Το 2007, η 21χρονη φοιτήτρια από το Λιντς Μέρεντιθ Κέρτσερ, η οποία εκείνη την περίοδο βρισκόταν στην Περούτζια της Ιταλίας στο πλαίσιο ενός πανεπιστημιακού προγράμματος ανταλλαγής φοιτητών, βρέθηκε ημίγυμνη μέσα σε μια λίμνη αίματος στο διαμέρισμα που μοιραζόταν με την Αμερικανίδα, επίσης φοιτήτρια, Αμάντα Νοξ. Το σώμα της έφερε 43 μαχαιριές και σύμφωνα με τη νεκροψία, πριν δολοφονηθεί, είχε βιαστεί.

Κατά τη διάρκεια των ερευνών που ακολούθησαν μετά την ανακάλυψη του πτώματος της Μέρεντιθ Κέρτσερ, η ιταλική Αστυνομία δεν βρήκε κανένα φυσικό αποδεικτικό στοιχείο που να συνδέει την Αμάντα Νοξ με τη δολοφονία. Αλλά οι ιταλικές Αρχές, όπως αποδείχθηκε, δεν χρειάζονταν κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο για να την κρίνουν ένοχη. «Μπορέσαμε να καθορίσουμε την ενοχή της», δήλωσε ο Εντγκάρντο Τζιόμπι, επικεφαλής των ερευνών, «παρατηρώντας προσεκτικά τη συμπεριφορά και την ψυχολογική αντίδρασή της κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων». Οι υποψίες του Τζιόμπι άρχισαν να στρέφονται εναντίον της Αμερικανίδας από το Σιάτλ όταν έκπληκτος την παρατήρησε να περιστρέφει, «προκλητικά» σύμφωνα με τον ίδιο, τους γοφούς της καθώς έβαζε τα παπούτσια της λίγο μετά την ανακάλυψη του θύματος και την άφιξη της Αστυνομίας. Σύμφωνα με τις ιταλικές Αρχές, η συμπεριφορά της Νοξ δεν ήταν αυτή που θα άρμοζε σε μια γυναίκα η οποία κατηγορείται για φόνο. Ηταν υπερβολικά ήρεμη και ψύχραιμη, δήλωσαν οι Ιταλοί, και παραδόξως ερωτική. Σύμφωνα με έναν αστυνομικό, «η Αμάντα μύριζε σεξ», ενώ ένα βίντεο που κυκλοφόρησε στο YouTube λίγο μετά την έναρξη των ερευνών και το οποίο έδειχνε τη Νοξ και τον Ραφαέλε Σολέτσιτο, πρώην σύντροφό της και επίσης κατηγορούμενο και αδίκως καταδικασθέντα για τη δολοφονία της Κέρτσερ, αγκαλιασμένους ακριβώς έξω από το σπίτι όπου σημειώθηκε η δολοφονία, κυριολεκτικά σόκαρε τους αστυνομικούς. Στο βίντεο αυτό, όμως, η Αμάντα Νοξ μόνο ερωτική δεν είναι. Είναι χλωμή, δείχνει εξασθενημένη και μπερδεμένη, ενώ φιλάει συγκαταβατικά, περισσότερο φιλικά παρά ερωτικά, τον σύντροφό της, ο οποίος φαίνεται να την παρηγορεί χαϊδεύοντας το χέρι της. Οι Ιταλοί όμως αντιλήφθηκαν τα πράγματα αλλιώς. «Η Νοξ και ο Σολέτσιτο έκαναν γκριμάτσες, γελούσαν και φιλιόντουσαν τη στιγμή που λίγα μέτρα πιο πέρα κειτόταν κατακρεουργημένο το σώμα της φίλης τους», δήλωσε η Μόνικα Ναπολεόνι, επικεφαλής του Τμήματος Ανθρωποκτονιών της Αστυνομίας της Περούτζια.

Ο λάθος δρόμος. Η εν θερμώ ερμηνεία της συμπεριφοράς της Νοξ από την πλευρά της ιταλικής Αστυνομίας ήταν, σύμφωνα με τον Ιάν Λέσλι, συγγραφέα του βιβλίου «Born Liars; Why We Can’t Live Without Deceit» (Γεννημένοι ψεύτες – Γιατί δε μπορούμε να ζήσουμε δίχως την εξαπάτηση), μια ιδιαίτερα έντονη εκδήλωση ενός καθολικού ανθρώπινου χαρακτηριστικού που πολλές φορές οδηγεί ανακριτές και ενόρκους στον λάθος δρόμο: της υπερβολικής εμπιστοσύνης που αποδίδουμε στην ικανότητά μας να «διαβάζουμε» το μυαλό κάποιου άλλου, απλώς παρατηρώντας τον. Το 2008, σημειώνει ο συγγραφέας σε άρθρο του στην «Γκάρντιαν» του Λονδίνου, μια ομάδα νορβηγών ερευνητών έκανε ένα πείραμα με σκοπό να κατανοήσουν καλύτερα τον τρόπο με τον οποίο οι ανακριτές συμπεραίνουν την αξιοπιστία των κατηγοριών που δέχονται για βιασμό. Εξήντα εννέα ανακριτές παρακολούθησαν μαγνητοσκοπημένες εκδοχές της κατάθεσης ενός υποτιθέμενου θύματος βιασμού. Στον ρόλο του θύματος ήταν μια επαγγελματίας ηθοποιός και το περιεχόμενο των διαφόρων εκδοχών της κατάθεσης ήταν ακριβώς το ίδιο. Το μόνο που άλλαζε ήταν η συναισθηματική της φόρτιση. Αυτό που αποδείχθηκε ήταν ότι οι ανακριτές, σίγουροι και περήφανοι στην αρχή του πειράματος για την αντικειμενικότητά τους, είχαν επηρεαστεί στην κρίση τους από τη συμπεριφορά του θύματος: κάθε φορά που έκλαιγε ή έδειχνε απελπισμένη η ηθοποιός γινόταν περισσότερο και ευκολότερα πιστευτή. Στην πραγματικότητα, όμως, τα θύματα βιασμού αμέσως μετά το απάνθρωπο γεγονός αντιδρούν με διάφορους τρόπους – κάποια είναι εμφανώς ταραγμένα και εκδηλωτικά, κάποια άλλα είναι κλειστά και πιο συγκρατημένα. Οι ανακριτές βασίστηκαν στα ένστικτά τους και τα ένστικτά τους αποδείχτηκε πως είχαν δομηθεί πάνω σε γενικές, παρωχημένες και ανακριβείς περιγραφές γυναικών που βρίσκονται σε ταραχή, με αποτέλεσμα να καταλήξουν σε λάθος συμπεράσματα.

Κατά βάθος όλοι μας, ή τουλάχιστον οι περισσότεροι, είμαστε επιρρεπείς να πιστέψουμε πως πράγματι μπορούμε να διακρίνουμε την ψυχολογική και διανοητική κατάσταση ενός ανθρώπου, απλώς παρατηρώντας τον.

Ενδέχεται η Αμάντα Νοξ να μην μπόρεσε να εκφράσει άμεσα τις σκέψεις και τα συναισθήματά της, ούτε στην Αστυνομία ούτε στο ευρύτερο κοινό. Την περίοδο του φόνου τα ιταλικά της δεν ήταν καθόλου καλά και, επιπλέον, δεν είχε πρόσβαση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης καθώς ήταν κατηγορούμενη. Οπότε το ενδιαφέρον για τις εκφράσεις και τη φυσική συμπεριφορά της αυξήθηκε κατακόρυφα. Μόνο που αυτή η εστίαση στην επιφάνεια, αυτή η εμμονή με την εξωτερικότητα και τα σημαίνοντά της καθόρισε, εκτός από την έκβαση της αρχικής δίκης, και την αντίδραση του κοινού στην Ιταλία αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο. Ιστορίες που διέρρευσαν από τους ιταλούς αστυνομικούς και ανέφεραν πως, ενόσω βρισκόταν σε κράτηση ακόμη, η Νοξ περνούσε την ώρα της κάνοντας τροχούς, φωτογραφίες της στον Τύπο όπου η κατηγορούμενη ήταν χαμογελαστή αλλά και δηλώσεις ατόμων που τη «γνώριζαν», συνέβαλαν στο να καταλήξουν άνθρωποι από όλο τον κόσμο στο ίδιο συμπέρασμα: κανένας αθώος, κατηγορούμενος για φόνο, δεν θα αντιδρούσε με αυτό τον τρόπο.

Ο Ιάν Λέσλι υπογραμμίζει στο άρθρο του πόσο εκπληκτική είναι η ταχύτητα και κυρίως η ευκολία με την οποία είναι ικανοί οι άνθρωποι να κρίνουν, πώς οφείλει κάποιος να δείχνει και να συμπεριφέρεται σε περιπτώσεις που οι ίδιοι δεν έχουν βρεθεί ποτέ. Από πού προέρχεται όμως αυτή η υπερβολική εμπιστοσύνη που δείχνουμε στα προαισθήματά μας για τους άλλους; Ο Λέσλι υποστηρίζει ότι ενδέχεται να σχετίζεται με την έμφυτη δυσκολία μας να αναγνωρίσουμε πως και οι άλλοι άνθρωποι είναι ξεχωριστοί και σύνθετοι, όπως ακριβώς είμαστε και εμείς. Σύμφωνα με την Εμιλι Πρόνιν, καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, υπάρχει μια θεμελιακή ασυμμετρία στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι συνδέονται προσωπικά μεταξύ τους. «Οταν συναντάς κάποιον, στο μυαλό σου προέχουν δύο πράγματα που στο μυαλό του άλλου ούτε καν υπάρχουν: οι σκέψεις σου και το πρόσωπό του. Ως αποτέλεσμα, τείνουμε να κρίνουμε τους άλλους με βάση αυτό που βλέπουμε, ενώ τους εαυτούς μας με βάση αυτό που αισθανόμαστε». Η Πρόνιν αποκαλεί αυτό το φαινόμενο «ψευδαίσθηση της ασύμμετρης διορατικότητας». Ερευνες απέδειξαν πως ενώ οι άνθρωποι πιστεύουν ότι μέσα από μια απλή κουβέντα με κάποιον άλλο μπορούν να μάθουν πολλά για το άτομό του, την ίδια στιγμή οι ίδιοι άνθρωποι θεωρούν πως οι άλλοι για τους ίδιους σε ανάλογες περιπτώσεις, δεν μπορούν να μάθουν τίποτα.

Η ασυμμετρία αυτή συνήθως είναι ιδιαίτερα δυσανάλογη όταν το πρόσωπο το οποίο καλούμαστε να κρίνουμε μας είναι άγνωστο. Η τάση της υπεραπλούστευσης των σκέψεων και των κινήτρων των άλλων βρίσκεται στη βάση του ρατσισμού και του σεξισμού και σε όλες τις μορφές ενδοκοινοτικών συγκρούσεων, είτε καλόβουλων είτε πιο επιθετικών. Ο λόγος για τον οποίο η Νοξ κατέληξε να είναι τόσο αντιπαθητική στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στην Ιταλία, υποστηρίζει ο Λέσλι, είναι γιατί οι άνθρωποι προέβαλαν πάνω της όλα όσα θεωρούν πως χαρακτηρίζουν αρνητικά τους Αμερικανούς: υπεροψία, απληστία και θρασύτητα.

Η απροθυμία μας να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι ενδέχεται να σκέφτονται ή να αισθάνονται οι άλλοι υπό συγκεκριμένες συνθήκες υπογραμμίζεται στην περίπτωση της Αμάντα Νοξ από την αρχική υπόθεση του ευρύτερου, ιταλικού αλλά και παγκόσμιου, κοινού. Η παραδοχή της Νοξ σχετικά με τη φυσική παρουσία της στο σημείο της δολοφονίας και το γεγονός ότι υποστήριξε αδίκως πως ο ένοχος ήταν ένας κονγκολέζος ιδιοκτήτης μπαρ, ο Ντίγια «Πάτρικ» Λουμούμπα, αποκάλυπταν μια ένοχη συνείδηση. «Είπε ψέματα», αποφάνθηκαν οι (επι)κριτές της χτυπώντας με δύναμη το συλλογικό σφυρί της καταδίκης της. Από την άλλη, όμως, γνωρίζουμε εμπειρικά ότι κάτω από την εξαιρετική πίεση και τη σκληρότητα μιας ανάκρισης ένα τρομοκρατημένο άτομο μπορεί να ισχυριστεί οτιδήποτε το αναληθές. Οχι μόνο την εμπλοκή άλλων αλλά και τη δική του εμπλοκή.

Μεσω dna. Το Innocent Project είναι μια αμερικανική οργάνωση αφιερωμένη στην απαλλαγή και αθώωση ανθρώπων που έχουν καταδικαστεί άδικα για σοβαρά εγκλήματα, διαμέσου της εξέτασης του DNA. Από τους 250 ανθρώπους που έχουν απαλλαχτεί μέχρι τώρα, το 25% από αυτούς είχε αναγκαστεί να ομολογήσει κατά τη διάρκεια της ανάκρισης. Η ομολογία του κατηγορούμενου, είτε είναι αληθής είτε όχι, αποτελεί το βαρύ πυροβολικό δικηγόρων καθώς γίνεται αποδεκτή από τα δικαστήρια δίχως την παρουσία φυσικών αποδεικτικών στοιχείων και συνήθως επιφέρει την καταδίκη του. Οι περισσότεροι αντί να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τους άλλους, καταφεύγουμε συνήθως σε υποθέσεις, προκαταλήψεις και στερεότυπα. Οσον αφορά την Αμάντα Νοξ, η δική της ατυχία ήταν η εξωτερική της εμφάνιση και η φυσιογνωμία της. Αρκετά όμορφη και εκφραστική ώστε να διεγείρει τη φαντασία των ιταλών αστυνομικών, των συντακτών διαφόρων σκανδαλοθηρικών περιοδικών και κυρίως ενός αδηφάγου κοινού, έτοιμου να αποφανθεί γι’ αυτό που (μόνο) βλέπει, η νεαρή αμερικανίδα υπήρξε ακόμη ένα θύμα της απροθυμίας μας να κατανοήσουμε τον διπλανό μας και ίσως και τον ίδιο μας τον εαυτό.