Ερωτήματα για την αξιοπιστία του ιταλικού δικαστικού συστήματος προκάλεσε η απόφαση Εφετείου της Περούτζια να αφεθεί αμέσως ελεύθερη η αμερικανίδα φοιτήτρια Αμάντα Νοξ και ο πρώην σύντροφός της Ραφαέλε Σολέτσιτο, ύστερα από τέσσερα χρόνια στη φυλακή για τη δολοφονία της Βρετανίδας Μέρεντιθ Κέρτσερ το 2007. Η αθωωτική απόφαση βασίστηκε στο γεγονός ότι, σύμφωνα με τις καταθέσεις ανεξάρτητων ειδικών, τα στοιχεία που συνέλεξε η ιταλική Αστυνομία και στα οποία βασίστηκε η αρχική καταδικαστική απόφαση «ήταν παντελώς αναξιόπιστα». Ωστόσο, οι συγγενείς του θύματος αναρωτιούνται πώς η απόφαση της πρώτης δίκης μπορεί να ανατραπεί ριζικά. Η υπόθεση της 24χρονης σήμερα Νοξ και του 27χρονου Σολέτσιτο είχε καλυφθεί εκτενώς στα ιταλικά, αμερικανικά και βρετανικά μέσα ενημέρωσης καθώς από την αρχή οι δύο κατηγορούμενοι είχαν επιμείνει στην αθωότητά τους. Το 2009 όμως είχαν κριθεί ένοχοι για τη δολοφονία της 21χρόνης Κέρτσερ από το Σάρεϊ, φοιτήτριας στο Πανεπιστήμιο του Λιντς, η οποία συμμετείχε όπως και η Νοξ σε πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητών στην Ιταλία και κατοικούσαν στο ίδιο σπίτι. Σύμφωνα με τον εισαγγελέα της πρώτης δίκης η Νοξ από το Σιάτλ των ΗΠΑ και ο τότε φίλος της, ιταλός φοιτητής ηλεκτρονικών υπολογιστών Σολέτσιτο, είχαν σκοτώσει την Κέρτσερ στη διάρκεια σεξουαλικής επίθεσης υπό την επήρεια ναρκωτικών και αλκοόλ. Η Κέρτσερ είχε βρεθεί ημίγυμνη μέσα σε μια λίμνη αίματος στο διαμέρισμα που μοιραζόταν με τη Νοξ. Το σώμα της έφερε 43 μαχαιριές, ενώ η νεκροτομή έδειξε ότι προηγουμένως είχε βιαστεί. Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, η Νοξ και ο τότε σύντροφός της έδωσαν το τελειωτικό χτύπημα στη Μέρεντιθ, ενώ ο Ρούντι Γκεντέ, «βαποράκι» από την Ακτή του Ελεφαντοστού, της κρατούσε τα χέρια επειδή η 21χρονη δεν ήθελε να συμμετάσχει σε ερωτικά παιχνίδια. Το δικαστήριο είχε επιβάλει μεγαλύτερη – κατά έναν χρόνο – ποινή στη Νοξ (25 χρόνια) κρίνοντάς την ένοχη για δυσφήμηση καθώς είχε ισχυριστεί ότι την Κέρτσερ σκότωσε ένας κογκολέζος ιδιοκτήτης μπαρ, ο Πάτρικ Λουμούμπα, κάτι που όπως είπε η ίδια αργότερα το έκανε επειδή πιέστηκε πολύ από την Αστυνομία. Η Νοξ ισχυρίστηκε ότι την ώρα του φόνου έλειπε από το σπίτι και η Αστυνομία δεν βρήκε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι ήταν εκεί, ενώ τα αποτυπώματά της βρέθηκαν στο κουζινομάχαιρο που χρησιμοποίησε ο δολοφόνος, αλλά εκείνη το χρησιμοποιούσε καθημερινά για να κόβει ψωμί. Οσο για το κίνητρο, οι εισαγγελείς της πρώτης δίκης αναφέρθηκαν εκτενώς στην έντονη σεξουαλική της ζωή και στο γεγονός ότι είχε σεξουαλικά βοηθήματα, αυτό όμως φυσικά δεν αρκεί για να στοιχειοθετήσει έγκλημα.

ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ. Η ετυμηγορία έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από την πλευρά της Νοξ, αλλά κάποιοι συγκεντρωμένοι έξω από την αίθουσα του δικαστηρίου φώναζαν: «Ντροπή!». Η ίδια η Νοξ πάντως ξέσπασε σε κλάματα και αστυνομικοί τη συνόδευσαν έξω από την αίθουσα. Η δίκη συγκέντρωσε το ενδιαφέρον και στις δύο όχθες του Ατλαντικού: συμπάθεια και θυμό εξέφρασαν πολλοί στις ΗΠΑ που θεώρησαν ότι μια νεαρή αθώα Αμερικανίδα παγιδεύτηκε στο εξωτερικό στα γρανάζια ενός μεσαιωνικού δικαστικού συστήματος.

Συγγενείς του θύματος πάντως αναρωτήθηκαν πώς η απόφαση της πρώτης δίκης μπορεί να ανατραπεί ριζικά και μετά την πλήρη βεβαιότητα για ενοχή να προκύψει αθωότητα. Η εισαγγελία θα εφεσιβάλει την απόφαση, αλλά φαίνεται απίθανο να εκδοθεί η Νοξ στην Ιταλία από τις ΗΠΑ, όπου επέστρεψε ήδη από χθες. Και βέβαια δεν λείπουν οι συγκρίσεις του ιταλικού με το αμερικανικό δικαστικό σύστημα. Οπως δήλωσε μια από τις εισαγγελείς της υπόθεσης, η Μανουέλα Κομόντι, «εάν η Νοξ δικαζόταν στις ΗΠΑ μπορεί να κατέληγε στην ηλεκτρική καρέκλα».