Είχα γράψει παλαιότερα πως οι κυβερνήσεις των τελευταίων 30 και βάλε χρόνων αρκέστηκαν σε μια παγερή αδιαφορία για τους πολίτες τους και δεν μπήκαν ποτέ στη διαδικασία να περιορίσουν ουσιαστικά τις ελευθερίες τους. Δυστυχώς, αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση πως στην Ελλάδα βασιλεύει απόλυτη ελευθερία λόγου και ιδεών. Στη χώρα μας επικρατεί και εφαρμόζεται μια σκληρή και αδυσώπητη λογοκρισία η οποία – κατά παγκόσμια πρωτοτυπία – πηγάζει από ένα κομμάτι του ίδιου του ελληνικού λαού.

Ουσιαστικά πρόκειται για μια σχετικά ισχνή μειοψηφία, η οποία όμως φαντάζει σαφώς μεγαλύτερη λόγω του «θορύβου» που κάνει. Οι άνθρωποι αυτοί – που έχουν όλα τα χαρακτηριστικά του όχλου – διαθέτουν τα δικά τους porte-parole, δηλαδή δημοσιογράφους (από ταπεινούς μπλόγκερ έως σούπερ μουράτες TV περσόνες), πολιτικούς (διάσπαρτους σχεδόν σε όλα τα κόμματα που εκπροσωπούνται στη Βουλή) αλλά και εξέχουσες φυσιογνωμίες από τον χώρο της Τέχνης και της Διανόησης.

Αντικειμενικά, είναι μάλλον δύσκολο να τοποθετήσεις ιδεολογικά τη συγκεκριμένη λογοκρισία. Το σίγουρο ωστόσο είναι πως έχει δύο βασικούς πυρήνες, τον «Λαό» και την «Πατρίδα».

Ολο αυτό το πανηγύρι ουσιαστικά ξεκίνησε με την πτώση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και χτύπησε για πρώτη φορά κόκκινο λίγο αργότερα με το λεγόμενο Μακεδονικό ή Σκοπιανό. Ο περισσότερος κόσμος σήμερα κράζει εκείνα τα αλήστου μνήμης συλλαλητήρια με τους ήλιους της Βεργίνας και τους μυστήριους τύπους με ρωμαϊκές περικεφαλαίες που παρίσταναν τον Μέγα Αλέξανδρο. Ολοι όμως θυμόμαστε πόσο δύσκολο (βλέπε αδύνατο) ήταν τότε να εκφέρει κάποιος αντίθετη άποψη. Υπήρξαν μέχρι και άτομα που κατέληξαν στην φυλακή μόνο και μόνο επειδή υποστήριξαν κάτι διαφορετικό. Ανάλογα σκηνικά είχαμε και με τους καλούς ορθόδοξους αδελφούς Σέρβους και τους ποταπούς Βόσνιους και Κοσοβάρους (=Αλβανούς) πριν μπούμε στον 21ο αιώνα και καταλήξουμε σε ένα αλλόκοτο αριστεροδέξιο κίνημα, το οποίο άλλοτε φλερτάρει με την Επανάσταση του 1917 και άλλοτε με την «Επανάστασι» του 1967 και το οποίο κανείς δεν έχει δικαίωμα να αμφισβητεί.

Οι εμπνευστές αυτής της λογοκρισίας λατρεύουν την κοινοτοπία, τα στερεότυπα. Λογικό άλλωστε αφού – κατά βάθος – είναι απολύτως συντηρητικοί στις θέσεις και τις απόψεις τους. Εκτιμούν επίσης τη βία, την οποία όμως προσαρμόζουν στις δικές τους ανάγκες. Ετσι, οι κουκουλοφόροι π.χ. είναι κάποιες φορές «οργισμένοι νέοι» και κάποιες άλλες «ασφαλίτες» και «προβοκάτορες», οι αστυνόμοι «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι» αλλά και «παιδιά που ζουν με 700 ευρώ» κ.ο.κ.

Υπάρχει λοιπόν μια συγκεκριμένη γραμμή. Οποιοσδήποτε εκφράζεται δημόσια οφείλει να τη σέβεται μέχρι κεραίας. Ενα λάθος κόμμα να βάλει – ακόμη και αν αστειευτεί σε λάθος στιγμή – θα χαρακτηριστεί άμεσα «φασίστας», «ανθέλληνας», «βολεμένος», «πουλημένος» και πολλά άλλα σχετικά και όμορφα. Πολλές φορές μάλιστα, τα λεγόμενα του φασίστα/ανθέλληνα θα πετσοκοπούν και θα παραφραστούν όσο χρειάζεται για να προκαλέσουν όσο δυνατόν μεγαλύτερη διέγερση στον οργισμένο όχλο.

Μετά το πρώτο στάδιο, αυτό της χυδαιότατης επίθεσης και της προσβολής, ακολουθεί η διαπόμπευση και – αρκετές φορές – η στοχοποίηση και οι απειλές. Αν είσαι τυχερός, μπορεί να βρεις το όνομά σου να φιγουράρει σε μαύρη λίστα πλάι στην Αγγελική Νικολούλη και τον «σήζηγο» (sic) της Τατιάνας… Αν είσαι ακόμα πιο «τυχερός» σίγουρα θα ονομάζεσαι Νταλάρας.

Οπως είναι λογικό, οι διαφορετικές φωνές είναι πλέον πανδύσκολο να ακούγονται. Οποιοσδήποτε τολμάει να μιλήσει (λέγοντας, σχεδόν πάντα, τα αυτονόητα) αναγκάζεται να μετράει τα λόγια του, να υπολογίζει το τίμημα, ακόμη και να αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο να μην επισκέπτεται συγκεκριμένες περιοχές της πόλης! Συχνά δε, η άποψη του όχλου-λογοκριτή υιοθετείται και από τα mainstream ΜΜΕ, είτε για λόγους απήχησης, ακροαματικότητας, θεαματικότητας είτε από φόβο για ενδεχόμενα αντίποινα. Σιγά σιγά, η κατάσταση θυμίζει όλο και πιο έντονα την εποχή της Τρομοκρατίας που ακολούθησε τη Γαλλική Επανάσταση. Τότε που ο καθένας μπορούσε να θεωρηθεί εχθρός του λαού και να καταλήξει με συνοπτικές διαδικασίες στη λαιμητόμο. No problem πάντως! Θα το υποστούμε κι αυτό μέχρι να έρθει ο δικός μας Ναπολέοντας και το δικό μας Βατερλό.

Ο Θανάσης Χειμωνάς είναι συγγραφέας