Η πιθανή επικράτηση του κ. Ολάντ στις προεδρικές εκλογές στη Γαλλία, στις 6 Μαΐου, φαίνεται να ανοίγει μια διαφορετική προοπτική για την πολιτική αντιμετώπισης της ευρωπαϊκής και συνεπώς και της ελληνικής κρίσης. Η πρόταση του κ. Ολάντ για αναπτυξιακή διάσταση στη Συνθήκη Σταθερότητας έρχεται σε μια στιγμή όπου η πολιτική λιτότητας της κ. Μέρκελ και των βόρειων συμμάχων της συναντά όλο και περισσότερους αντιπάλους, καθώς οδηγεί ολόκληρη την ευρωζώνη στην ύφεση (από +1,5% το 2011 σε -0,2% το 2012).

Ωστόσο, είναι αλήθεια ότι η νεοφιλελεύθερης έμπνευσης πολιτική της κ. Μέρκελ δεν απορρίπτει την ανάγκη για οικονομική ανάπτυξη στην Ευρώπη. Προωθεί τη δημοσιονομική προσαρμογή με μείωση της δημόσιας δαπάνης και μείωση της άμεσης φορολογίας, απελευθέρωση των αγορών για να λειτουργήσει ο ανταγωνισμός και ιδιωτικοποιήσεις για να υπάρξουν νέοι τομείς επιχειρηματικής δραστηριότητας. Επιπλέον προωθεί ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας και μείωση μισθών για να βελτιωθεί η διεθνής ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής παραγωγής, να αυξηθούν οι εξαγωγές και να μειωθεί η ανεργία.

Βεβαίως, η εμπειρία έχει δείξει ότι τα προαναφερόμενα μέτρα για την ανάπτυξη όχι μόνο καθυστερούν να αποδώσουν αλλά μπορεί να έχουν και τα αντίθετα αποτελέσματα γιατί προκαλούν ύφεση, ανεργία και φτώχεια. Αποσυνθέτουν τον κοινωνικό ιστό, προκαλούν κοινωνικές εντάσεις και πολιτικές συμπεριφορές επικίνδυνες για τη δημοκρατία.

Η σοσιαλδημοκρατική εκδοχή της πολιτικής που προτείνει ο κ. Ολάντ προτάσσει την τόνωση της ζήτησης με αύξηση των δημοσίων επενδύσεων (π.χ. αναπτυξιακά ευρωομόλογα), δημοσιονομική προσαρμογή με αύξηση της φορολογίας των υψηλών εισοδημάτων και αύξηση της ρευστότητας από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Χωρίς να απορρίπτει τη δημοσιονομική πειθαρχία, την ανάγκη ανοίγματος των αγορών και τις ιδιωτικοποιήσεις, δεν τοποθετεί τα μέτρα αυτά σε πρώτη προτεραιότητα. Επιδιώκει τη χαλάρωση της εισοδηματικής πολιτικής κυρίως σε χώρες-μέλη της ευρωζώνης που έχουν εμπορικά πλεονάσματα (π.χ. Γερμανία) χωρίς να υιοθετεί μια άκριτη πολιτική αύξησης της δημόσιας και ιδιωτικής κατανάλωσης.

Το ενδιαφέρον είναι ότι η «πολιτική Μέρκελ» δεν ικανοποιεί πλέον τις διεθνείς αγορές, γιατί φοβούνται ότι η λιτότητα, με την ύφεση που προκαλεί, δυσχεραίνει την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους λόγω της μείωσης των δημόσιων εσόδων που επιφέρει. Θα προτιμούσαν μία τόνωση της ανάπτυξης μέσω αύξησης των δημοσίων επενδύσεων (με αναπτυξιακά έργα) όπως προτείνει ο κ. Ολάντ. Φοβούνται, όμως, μήπως χαλαρώσει η δημοσιονομική πειθαρχία που εξοικονομεί πόρους για την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους, καθώς το χρέος παραμένει σε υψηλά επίπεδα στην ευρωζώνη (92,9% το 2012 με πρόβλεψη για το 2013 στο 93,2% του ΑΕΠ). Οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές φαίνεται να πάσχουν από «σχιζοφρένεια» καθώς ταυτόχρονα απαιτούν και «ανάπτυξη» και «λιτότητα».

Βεβαίως, η ευρωπαϊκή πολιτική θα μπορούσε να αγνοήσει τις χρηματοπιστωτικές αγορές και να προχωρήσει σύμφωνα με τις δημοκρατικά εκφρασμένες προτιμήσεις των ευρωπαίων πολιτών, αν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με γερμανική στήριξη, δεν έπαιζε τον ρόλο του Πόντιου Πιλάτου. Οσο δεν παρεμβαίνει άμεσα για την αγορά δημόσιου χρέους, αφήνει τις διεθνείς αγορές να προσανατολίζουν την ευρωπαϊκή πολιτική, αντί η ευρωπαϊκή πολιτική να προσανατολίζει τις διεθνείς αγορές. Το ερώτημα είναι αν σε αυτό το κρίσιμο ζήτημα ο κ. Ολάντ θα κάμψει την εμμονή της κ. Μέρκελ;

Ο Ναπολέων Μαραβέγιας είναι καθηγητής

στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης

του Πανεπιστημίου Αθηνών