Είχαν έναν πολύ συγκινητικό τρόπο να ξεπροβοδίζουν τ’ αποθαμένα τους οι Ελληνες. Ενα μεγάλο δείπνο αμέσως μετά την κηδεία. Το μενού ήταν ψάρι και κρασί, αν και στη δική μου πατρίδα συνήθιζαν την παραβρασμένη μακαρονάδα με κανέλα και λαδάκι ζεματιστό. Εκεί ακουγόντουσαν τα πιο παράδοξα, τα πιο αδιάκριτα πράγματα για τον συχωρεμένο και τα γέλια που διαδέχονταν τον θρήνο πατούσαν πάνω στην ίδια οκτάβα: αυτήν της αγάπης και της ανασύστασης του ακριβού νεκρού, να μη φύγει μισός αλλά ολόκληρος. Πώς να σας το δώσω να καταλάβετε; Μέχρι και τα σεξουαλικά του έβγαιναν στη φόρα χωρίς ποτέ κανείς να σκανδαλιστεί. Ο,τι έπεφτε εκείνο το βράδυ στο τραπέζι, μνήμες, ανέκδοτα, μυστικά, ψέματα, τερατολογίες για τον εκλιπόντα, δεν είχε οσμή κουτσομπολιού ή μεταθανάτιου κανιβαλισμού. Ο οβολός του καθενός μύριζε αγάπη, τρυφερό ξεπροβόδισμα, σεβασμό της ζωής και του θανάτου μαζί. Να τον κρατήσεις τον άλλον ολόκληρο, να τον στείλεις ολόκληρο, για να μπορείς να τον ξαναβρίσκεις ολόκληρο όποτε θέλεις.

Παρακολουθώντας τα διονυσιακά πένθη των Ελλήνων μπορεί να έμεινα σκράπας στη στρατηγική της απώλειας, έμαθα όμως να ξεχωρίζω την αισθητική και την ευγένεια από τη βαρβαρότητα και την απρέπεια. Κάπως έτσι θα ήθελα να αποχαιρετούσαμε τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, αν είχε μείνει έστω ένας κόκκος κανέλας στα ντουλάπια μας.