Έως και 20 φορές υψηλότερο κίνδυνο να αναπτύξουν καρκίνου του προστάτη, έχουν όσοι φέρουν μία γονιδιακή μετάλλαξη που αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά. Η ανακάλυψη αναμένεται να οδηγήσει σε πρόωρη αντιμετώπιση και θεραπεία της νόσου, κυρίως σε όσους έχουν κληρονομικότητα και είναι μικρότεροι των 55 ετών.

Σύμφωνα με ειδικούς της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν και της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς, η μελέτη για τα γονίδια του καρκίνου του προστάτη βρίσκεται σε εξέλιξη τα τελευταία 20 χρόνια και είναι η πρώτη φορά που αναγνωρίζεται ως ένοχος κάποιο γονίδιο. «Η γονιδιακή μετάλλαξη που εντοπίσαμε είναι η σημαντικότερη που έχει βρεθεί μέχρι σήμερα» λέει η Κάθλιν Κούνεϊ, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν και βασική ερευνήτρια της μελέτης.

Η μετάλλαξη αφορά το γονίδιο «ΗΟΧΒ13», εμφανίζεται σπάνια στο γενικό πληθυσμό, αλλά στους άνδρες που τη φέρουν αυξάνει κατακόρυφα τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του προστάτη και ιδιαίτερα στη νεαρή και μέση ηλικία. Η φυσιολογική λειτουργία του γονιδίου είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη του προστάτη κατά την εμβρυϊκή ζωή, αλλά και για τη λειτουργία του αδένα αργότερα στη ζωή.

«Η μετάλλαξη εμφανίζεται πολύ πιο συχνά σε άνδρες με οικογενειακό ιστορικό καρκίνου του προστάτη ο οποίος αναπτύσσεται σε μικρότερη ηλικία, σε σύγκριση με μεγαλύτερους σε ηλικία άνδρες που δεν έχουν οικογενειακό ιστορικό της νόσου» εξήγησε ο Ιθαν Νάνγκε από το Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας ο οποίος συμμετείχε στην ερευνητική ομάδα.

Αν και απαιτούνται τώρα περαιτέρω μελέτες, οι επιστήμονες ελπίζουν ότι το νέο εύρημά τους θα οδηγήσει στην ανάπτυξη ενός γενετικού τεστ για τους άνδρες που αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του προστάτη, όπως συμβαίνει σήμερα με τις γυναίκες που έχουν «βαρύ» οικογενειακό ιστορικό καρκίνου του μαστού και μπορούν να ελέγχονται για τα ογκογονίδια «BRCA1» και «BRCA2».

«Ανακαλύψαμε αυτό που ψάχναμε για περισσότερα από 20 χρόνια» τονίζει ο Ουίλιαμ Άιζακς, καθηγητής Ουρολογίας – Ογκολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς.

Η μελέτη δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση «New England Journal of Medicine».