

Από κοντά και η μικρή, αθώα, αλλά στο βάθος διεστραμμένη, Αυστραλέζα Ιζαμπέλα «Μπέλα» Χίθκοουτ. Η ρομαντική. Τέλος, η αγνώριστη λόγω των πολλών στρώσεων μπότοξ Μισέλ Φάιφερ. Που βάζω στοίχημα ότι ο Μπάρτον την επέλεξε κυρίως για το όνομά της παρά για τα προσόντα της. Ενα αστέρι πέφτει, πέφτει.

Το στόρι είναι μείγμα «Οικογένειας Ανταμς» και «Λυκόφωτος» (Twilight). Λίγο από το ένα, λίγο από το άλλο. Αντίγραφο χλωμό, πρόχειρο και βαρετό. Τουτέστιν αρχίζει από το 1768 και καταλήγει στο 1972. Οι βρικόλακες, ως γνωστόν, είναι αιώνιοι και αναλλοίωτοι. Το 1768 λοιπόν, η κακιά και αχόρταγη σεξουαλικά μάγισσα με το όνομα Ανζελίκ Μπουσάρντ, μέσα στην ερωτική της λύσσα, μετατρέπει σε βρικόλακα το αγόρι της, τον αριστοκράτη Μπάρναμπας Κόλινς που φλερτάρει με μια αθώα παρθένα κορασίδα, και τον σφραγίζει σε μια κάσα ten feet under. Amore adios.

Η κατάρα και τα μάγια λειτουργούν ως εφαλτήριο εκτίναξης προς το 1972. Οπου η κάσα αποσφραγίζεται, ο βρικόλακας εξέρχεται και έτσι καταφθάνει στον οικογενειακό και καταρρέοντα πύργο των Κόλινς. Ενδεδυμένος με την τελευταία ατσάκιστη και αριστοκρατική αμφίεση του 18ου αιώνα, ανοίγει την πόρτα και πέφτει πάνω στα εναπομείναντα μέλη των επιγόνων του. Δηλαδή στη Μισέλ Φάιφερ, τα δύο παιδιά της και μια παρανοϊκή οικιακή ψυχίατρο (Ελένα Μπόναμ Κάρτερ).

Ετσι μαθαίνει ότι η οικογενειακή τους εταιρεία εμπορίας ψαριών πορεύεται από το κακό στο χειρότερο και ότι η αντίπαλός τους, η μάγισσα Ανζελίκ, καταβροχθίζει όλο τον θαλάσσιο και ανθρώπινο πλούτο της πόλης. «Ετσι είσαι;» λέει. Ορμάει και κατρακυλάει όλα τα σκαλοπάτια μιας κρυφής καταπακτής όπου οι πρόγονοί του είχαν τοποθετήσει αμύθητο θησαυρό από χρυσό, ασήμι, λίρες και πολύτιμες κοτρόνες. Ετσι αναπαλαιώνει τον πύργο και οχυρώνει την επιχείρησή του.

Ομως η φλογερή και βιτσιόζα μάγισσα τον περιμένει στη γωνία με το εξής δίλημμα: είτε πέφτεις μαζί μου στο ίδιο κρεβάτι είτε σε κάνω βούτυρο να αλείφω το πρωί τις φρυγανιές μου. Τι απαντάει ο Μπάρναμπας; Αποθανέτω μετά των αλλοφύλων. Τόσο βλάκας. Γιατί παραλλήλως είναι κρυφά ερωτευμένος με τη μικρή, παρθένα και αθώα Βικτώρια που ψυχή τε και σώματι είναι ολόδια η νεκρή αγαπημένη του Ζοζέτ του 1768!

Με λίγα λόγια, τέσσερα πράγματα κρατάω από αυτή την ιστορία που δεν διαθέτει ίχνος πρωτοτυπίας. Το πρώτο, το συμβολικό και ας πούμε πολιτικό. Διότι οι δύο μονομάχοι αντιπροσωπεύουν ο μεν Μπάρναμπας την αριστοκρατική φεουδαρχία. Η δε σεξουάλα Ανζελίκ τον σύγχρονο, ανελέητο καπιταλισμό της Γουόλ Στριτ. Αμφότεροι, λέει ο Μπάρτον, βρικόλακες κανονικοί. Ομως αν πρέπει να επιλέξω, χίλιες φορές ο φεουδάρχης παρά η golden girl.

Το δεύτερο έχει να κάνει με το χιούμορ, τον σαρκασμό και με ατάκες που σπάνε τον πάγο των βαμπίρ. Οπως «μπορώ να ρουφήξω πέντε λίτρα αίμα σε εφτά δεύτερα». Οπως «αποφάσισα να ρυπάνω τις πιο απόκρυφες κρυψώνες σου» (εννοείται με το βαμπιρικό μόριό του). Και όπως «θα σε δω σε μερικούς αιώνες». Το τρίτο έχει να κάνει με ροκ πάρτι στον πύργο των Κόλινς με μουσικό καλεσμένο τον Αλις Κούπερ. Και το τέταρτο, με την τελική μου ετυμηγορία: ο Τζόνι Ντεπ εξαιρετικός. Ο Τιμ Μπάρτον βαρετός! Βαθμοί=5