Σε αντίθεση με την αλλοπρόσαλλη Αριστερά που οι σχέσεις της με την Ιστορία θυμίζουν μελό παρατημένου εραστή, το ΚΚΕ εξακολουθεί να διατηρεί στενές επαφές με το παρελθόν. Τόσο στενές που πολλές φορές μοιάζει σαν η ενέργεια του παρελθόντος να λειτουργεί όπως η βαρύτητα στις μαύρες τρύπες του Σύμπαντος: είναι τόσο ισχυρή που δεν αφήνει ούτε τις ακτίνες του φωτός να περάσουν, αυτές που θα μπορούσαν να φωτίσουν κάπως το παρόν και το μέλλον.

Αυτό μπορεί να μοιάζει παράδοξο. Σε μια χώρα όπου η μνήμη είναι τόσο ρηχή ώστε το ίδιο το κράτος και οι δημόσιες υπηρεσίες να ξεχνούν τα χθεσινά κάθε φορά που αλλάζει ο υπουργός, ο γενικός γραμματέας ή ακόμη και ο προϊστάμενος, υπάρχουν ακόμη οργανισμοί που καλλιεργούν τις σχέσεις τους μαζί της. Οι ιστορικές μορφές του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος λειτουργούν σαν περιουσιακά στοιχεία, όπως τα χρυσόβουλα των βυζαντινών αυτοκρατόρων για την εκκλησία.

Κάπως έτσι θα μπορούσε να διαβάσει κανείς την πρόσφατη αποκατάσταση των δύο ιστορικών μορφών, του Νίκου Ζαχαριάδη και του Αρη Βελουχιώτη – ήταν πρωταγωνιστές και οι δύο στον αιματηρό εμφύλιο που σημάδεψε την πορεία της μεταπολεμικής Ελλάδας. Και για μεν τον πρώτο τα πράγματα μοιάζουν πιο απλά. Μπορείς να πεις πως πρόκειται για μια αναδιάταξη των εσωκομματικών ισορροπιών, το μνημόσυνο ενός συγγενούς που κάποτε η οικογένεια τον αδίκησε. Μπορεί να παίζει και «η αγάπη προς τον πλησίον», όπως λέει και ο ιταλός κομμουνιστής στο υπέροχο διήγημα του Λεονάρντο Σάσα «Ο θάνατος του Στάλιν», όταν προσπαθεί να εξηγήσει την αγάπη που συνεχίζει να αισθάνεται για τον πατερούλη παρότι παραμένει μέλος του κόμματος και μετά την αποσταλινοποίηση.

Με τον Βελουχιώτη τα πράγματα είναι λίγο πιο περίπλοκα, και ως εκ τούτου και πιο ενδιαφέροντα. Και μάλλον δεν είναι τυχαίο που αποκαταστάθηκε πολιτικά, χωρίς να αποκατασταθεί κομματικά. Ας μην παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι ο Αρης Βελουχιώτης, για τη συλλογική συνείδηση, δεν είναι αυτός που ήταν πριν από μερικές δεκαετίες. Η εμπορική επιτυχία της βιογραφίας που του αφιέρωσε πριν χρόνια ο Διονύσης Χαριτόπουλος δεν ήταν διόλου τυχαία. Ο Αρης έχει βρει τη θέση του στην πινακοθήκη των μορφών οι οποίες, πέρα από πολιτικές διαφορές και διχασμούς, ενσαρκώνουν μια εθνική συνείδηση ατίθαση που παραβλέπει τους παλιούς καλούς διαχωρισμούς Δεξιάς και Αριστεράς προκειμένου να κρατήσει όρθιο «ό,τι δικό μας», ό,τι η πολλή συνάφεια με την καπιταλιστική Ευρώπη δεν κατάφερε να αλλοιώσει.

Για να αντιμετωπίσουν τις κρύες νύχτες του χειμώνα που μας έρχεται, αρκετές πολιτικές δυνάμεις έχουν αρχίσει να επενδύουν στην ατίθαση φλόγα αυτής της εθνικής συνείδησης. Μέσα στο σκηνικό της κατάρρευσης η απογοήτευση που προκαλεί σε πολλούς η Ευρώπη θα χρειαστεί τους δικούς της ήρωες και τα δικά της παραδείγματα. Καιροσκοπισμός; Ο καιρός θα δείξει. Οπως και ο καιρός θα δείξει αν αυτή η φλόγα της ατίθασης εθνικής συνείδησης δεν θα βολευτεί καλύτερα στη μητρόπολη ενός παραδοσιακού εθνικισμού με ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται.