Οταν είσαι τόσο κοντά στο όριο, ψάχνεις από κάπου να πιαστείς. Και αυτό το «κάπου» δεν μπορεί παρά να είναι μια συλλογική αίσθηση: επειδή η χώρα μας, με όλα αυτά που συμβαίνουν, ασφυκτιά, όλοι πια έχουμε αντιληφθεί ότι δεν μένουν παρά δύο επιλογές – ή σύγκρουση με το ορατό παγόβουνο ή υπέρβαση. Ουσιαστικά, λοιπόν, δεν πρόκειται για δίλημμα αλλά για απόφαση. Και αυτή έχει ορισμένες απαράβατες προϋποθέσεις, ορισμένα αντικειμενικά εμπόδια αλλά και κάποιες ιδιαίτερες, ακριβώς λόγω των δυσκολιών, ευκαιρίες.

Οι, κατά τη γνώμη μου, προϋποθέσεις: παραμονή στην ευρωζώνη, αξιοποίηση του «πακέτου του Ιουλίου» (που θα είναι τελικά ένα αρκετά διαφορετικό «πακέτο του Οκτωβρίου»), εξασφάλιση εργασιακής και κοινωνικής ειρήνης, άμεση εισροή και παραγωγή πόρων από άλλες, πλην της φορολογικής, οδούς. Η Ευρωπαϊκή Ενωση, αντίθετα από ό,τι ισχυρίζονται οι πολέμιοί της, οι λαϊκιστές πάσης αποχρώσεως και όσοι δεν μπορούν ή δεν θέλουν να διδαχθούν από την Ιστορία, μας πιέζει και μας πονάει σήμερα, υστερεί ασφαλώς σε ταχύτητα και ηγεσία, αλλά παραμένει το μόνο πλαίσιο αντιμετώπισης προβλημάτων που αντικειμενικά ξεπερνούν τα σύνορα μιας μόνο χώρας, πόσω μάλλον μιας σχετικά αδύναμης χώρας. Να θυμίσω απλώς ότι, παρά τα όσα δίκαια πολλοί καταμαρτυρούμε στην Ανγκελα Μέρκελ, τον Νικολά Σαρκοζί και τους διάφορους κοινοτικούς απρόσωπους, η Ευρώπη ήταν αυτή που στη συνέχεια των προσπαθειών της ελληνικής κυβέρνησης έφτιαξε μηχανισμούς βοήθειας εκεί όπου δεν προβλέπονταν, τους αναμόρφωσε, τους βελτίωσε και τους παγίωσε όταν χρειάστηκε και ετοιμάζεται τώρα (παρότι δεν το παραδέχεται ακόμα) να κάνει το μεγάλο – να το αποκαλέσουμε «ομοσπονδιακό»; – άλμα της συγκρότησης κοινών οικονομικών θεσμών και εργαλείων. Για να μπορέσουμε κάποια στιγμή να διαμορφώσουμε την έξωθεν βοήθεια έτσι ώστε να μας ταιριάζει καλύτερα και να μας καταπιέζει λιγότερο, είναι απαραίτητα, πιστεύω, άμεσα δείγματα εθνικής και πολιτικής συσπείρωσης, που δεν μπορεί παρά να περνούν μέσα από τη βελτίωση των αποτελεσμάτων και των συνθηκών στα κρίσιμα μέτωπα της ανάπτυξης και της εργασίας.

Τα εμπόδια: το κούρεμα και το κόντεμα. Δεν είμαι ειδικός, αλλά έχω τη βεβαιότητα ότι στη συζήτηση περί του αναπόφευκτου (περαιτέρω) κουρέματος των ελληνικών ομολόγων, η Ελλάδα πρέπει να έχει λόγο και να μην αφεθεί αποκλειστικά στα χέρια των «άλλων» (τα συμφέροντα των οποίων είναι εξ ορισμού αντικρουόμενα). Ενδεχόμενος θρίαμβος των αριθμών εις βάρος της σταθερότητας του τραπεζικού, χρηματιστηριακού και ασφαλιστικού συστήματος, της λεγόμενης «πραγματικής οικονομίας» αλλά και της ίδιας της ευρωζώνης, θα εκθεμελίωνε τις βάσεις της όποιας ανάπτυξης προτού καν τις δημιουργήσει. Το κόντεμα αναφέρεται στο ξεπέρασμα του ορίου ανοχής μιας κοινωνίας που έχει τις ευθύνες της, κανείς όμως δεν δικαιούται να παίζει με την αξιοπρέπειά της. Εδώ υπεισέρχεται ο κρίσιμος παράγων του παραδείγματος εκ μέρους των ταγών – λόγω τε και έργω.

Τι συνδέει άραγε γεγονότα από πρώτη άποψη τόσο ασύμβατα, όπως η πάλη ορθολογισμού – ανορθολογισμού σε όλο και περισσότερες εκδηλώσεις της δημόσιας και της ιδιωτικής σφαίρας, η ραγδαία άνοδος των κειμένων ποιότητας σχετικά με την κρίση (ενδεικτικά αναφέρω τα πρόσφατα βιβλία του Νίκου Χριστοδουλάκη, του Σταύρου Θωμαδάκη, του Κώστα Καρατζά, του Μάκη Ανδρονόπουλου), η έκδηλη αγωνία μετάβασης επιτέλους σε μια φάση δημιουργικότητας με μόνο ιδεολογικό πρόσημο την αναδημιουργία, η απόλυτη διεθνοποίηση του «ελληνικού ζητήματος», η επιτάχυνση των διεργασιών για πολιτική ενοποίηση ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Ενωσης; Θα έλεγα: μια κοινή συνειδητοποίηση και μια κοινή αγωνία. Και θα προσέθετα: επειδή το νήμα που ενώνει τις δυνάμεις της κίνησης είναι ακόμα αόρατο, πρέπει ο καθένας που νοιάζεται γι’ αυτό τον τόπο, από όπου του ζητηθεί ή μπορέσει να συμβάλει, να προσπαθήσει να του δώσει, έστω τούτη την ύστατη ώρα, υπόσταση.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος, πρώην ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ

www.botopoulos.gr