«Για καθέναν από τους τακτικούς πελάτες μας έχουμε μία καρτέλα με ακριβή στοιχεία όσον αφορά το επάγγελμά του, τις προτιμήσεις, τις φιλενάδες του και όλες εκείνες τις μικρολεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά ανάμεσα σε έναν πολυεδρικό ρουβελίτη και ένα κίτρινο διαμάντι. Ηξερα τις καρτέλες κάθε αξιωματούχου των ναζιστών».

Είναι η Ζαν Τουσέν. Η διευθύντρια του Τμήματος Υψηλής Κοσμηματοποιίας του οίκου Cartier. Η οποία πληροφορεί σε πρώτο πρόσωπο τον αναγνώστη της μυθιστορηματικής βιογραφίας της «Η Πάνθηρας» για το πώς βρέθηκε στο αρχηγείο της Γκεστάπο στο Παρίσι το 1940, λογοδοτώντας για μία καρφίτσα στη βιτρίνα του Καρτιέ.

Ηταν ένα πουλί από μπλε, κόκκινους, λευκούς πολύτιμους λίθους (τα χρώματα της γαλλικής σημαίας) κλεισμένο σε χρυσό κλουβί. Αυτή η δημιουργία του αρχιτεχνίτη του παριζιάνικου οίκου, ο οποίος ακολούθησε τις οδηγίες της Τουσέν για την κατασκευή της, ήταν η αφορμή για την Γκεστάπο να δει στο κόσμημα μια πράξη αντίστασης και στη σχεδιαστική δύναμη του φημισμένου οίκου κοσμημάτων μια επικίνδυνη γυναίκα.

Μέσα από αυτή την ιστορία για τη δημιουργό του στυλ Καρτιέ, η Στεφανί Ντεόρ, κριτικός λογοτεχνίας με ειδικότητα στα έργα του Σαίξπηρ και της Τζέιν Οστιν, υπογράφει ένα γυναικείο μυθιστόρημα. Και τοποθετεί το ελεύθερο πνεύμα μιας δημιουργικής γυναίκας στην εποχή της δεκαετίας του ’20, μέσα στον στρόβιλο του βίου των Ζαν Κοκτό, Μαρσέλ Προυστ, Κοκό Σανέλ, Σκοτ και Ζέλντα Φιτζέραλντ. Τότε που ταλέντα και κομψότητα συνέθλιβαν την κοινωνική ετικέτα.

Η Ζαν Τουσέν ήταν πράγματι διαφορετική από τις άλλες ταπεινής καταγωγής γυναίκες της Μπελ Επόκ που κυκλοφορούσαν στο Παρίσι για να εξαργυρώσουν τα θέλγητρα και τα κάλλη τους με ευκατάστατους κυρίους της «καλής κοινωνίας». Πέρα από την προθυμία της για τις εμπειρίες της καλής ζωής, η Βελγίδα Ζαν Τουσέν είχε έμφυτη την αίσθηση για την ασυνήθιστη ομορφιά.

Γι’ αυτό και ο εραστής της Λουί Καρτιέ γίνεται και μέντοράς της. Εκείνος της μαθαίνει πώς να απελευθερώσει το ένστικτό της και της προτείνει συνεργασία στη δημιουργία κοσμημάτων για ινδούς μαχαραγιάδες, αμερικανούς μεγιστάνες και ευρωπαίους μονάρχες. Εκείνη, καθώς δεν γνωρίζει από σχεδιασμό, τον κατευθύνει με την αγάπη της για τον κίτρινο χρυσό, τον εξωτισμό της Αρ Ντεκό, τις ασυνήθιστες παραθέσεις στα χρώματα των πολύτιμων λίθων: τιρκουάζ και αμέθυστος, κοράλλι και σμαράγδι.

«Είμαι η βασίλισσα ενός σύμπαντος με υπηκόους αδαμαντοδέτες, επισμαλτωτές και λιθοχαράκτες. Γνωρίζω το κάθε γρανάζι αυτής της καλλιτεχνικής χειροτεχνίας που είναι η κοσμηματοποιία. Θέλω να ντύσω τα μπράτσα των γυναικών με αρχαϊκά βραχιόλια που θα καταλήγουν σε κεφάλια ζώων, πάνθηρες, Χίμαιρες, δράκοντες. Ναι, μου αρέσει τούτη η ιδέα του πάνθηρα σε όνυχα και διαμάντια. Και ένα σμαράγδι σε σχήμα σταγόνας για το μυστήριο του βλέμματος», λέει η Ζαν Τουσέν για το δημιούργημα που από το 1927 σφράγισε την ιστορία ενός οίκου που έως σήμερα χρωστά στο αιλουροειδές τη φήμη του.